ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ |
Συνοδική
Επιτροπή επί της Θείας Λατρείας και του Ποιμαντικού Έργου 2011 - 2015
Του Ἀ. Μ. Σταυρόπουλου, Ὁμ. Καθηγητοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν
Του Ἀ. Μ. Σταυρόπουλου, Ὁμ. Καθηγητοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν
Στὴν ὀρθόδοξη πίστη τὸ φυσικὸ
περιβάλλον ἀνοίγεται καὶ ἀποκτᾶ τὶς πραγματικές του διαστάσεις, «τὸ πλάτος καὶ
μῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος» τοῦ Χριστοῦ (Ἐφεσίους 3, 18), ὁ Ὁποῖος καταφάσκει τὴν
Κτίση, στὴν ὁποία ἀντανακλᾶται ὡς Κύριος της Οἰκουμένης. Ὁ κόσμος δὲν εἶναι
ἀποτέλεσμα τῆς τύχης καὶ τῆς ἀναγκαιότητας, ἀλλὰ πεδίο καὶ τόπος σωτηρίας, ἐξ
οὗ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ποιμαντικῆς της γιὰ τὴ σωτηρία ὄχι
μόνο τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ τοῦ κόσμου, μὲ τὴ συγκρότηση μιᾶς θεολογικῆς οἰκολογίας
καὶ τὴν κατάδειξη τῶν θετικῶν συνεπειῶν της.
Ἡ χριστολογικὴ προσέγγιση τῆς φύσεως καὶ τοῦ κόσμου ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας ὠθεῖ στὴν ἀντίληψη τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως ὡς θεολογικοῦ προβλήματος καὶ τῆς ἀντιμετώπισής της βάσει τῶν ἀρχῶν μιᾶς θεολογικῆς οἰκολογίας, ἡ ὁποία καὶ ἐμπνέει μέτρα προληπτικὰ καὶ θεραπευτικὰ τῆς κρίσεως, ἀλλὰ καὶ ἐντάσσει τὸν κόσμο προοπτικὰ στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου. Ἀσφαλῶς, ἡ κρίση δὲν εἶναι πρωτεῦον. Ἀναγκάζεται ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀσχοληθεῖ λόγῳ τῶν δυσμενῶν ἐπιπτώσεων τῆς κρίσεως πάνω στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴ φύση. Καὶ τότε δρᾶ συμβουλευτικὰ καὶ περιλαμβάνει στὴν ποιμαντική της μέριμνα τὸ οἰκολογικὸ περιβάλλον τοῦ ἀνθρώπου καὶ παρωθεῖ πρὸς συγκεκριμένες ἐνέργειες προτάσσοντας μεταξὺ ἄλλων παραδείγματα πρὸς μίμηση, ὅπως λ.χ. τῶν Γερόντων.
Προϋπόθεση γιὰ τέτοιου τύπου στάση εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὸ χῶρο ὡς Θεολογία τοῦ χώρου. Αὐτὸ κάνει νὰ διερωτώμεθα ἂν εἴμαστε χρῆστες ἢ καταχραστὲς καὶ ὁδηγούμεθα πρὸς μία ἠθικὴ τῆς οἰκολογικῆς συνείδησης. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἰδίως τελευταῖα μὲ τὶς πρωτοβουλίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θεωρεῖται καταλύτης στὴν προστασία τῆς φύσεως*. Αὐτὸ τὴν ὠθεῖ σὲ μία θεολογικὴ ἐμβάθυνση τῶν σχετικῶν θέσεών της, ἔτσι ὥστε νὰ θεωρεῖ τὴ φύση ὡς κτίση καὶ τὴν κτίση ὡς εὐχαριστία καὶ τὴν ἐμπειρικὴ θεολογία ὡς τὴ μόνη ἀπάντηση σὲ ζητήματα ποὺ ἅπτονται τῆς οἰκολογίας καὶ τῆς πολιτικῆς. Μόνο μία βιβλικὴ καὶ πατερικὴ θεολογικὴ οἰκολογία εἶναι ἱκανὴ νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ προβλήματα τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ἡ ἐνασχόληση καὶ τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν μὲ τὸ θέμα εἶναι ἐπίσης σοβαρή.
Τὴ διδασκαλία της αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία ἀντλεῖ ἀπ’ ἐκεῖ ποὺ μόνο κανεὶς μπορεῖ νὰ ἐκταμιεύσει ζωτικὲς ἐμπνεύσεις γιὰ τὴν προστασία τῆς φύσεως, τὴν ὁποία ὁ Δημιουργός της μᾶς παρέδωσε «ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν» αὐτήν. Πηγὴ γιὰ μία στάση σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Παναγία μας, οἱ Προφῆτες, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἅγιοί της, οἱ Γέροντες. Ἡ φροντίδα γιὰ τὸν κόσμο ἀποτυπώνεται στὴ λατρεία καὶ τὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὁ ἄνθρωπος προβληματίζεται ἀναθέτοντας τὴ μέριμνα καὶ τοὺς οἰκολογικούς του προβληματισμοὺς στὸ Θεὸ τῆς κτίσεως καὶ πάσης σαρκός.
Μιᾶς καὶ μιλήσαμε γιὰ παραδείγματα πρὸς μίμησιν καὶ ἀναφέραμε τοὺς Γέροντες, αὐτὲς τὶς ἐκλεκτὲς μορφὲς ποὺ ὑποστασιάζουν ἤδη ἀπὸ τώρα τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς μὲ τὴ μεταμορφωμένη ζωή
Ἡ χριστολογικὴ προσέγγιση τῆς φύσεως καὶ τοῦ κόσμου ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας ὠθεῖ στὴν ἀντίληψη τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως ὡς θεολογικοῦ προβλήματος καὶ τῆς ἀντιμετώπισής της βάσει τῶν ἀρχῶν μιᾶς θεολογικῆς οἰκολογίας, ἡ ὁποία καὶ ἐμπνέει μέτρα προληπτικὰ καὶ θεραπευτικὰ τῆς κρίσεως, ἀλλὰ καὶ ἐντάσσει τὸν κόσμο προοπτικὰ στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου. Ἀσφαλῶς, ἡ κρίση δὲν εἶναι πρωτεῦον. Ἀναγκάζεται ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀσχοληθεῖ λόγῳ τῶν δυσμενῶν ἐπιπτώσεων τῆς κρίσεως πάνω στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴ φύση. Καὶ τότε δρᾶ συμβουλευτικὰ καὶ περιλαμβάνει στὴν ποιμαντική της μέριμνα τὸ οἰκολογικὸ περιβάλλον τοῦ ἀνθρώπου καὶ παρωθεῖ πρὸς συγκεκριμένες ἐνέργειες προτάσσοντας μεταξὺ ἄλλων παραδείγματα πρὸς μίμηση, ὅπως λ.χ. τῶν Γερόντων.
Προϋπόθεση γιὰ τέτοιου τύπου στάση εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὸ χῶρο ὡς Θεολογία τοῦ χώρου. Αὐτὸ κάνει νὰ διερωτώμεθα ἂν εἴμαστε χρῆστες ἢ καταχραστὲς καὶ ὁδηγούμεθα πρὸς μία ἠθικὴ τῆς οἰκολογικῆς συνείδησης. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἰδίως τελευταῖα μὲ τὶς πρωτοβουλίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θεωρεῖται καταλύτης στὴν προστασία τῆς φύσεως*. Αὐτὸ τὴν ὠθεῖ σὲ μία θεολογικὴ ἐμβάθυνση τῶν σχετικῶν θέσεών της, ἔτσι ὥστε νὰ θεωρεῖ τὴ φύση ὡς κτίση καὶ τὴν κτίση ὡς εὐχαριστία καὶ τὴν ἐμπειρικὴ θεολογία ὡς τὴ μόνη ἀπάντηση σὲ ζητήματα ποὺ ἅπτονται τῆς οἰκολογίας καὶ τῆς πολιτικῆς. Μόνο μία βιβλικὴ καὶ πατερικὴ θεολογικὴ οἰκολογία εἶναι ἱκανὴ νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ προβλήματα τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ἡ ἐνασχόληση καὶ τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν μὲ τὸ θέμα εἶναι ἐπίσης σοβαρή.
Τὴ διδασκαλία της αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία ἀντλεῖ ἀπ’ ἐκεῖ ποὺ μόνο κανεὶς μπορεῖ νὰ ἐκταμιεύσει ζωτικὲς ἐμπνεύσεις γιὰ τὴν προστασία τῆς φύσεως, τὴν ὁποία ὁ Δημιουργός της μᾶς παρέδωσε «ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν» αὐτήν. Πηγὴ γιὰ μία στάση σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Παναγία μας, οἱ Προφῆτες, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἅγιοί της, οἱ Γέροντες. Ἡ φροντίδα γιὰ τὸν κόσμο ἀποτυπώνεται στὴ λατρεία καὶ τὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὁ ἄνθρωπος προβληματίζεται ἀναθέτοντας τὴ μέριμνα καὶ τοὺς οἰκολογικούς του προβληματισμοὺς στὸ Θεὸ τῆς κτίσεως καὶ πάσης σαρκός.
Μιᾶς καὶ μιλήσαμε γιὰ παραδείγματα πρὸς μίμησιν καὶ ἀναφέραμε τοὺς Γέροντες, αὐτὲς τὶς ἐκλεκτὲς μορφὲς ποὺ ὑποστασιάζουν ἤδη ἀπὸ τώρα τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς μὲ τὴ μεταμορφωμένη ζωή