30 Ιουνίου 2021

Η χριστιανική ερμηνεία του γάμου και της οικογένειας


Η χριστιανική ερμηνεία του γάμου και της οικογένειας
Η χριστιανική ερμηνεία του γάμου και της οικογένειας
του Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου

Δύο μεγάλα δώρα του Θεού στους ανθρώπους, από τα χρόνια της παραδείσιας ήδη ζωής τους, είναι η εργασία και ο γάμος. Ο λόγος εδώ για τον γάμο και την οικογένεια. Στο δεύτερο κεφάλαιο της Γένεσης, “Κύριος ο Θεός είπε: Δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος. Θα του φτιάξω έναν σύντροφο όμοιον μ’ αυτόν” (Γέν. 2,18). Και δημιούργησε τη γυναίκα. Και ευλόγησε ο Θεός τον γάμο λέγοντας: “Γι’ αυτό το λόγο θα εγκαταλείπει ο άντρας τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα ενώνεται με τη γυναίκα του. Θα γίνονται ένα σώμα” (Γέν. 8,24). Αλλά και κατά τον ρωμαίο νομομαθή Μοδεστίνο (3ος μ.Χ. αι.), γάμος είναι η συνάφεια ανδρός και γυναικός, που “επισημοποιείται μπροστά σε Θεό και ανθρώπους, για να πετύχουν την ηθική τους τελείωση και τη μετάδοση της ζωής”. Είναι λοιπόν ο γάμος ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας, διά των οποίων η Χάρη του Θεού διαχέεται στη ζωή των ανθρώπων με σκοπό την κατά Θεόν μεταμόρφωσή τους, τον αγιασμό και τη θέωσή τους. Συνακόλουθα οι κυρίως σκοποί του γάμου είναι τρεις: Η ψυχοσωματική αρμονία του ζευγαριού, η τελείωσή τους και η απόκτηση απογόνων. Πετυχαίνεται έτσι με το γάμο η αρχική ενότητα που θέλησε ο Θεός για τους ανθρώπους, δεδομένου πως διαλύθηκε κάποτε με την αποστασία των πρωτοπλάστων και την σύγχυση που προκάλεσε η αμαρτία (βλ. π.χ. την ιστορία με τον ‘Πύργο της Βαβέλ’). Η σημαντικότερη στιγμή του μυστηρίου του γάμου είναι όταν ο ιερέας ενώνει τα χέρια των συζευγνυόμενων (άρμοση των χειρών), εικονίζοντας το Θεό που ως νυμφαγωγός οδήγησε κάποτε την Εύα προς τον Αδάμ στον πρωταρχικό Παράδεισο.

Ο απόστολος Παύλος θεωρεί «ΜΕΓΑ» ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ και επισημαίνει ότι το νόημά του είναι «εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν» (βλ. Εφ. 5,25-32). Αυτό σημαίνει ότι όπως ο Χριστός ενώθηκε με την Εκκλησία και πρόσφερε μάλιστα το αίμα Του υπέρ αυτής, για να την καταστήσει αγία και άμωμο, έτσι και ο άντρας οφείλει να αγαπά πλήρως τη γυναίκα του και να προσφέρει τα πάντα προς αυτήν. Το ίδιο και η γυναίκα, που οφείλει να σέβεται και να αγαπά τον άντρα της όπως το δικό της σώμα. Τα ως άνω εκτεθέντα συμβολίζονται παραστατικά δια των στεφάνων του γάμου (που δηλώνουν ότι πρέπει οι σύζυγοι να σταθούν ως άρχοντες πάνω στα πάθη και τις αδυναμίες τους), τα δακτυλίδια (εμπιστοσύνη του ενός προς τον άλλον) και το κοινό ποτήρι που αντικατέστησε την Θεία Κοινωνία και που φανερώνει ότι οι σύζυγοι πρέπει να συμμετέχουν από κοινού στις χαρές και τις λύπες της ζωής. Ωραιότατη στιγμή του γάμου είναι και ο χορός γύρω από το τραπέζι (το «Ησαΐα χόρευε») και το ρύζι που τον συνοδεύει, δια του οποίου εκφράζεται η ευχή όχι μόνο για πολυτεκνία, αλλά και ευτεκνία και τεκνοτροφία, σωστή δηλαδή διαπαιδαγώγηση των παιδιών (βλ. και ‘Ορθόδοξη πίστη και λατρεία’, ΟΕΔΒ, Χρ. Γκότση, π. Γ. Μεταλληνού, Γ. Φίλια, Αθ. 2011). Παράλληλα η υμνολογία αναφέρεται και στους αγίους μάρτυρες, υποδεικνύοντας ότι η έγγαμη ζωή έχει σκοπό την κατά Χριστόν άθληση, την κατά χάριν ζωή και τους αγώνες προς είσοδο στη βασιλεία των ουρανών. Κατά τον άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, ο γάμος πρέπει να γίνεται με τη γνώμη του επισκόπου, για να είναι εν τω Θεώ και εν τη Εκκλησία, και όχι ‘κατ’ επιθυμίαν’ (ΒΕΠΕΣ 2,318 τ. 15-18). Είναι θαυμαστό το γεγονός ότι ο Ιησούς ξεκίνησε τη θαυματουργία Του από τον εν Κανά γάμο και συνεπώς ευλόγησε και την υγιή του επέκταση, την οικογένεια, που αποτελεί την βασική και πηγαία κοινωνικοποίηση και διαμόρφωση του ανθρώπου, σύμφωνα και με το “αυξάνεσθε και πληθύνεσθε” (Γέν. 1,28), την εντολή του Θεού στους πρωτόπλαστους.

Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ για το γάμο είναι απαραίτητη καθώς και τα προσόντα των μελλονύμφων, που μαζί με

25 Ιουνίου 2021

Η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να κάνει την υγειονομική περίθαλψη δικαιότερη

 

Η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να κάνει την υγειονομική περίθαλψη δικαιότερη
Τεχνητή νοημοσύνη  και υγειονομική περίθαλψη

Μια νέα μελέτη δείχνει πώς η εκπαίδευση μοντέλων βαθιάς μάθησης σχετικά με τα αποτελέσματα των ασθενών θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποκάλυψη κενών στην υπάρχουσα ιατρική γνώση.

Τα τελευταία χρόνια η έρευνα έχει αναδείξει τη δύναμη της βαθιάς μάθησης (deeplearning) αφού αυτή μπορεί να ταιριάξει με την απόδοση εξειδικευμένων εμπειρογνωμόνων σε διάφορους τομείς με κορυφαίο αυτόν της ιατρικής απεικόνισης. Άλλες έρευνες, παρόλαυτά έχουν δείξει ότι η βαθιά μάθηση έχει την τάση να διαιωνίζει τις διακρίσεις. Με ένα σύστημα υγειονομικής περίθαλψης ήδη γεμάτο με ανισότητες, οι ατημέλητες εφαρμογές βαθιάς μάθησης θα μπορούσαν να το κάνουν χειρότερο. Σε ένα νέο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό NatureMedicineπροτείνεται ο τρόπος ανάπτυξης ιατρικών αλγορίθμων που βοηθούν στην αντιστροφή της υπάρχουσας ανισότητας. Όπως αναφέρει ο ZiadObermeyer, αναπληρωτής καθηγητής στο UCBerkeleyκαι επιβλέπων της έρευνας «Το κλειδί είναι να σταματήσουμε να εκπαιδεύουμε τους αλγορίθμους με σκοπό να φτάσουν την απόδοση των ανθρώπων ειδικών».

Το άρθρο εξετάζει ένα συγκεκριμένο κλινικό παράδειγμα των ανισοτήτων που υπάρχουν στη θεραπεία της οστεοαρθρίτιδας του γονάτου, κατάστασης που προκαλεί χρόνιο πόνο. Αξιολογώντας την ένταση του πόνου αυτού οι γιατροί δίνουν ανάλογη θεραπεία. Σε μεγάλο βαθμό αυτή η αξιολόγηση βασίζεται στον αλγόριθμο KLGο οποίος υπολογίζει την ένταση του πόνου βασισμένος σε διαφορετικά ακτινογραφικά χαρακτηριστικά (π.χ. βαθμός απώλειας χόνδρου ή δομικής βλάβης).

Τα δεδομένα όμως από το NIH (Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας) δείχνουν μια συστηματική υποαξιολόγηση του πόνου των έγχρωμων ασθενών από ιατρούς που χρησιμοποιούν αυτόν τον αλγόριθμο και ενώ για κάποιο λόγο οι έγχρωμοι ασθενείς με ίδιο βαθμό απώλειας χόνδρου με λευκούς ασθενείς αναφέρουν μεγαλύτερο πόνο, η άποψή τους έρχεται σε δεύτερη μοίρα με την τελική θεραπεία να βασίζεται στον αλγόριθμό KLG.

Αμέσως γεννήθηκε, λοιπόν, η υπόθεση ότι μπορεί να υπάρχουν ακτινογραφικοί δείκτες πόνου που εμφανίζονται πιο

22 Ιουνίου 2021

Μηχανισμοί άμυνας


Μηχανισμοί άμυνας

Φρόυντ Σίγκμουντ ( 1856-1939)

Σύμφωνα με τον Sigmund Freud, οι μηχανισμοί άμυνας μπορούν να κάνουν τη ζωή μας προσαρμοστική ή δυσλειτουργική.


Σύμφωνα με την Ψυχαναλυτική θεωρία του Σίγκμουντ Φρόυντ, οι μηχανισμοί άμυνας είναι αυτόματες πράξεις ή τεχνικές που εκτελούνται ασυνείδητα για την αντιμετώπιση στρεσογόνων καταστάσεων και ερεθισμάτων που δεν μπορούμε να διαχειριστούμε ψυχολογικά.


Πιο συγκεκριμένα είναι η μέθοδος με την οποία το Εγώ διευθετεί τις συγκρούσεις που δημιουργούνται μεταξύ των ενορμήσεων του Εκείνο και των αξιών του Υπερεγώ.


Το Εγώ έχει ως στόχο την αποφυγή του άγχους και τις εσωτερικές συγκρούσεις. Βασικός του ρόλος είναι να ελέγχει την πραγματικότητα για να δει αν μπορούμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε ή αν χρειάζεται να κάνουμε κάτι άλλο. Η δράση του θα λέγαμε ότι είναι ως μεσολαβητής ανάμεσα στις αυθόρμητες επιθυμίες μας (το μέρος του εαυτού μας που έχει ονομαστεί από τον Freud "Id") και στα «πρέπει» που η οικογένεια μας έχει θέσει και η κοινωνία προστάζει (εκείνο το μέρος του εαυτού μας που ονομάζεται "Υπερεγώ")


Ποιοι είναι οι κυριότεροι μηχανισμοί άμυνας:


Απόσυρση

το αποτράβηγμα από μία κατάσταση που προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα π.χ. κάποιος κοιμάται πολύ ή παίρνει ναρκωτικά για να αποφύγει την "άσχημη" πραγματικότητα.


Απώθηση

Διάφορες επιθυμίες, αισθήματα,σκέψεις, που δεν είναι αποδεκτά (δημιουργούν άγχος), απωθούνται στο ασυνείδητο. Είναι έξω από τη μνήμη.

Χαρακτηριστικά: Ότι απωθείται διατηρεί την ενέργειά του και προσπαθεί να έλθει στο συνειδητό. Χρειάζεται αντίθετη ενέργεια να το κρατήσει στο ασυνείδητο (σχέση δυναμική). Εξακολουθεί να επιδρά. Πολύ βασικός μηχανισμός. Συχνός στις νευρώσεις.

Ταύτιση (ΙDENTIFICATION)

Ιδιότητες κάποιου άλλου γίνονται μέρος της προσωπικότητας του ατόμου. Τα αίτια βρίσκονται κυρίως

20 Ιουνίου 2021




Τη μέρα της Πεντηκοστής -  (Ξυλούρης Νίκος  1972)

Τη μέρα της Πεντηκοστής (Ξυλούρης Νίκος  1972)



Στίχοι: Κ.Χ Μύρης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης





Τη μέρα της Πεντηκοστής,
τη νύχτα της γονατιστής
πάν’ οι ψυχές και κάθονται
βουβές στα περιβόλια.

Τρυπώνουν στις κρυφές γωνιές
μαζί με τις αράχνες
και μας κοιτούν αμίλητες
αθώρητες και μόνες.

19 Ιουνίου 2021

Σύσταση για την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού σε ορισμένες επαγγελματικές ομάδες στον χώρο της υγείας - Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής και Τεχνοηθικής

Σύσταση για την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού σε ορισμένες επαγγελματικές ομάδες στον χώρο της υγείας  - Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής και Τεχνοηθικής
Σύσταση για την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμο

Η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής και Τεχνοηθικής ασχολήθηκε με το ζήτημα της δυνατότητας πρόβλεψης υποχρεωτικού εμβολιασμού των ιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού, καθώς και όλων όσοι στελεχώνουν δομές υγείας (δημοσίου και ιδιωτικού τομέα) ή δομές περίθαλψης ευπαθών ομάδων (ηλικιωμένων, ατόμων με χρόνιες παθήσεις ή ατόμων με αναπηρία), μετά από σχετικό ερώτημα του Πρωθυπουργού. 

Λαμβάνοντας υπόψη:

- τα επιστημονικά δεδομένα και τις έως τώρα δημοσιευμένες μελέτες για τα εγκεκριμένα εμβόλια,
- τα δεδομένα εμβολιασμού για τις συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες στην Ελλάδα,
- τις αρχές της αυτονομίας, της ωφέλειας και της μη-βλάβης,
- την αρχή της αναλογικότητας, και
- τη νομική διάσταση του ζητήματος,

η Επιτροπή προτείνει μια προσέγγιση «κλιμακούμενης πρωτοβουλίας» από την πλευρά της Πολιτείας, με τρία στάδια:

  α) Προσαρμοσμένες σε κάθε επαγγελματική ομάδα (ιατροί, νοσηλευτές, εργαστηριακοί, προσωπικό μονάδων φροντίδας, κ.λπ.)  εκστρατείες στοχευμένης ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης για εκούσιο εμβολιασμό, οι οποίες βασίζονται σε επιστημονικά στοιχεία που επικαιροποιούνται συνεχώς, με προϋπόθεση την προηγούμενη κατανόηση των φόβων και των γενικότερων αντιλήψεων.

   β) Μέτρα ενθάρρυνσης/αποθάρρυνσης που θα μπορούσαν να σχεδιαστούν από την Πολιτεία σε συνεργασία με τη διοίκηση των μονάδων υγείας, όπως π.χ. διευκόλυνση του ραντεβού για τον εμβολιασμό, ελαστικότητα στο ωράριο εργασίας τις ημέρες του εμβολιασμού, προτεραιότητα στη επιλογή αδειών, ή  υποχρεωτική χρήση διπλής μάσκας και εξοπλισμού ατομικής προστασίας.

   γ) Πρόβλεψη υποχρεωτικότητας ως έσχατη λύση, η οποία πρέπει να έχει συγκεκριμένο χρονικό

10 Ιουνίου 2021

Θα εκθρονίσει η νόσος Covid-19 την «αυτονομία» ως κυρίαρχη αρχή της βιοηθικής;

Θα εκθρονίσει η νόσος Covid-19 την «αυτονομία» ως κυρίαρχη αρχή της βιοηθικής;
Θα εκθρονίσει η νόσος Covid-19 την «αυτονομία»;
Πώς θα είναι η βιοηθική μετά την Covid-19; Η εμπειρία των απαγορεύσεων κυκλοφορίας, η κοινωνική απομόνωση, ο φόβος ενός αόρατου εχθρού, ο σεβασμός στους ειδικούς θα μπορούσαν να αλλάξουν τις αντιλήψεις για το πώς προσεγγίζουμε τα ηθικά διλήμματα.

Η RuthChadwick, συνεκδότης του περιοδικού Bioethics αναφέρει ότι «Μία έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το βρετανικό thinktankDemosδιαπίστωσε ότι το 12% αυτών που φορούν μάσκα είπαν ότι «μισούν» εκείνους που δεν φορούν κάποιο κάλυμμα στο πρόσωπό τους, ενώ το 14% όσων σέβονται την απαγόρευση μετακινήσεων (lockdown) εξέφρασαν το ίδιο συναίσθημα για όσους παραβιάζουν το lockdown.

Τι σημαίνει αυτό για τις αρχές της βιοηθικής; «Το μίσος είναι αρκετά βήματα πέρα από την κοινωνική αποδοκιμασία. Υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρχει κάτι περισσότερο από ανησυχίες σχετικά με το πρόβλημα του ελεύθερου αναβάτη, ή ακόμη και ανησυχίες σχετικά με άμεσες απειλές για την προσωπική ασφάλεια κάποιου, εάν οι άνθρωποι θεωρούνται ως «κακοί» ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη επικινδυνότητα της συμπεριφοράς τους σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Ίσως απαιτείται μεγαλύτερος προβληματισμός για την αλληλεγγύη παρά για την αυτονομία. Ίσως το πιο εντυπωσιακό είναι το ερώτημα ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την πιθανότητα της κοινωνικής αλληλεγγύης και τις επιπτώσεις στην εφαρμογή και τη χρησιμότητα της αρχής της αλληλεγγύης στη βιοηθική», αναφέρει η  RuthChadwick.

Η Chadwickαμφισβητεί το κυρίαρχο παράδειγμα της αυτονομίας. Ο CarterSneadυποστηρίζει ότι η

9 Ιουνίου 2021

Οι τρεις πειρασμοί των ιεραποστόλων


Οι τρεις πειρασμοί των ιεραποστόλων - Ιεραποστολή και μάθημα Θρησκευτικών
Οι τρεις πειρασμοί των ιεραποστόλων
του Μητροπολίτου Κορέας κ.κ. Αμβροσίου

Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ιεραποστολής είναι, ως γνωστόν, η έλλειψη ιεραποστόλων. Αλλά ένα εξ ίσου μεγάλο πρόβλημα είναι το φρόνημα και το ήθος των ιεραποστόλων. Κατωτέρω θα επισημάνουμε τρεις (από τους πολλούς) πειρασμούς που προσβάλλουν τους εργαζομένους στην ιεραποστολή (πιθανότατα και σε άλλους τομείς της εκκλησιαστικής διακονίας) και που έχουν τη δύναμη να αλλοιώσουν ανεπανόρθωτα το αποστολικό ήθος που πρέπει να έχει ένας Ορθόδοξος εργάτης του Ευαγγελίου εις τα έθνη.

α) Υπάρχουν, δυστυχώς, άνθρωποι που πορεύονται προς τις ιεραποστολικές χώρες, όχι με ιεραποστολικό όραμα και ζήλο, ούτε με τ’αποστόλου το ραβδί, αλλά «ορεγόμενοι» και ονειρευόμενοι μίτρες και πατερίτσες! Και αξιώνουν την επισκοποίησή τους ως «επιβράβευση» της ιεραποστολικής τους δράσεως, λησμονώντας πως ο επισκοπικός βαθμός είναι σταυρός και μάλιστα δυσβάστακτος, και όχι βραβείο και κατάληψη αναπαυτικής πολυθρόνας. Γι’ αυτό κι όταν αποκτήσουν το ποθούμενο τότε λείπουν τον περισσότερο χρόνο απ’ τον χώρο της διακονίας τους, διοργανώνουν περιοδείες όχι, βεβαίως, αποστολικές «εν κόπω και μόχθω» (Β΄ Κορ. 11:27) και εργάζονται για την μετάθεσή τους σε καλύτερη επισκοπή.

Αλλά κι αν κάποιος ξεκινήσει την ιεραποστολική του πορεία με αγνές προθέσεις, κινδυνεύει να καταληφθεί από μανία επισκοποιήσεως, λόγω του περιρρέοντος κλίματος που επικρατεί. Ο πειρασμός είναι όντως μεγάλος αφού ευκαίρως ακαίρως βομβαρδίζεται από την ιδέα ότι είναι «άξιος» να γίνει επίσκοπος αφού αυτό βεβαιώνεται από την ιεραποστολική του ιδιότητα! Γι’ αυτό τον λόγο και στο βιογραφικό των προς αρχιερατείαν υποψηφίων συναντάς συχνά πυκνά ως προσόν την «ιεραποστολική προϋπηρεσία!» Αλίμονο για τον ίδιο και τους ανθρώπους του χώρου της διακονίας του εάν η επισκοποίησή του είναι το κίνητρο που τον παρακίνησε προς την ιεραποστολή.

β) Άλλος πειρασμός των ιεραποστόλων είναι τα κάθε λογής «παράσημα» και οι «τιμητικές διακρίσεις», που επιδίδονται σε κληρικούς και λαϊκούς για την προσφορά τους στην εξωτερική ιεραποστολή»! Μ’ άλλα

4 Ιουνίου 2021

Η ηθική της εργασίας - Από την ηθική της εργασίας στην ηθική της μηδενικής ανοχής. Σύντομη περιδιάβαση


Η ηθική της εργασία
Οι πρώτες φάσεις της ευρωπαϊκής εκβιομηχάνισης, σύμφωνα με τον Bauman1, χαρακτηρίστηκαν-μεταξύ άλλων-από μια ηθική σταυροφορία, η οποία στόχευε να επιβάλλει την εργασία στους ανθρώπους και ιδιαίτερα σε εκείνο το μεγάλο κομμάτι της νεωτερικής κοινωνίας που δεν διέθετε τίποτα άλλο παρά μόνο τα χέρια του, ήτοι τους φτωχούς. Εντούτοις, η επιβολή της εργασίας δεν αφορούσε οποιαδήποτε μορφή εργασίας γενικά, αλλά, εντελώς ειδικά και στοχευμένα, τη μισθωτή εργασία της οποίας η παραγωγή ήταν απαραίτητη για την λειτουργία των συνεχώς τότε αναδυόμενων εργοστασίων. Η ελευθερία, η δημιουργικότητα και η αυτονομία του προνεωτερικού φτωχού εργάτη-τεχνίτη, από τη μία, δεν μπορούσε να συνδυαστεί με τη ρουτινιάρικη, επαναληπτική, καταθλιπτική εργασία του εργοστασίου. Από την άλλη, η κοινωνική νοηματοδότηση της παραδοσιακής εργασίας επέτρεπε σε αυτούς που την ασκούσαν να είναι ικανοποιημένοι με αυτά που είχαν και απείχαν από το νεωτερικό διακύβευμα του «πλέον έχειν»-γεγονός που, επίσης, δεν συμβάδιζε με την ανακύπτουσα ιδεολογία της εποχής «ανάπτυξη για την ανάπτυξη». Ο φτωχός εργάτης ή ο άπορος της προνεωτερικής περιόδου έπρεπε να αναμορφωθεί με τέτοιο τρόπο από τους «πεφωτισμένους» μεταρρυθμιστές ώστε να υπακούσει στις εντολές του νέου βιομηχανικού καθεστώτος. Αυτός ακριβώς ήταν και ο κύριος στόχος της ηθικής της εργασίας: η πειθάρχηση των φτωχών διαμέσου μιας ηθικής υποχρέωσης άμεσα συνυφασμένης και ταυτισμένης με την εργασία. Η ηθική της εργασίας συνίστατο σε δύο εντολές. Πρώτον, ότι στη ζωή «δεν υπάρχουν δωρεάν γεύματα». Οι άνθρωποι έπρεπε να προσφέρουν την εργασία τους σε αντάλλαγμα με τα αγαθά που χρειάζονταν για να επιβιώσουν ή για να είναι ευτυχισμένοι. Ή με άλλα λόγια για να λάμβανες κάτι το οποίο είχες ανάγκη, ώστε να παραμείνεις ζωντανός, όφειλες να δώσεις κάτι που θεωρείται από τους άλλους άξιο προς πληρωμή. Διαφορετικά, είχες την απόλυτη ελευθερία να πεθάνεις. Τα «δωρεάν γεύματα» ήταν κάτι κακό, αναξιοπρεπές. Δεύτερον, ότι οι άνθρωποι δεν έπρεπε να είναι ποτέ ευχαριστημένοι με αυτά που είχαν και όφειλαν να αγωνίζονται μονίμως και αδιαλείπτως για περισσότερα. Ή με άλλα λόγια δεν ήταν ορθό-ήταν ηθικά επιβλαβές αλλά και ανόητο-να είσαι ευχαριστημένος με αυτά που είχες. Η ανάπαυση και η τεμπελιά ήταν καταστάσεις που ταίριαζαν σε αναξιοπρεπή όντα. Μέσω αυτών των δύο εντολών, που αποτελούσε και τον σκληρό πυρήνα του κυρίαρχου λόγου της βιομηχανικής περιόδου, η εργασία μεταπλάστηκε σε μία αξία από μόνη της, σε μία ευγενική και εξευγενίζουσα δραστηριότητα ανεξάρτητα από τις συνθήκες της, του επιπέδου του μισθού της, του είδους της. Όλοι μπορούσαν να είναι ηθικά ίσοι και απολύτως χρήσιμοι στην κοινωνία. Στην πραγματικότητα η σταυροφορία της ηθικής της εργασίας ήταν ένας αγώνας για έλεγχο και υποταγή της άπορης και φτωχής μερίδας του πληθυσμού. Η εργοστασιακή σταδιοδρομία αποτελούσε την μόνη δυνατή οδό δια της οποίας οι φτωχοί και οι καταφρονεμένοι μπορούσαν να συγκροτήσουν μια θετική για την κοινωνία και για τους ίδιους ταυτότητα. Η μισθωτή εργασία υποκειμενοποιούσε, χορηγούσε πιστοποιητικά ύπαρξης σε όποιον ακολουθούσε πειθήνια τους κανόνες της εργοστασιακής ζωής. Εντούτοις, όλο το πρόγραμμα της ηθικής της εργασίας προϋπέθετε ότι η προσφορά της εργασίας ήταν μεγαλύτερη από την ζήτηση ή τουλάχιστον ότι υπήρχαν διαθέσιμες θέσεις εργασίας για όλους. Καθώς, όμως, οι θέσεις καλύπτονταν και η ηθική της εργασίας βρισκόταν στο απόγειο της επιτυχίας, οι υποστηρικτές της τόνιζαν ότι ο κανόνας, ήτοι ότι όλα τα άτομα της κοινωνίας οφείλουν να εργάζονται, πόρρω απέχει από το να εφαρμοστεί καθολικά λόγω της έλλειψης μόνιμης απασχόλησης για όλους. Συνεπώς για την ρεαλιστική εφαρμογή των επιταγών της ηθικής της εργασίας έπρεπε να προσφερθεί υποστήριξη σε αυτούς που αποτυγχάνουν. Όπως χρειάζεται, επίσης, κατά την διάρκεια των δύσκολων περιόδων του οικονομικού κύκλου, η φροντίδα των προσωρινών ανέργων και η διατήρηση τους σε ετοιμότητα, ώστε «να συμπεριφερθούν ομαλά». Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, των πιέσεων της παραπαίουσας καπιταλιστικής οικονομίας από τη μία -η οποία ήταν ανίκανη να αναδημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την επιβίωσή της χωρίς πολιτική βοήθεια-, και των πιέσεων της συνδικαλισμένης εργασίας που μόλις είχε αρχίσει να αποκτά πολιτικό βάρος από την άλλη, η εμφάνιση του κράτους πρόνοιας σε ένα συγκεκριμένο προχωρημένο στάδιο της σύγχρονης κοινωνίας(βιομηχανικής, καπιταλιστικής, δημοκρατικής κοινωνίας της οικονομίας της αγοράς) ήταν «επικαθορισμένη». Η σχέση της ιδέας που κόμιζε η έννοια του κράτους πρόνοιας- ότι είναι καθήκον και δέσμευση του κράτους να εγγυηθεί την πρόνοια όλων των υποκειμένων του- είχε και έχει μια διφορούμενη σχέση με την ηθική της εργασίας. Από τη μία, το κράτος πρόνοιας συμβάδιζε με το ηθικό πρόταγμα της εργασίας στο σημείο που διατηρούσε έναν εφεδρικό στρατό εργασίας σε πλήρη ετοιμότητα και ταυτόχρονα διασφάλιζε την κοινωνική υγεία. Από την άλλη, διακηρύσσοντας ότι ο αξιοπρεπής και έντιμος βίος θα πρέπει να διασφαλιστεί ως δικαίωμα για όλες τις περιόδους και για όλα τα μέλη της πολιτικής κοινωνίας, υπονόμευε την πιο ιερή αρχή της ηθικής της εργασίας. Καθιστούσε το δικαίωμα στη αξιοπρεπή ζωή ζήτημα της ιδιότητας του πολίτη και όχι ζήτημα οικονομικής απόδοσης. Αυτή μέχρι και σήμερα είναι η ρίζα των διαφωνιών των θεωρητικών της κοινωνικής πολιτικής γύρω από το κοινωνικό κράτος2. Παρά ταύτα η είσοδος του κράτους πρόνοιας στα προχωρημένα στάδια της νεωτερικότητας συνάντησε την καθολική επιδοκιμασία όλων των πολιτικών δυνάμεων και κυρίως των οπαδών της φιλελεύθερης οικονομίας και των σφοδρών κριτικών των σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών, ιστορικό γεγονός που σήμερα ηχεί σαν ανέκδοτο. Ο φόβος που προκαλούσαν η ανεργία και η οκνηρία έκοβε τα φτερά όλων, παρέλυε την πρωτοβουλία τους και τους αποστερούσε το αναγκαίο κουράγιο για την αντιμετώπιση κινδύνων και, κυρίως, ένας τέτοιος φόβος εύκολα μπορούσε να μετατραπεί σε καθοριστικό παράγοντα «μη κανονικής συμπεριφοράς». Αυτό που δύο αιώνες πετύχαινε η ηθική της εργασίας κινδύνευε να μετασχηματιστεί σε εφιάλτη. Η επιθυμία των ανθρώπων για την μισθωτή εργασία ήταν, πλέον, κοινός τόπος. Το πρόβλημα ήταν τι γίνεται όταν αυτή η επιθυμία δεν μπορεί να ικανοποιηθεί ή όταν αρχίζει να διαφαίνεται αυτή η μη ικανοποίηση και αναδύεται ο φόβος της κοινωνικής ανασφάλειας. Οι θεωρητικοί και πολιτικοί του οικονομικού φιλελευθερισμού έπρεπε να ξεμπερδεύουν με αυτόν τον φόβο. Το κράτος πρόνοιας θα απελευθέρωνε τα άτομα από την ανάγκη της επιβίωσης, θα συνέβαλε στην επαναεμπορευματοποίηση της εργασίας, θα προστάτευε την αρχή της κοινωνικής ανισότητας μέσω του μετριασμού των περισσότερο εξοργιστικών και λιγότερο ανεκτών εκδηλώσεων της και παράλληλα θα προωθούσε αυτήν την αρχή με το να περιθωριοποιούνται εκείνοι που αποτύγχαναν να συμμετάσχουν στην αναπαραγωγή της. Την αυγή του εικοστού αιώνα το κράτος πρόνοιας συμπύκνωνε, στην οποιαδήποτε μορφή του, μια πολιτική και κοινωνική ομοφωνία υπέρ της αρχής της συλλογικής ευθύνης για την ατομική αποτυχία ή κακοτυχία. Οι φτωχοί, οι άποροι, οι καταφρονεμένοι, ήταν θύματα ενός ατελούς συστήματος ή δομικά παράγωγα ενός «ελαττωματικού» καπιταλισμού που το κράτος πρόνοιας ερχόταν να προστατεύσει ή να διορθώσει. Η ηθική της εργασίας επιβίωνε μέσα στα σπλάχνα του κοινωνικού κράτους (το οποίο και καθόριζε σε ένα μεγάλο βαθμό) διαμορφώνοντας έναν από τους κύριους ρόλους του: την διατήρηση των φτωχών σε πειθαρχική ετοιμότητα διακηρύσσοντας την (εν δυνάμει) κοινωνική χρησιμότητα τους με καπιταλιστικούς όρους. Η παραγωγή των παραγωγών που στόχευε η ηθική της εργασίας προστατευόταν και επαναπροωθείτο από το κράτος πρόνοιας. Ωστόσο, στη φάση της δεύτερης νεωτερικότητας την οποία διανύουμε (ή μετανεωτερικότητας ή ρευστής νεωτερικότητας κατά Bauman) ο κύριος τρόπος με τον οποίο η κοινωνία πλάθει τα μέλη της δεν καθορίζεται, πλέον, από την ανάγκη να εκπληρωθεί ο ρόλος του παραγωγού αλλά αυτός του καταναλωτή. Τα μέλη της μετανεωτερικής κοινωνίας συμπράττουν σε αυτήν, πρωτίστως, με την ικανότητα του καταναλωτή. Αυτή η μεταστροφή, όμως, έχει συνέπεια μια τρομακτική διαφορά στην νοηματοδότηση της εργασίας και συνακόλουθα στην ερμηνεία της φτώχειας. 
 
Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 
 
Η κατανάλωση τοποθετεί την ατομική επιλογή ως την κατεξοχήν αξία στην οποία η καταναλωτική κοινωνία οφείλει την διαστρωμάτωση της. Το «επιλέγειν» ανάγεται σε κοινωνικό τόπο στον οποίο τα

1 Ιουνίου 2021

«Συναισθηματική Νοημοσύνη και Μηχανές - Επιδιώκοντας την τέλεια ατέλεια»

«Συναισθηματική Νοημοσύνη και Μηχανές - Επιδιώκοντας την τέλεια ατέλεια»
Συναισθηματική Νοημοσύνη και Μηχανές
Παναγιώτης Πέρρος 

Η εξέλιξη της Τεχνητής Νοημοσύνης

Οι διαρκώς αναδυόμενες τεχνολογικές επαναστάσεις του εικοστού και εικοστού πρώτου αιώνα πηγάζουν από δύο θεμελιώδη και εγγενή χαρακτηριστικά του σκεπτόμενου ανθρώπου. Το πρώτο είναι να κάνει τη διαδικασία της ζωής περισσότερο αποδοτική και λιγότερο επίπονη. Το δεύτερο είναι να κατανοήσει στο μέτρο του δυνατού τον ίδιο του τον εαυτό και τον τρόπο με τον οποίο δρα πρακτικώς και πνευματικώς. Το να μαθαίνει κάποιος άλλωστε κάτι νέο που σχετίζεται με τον κόσμο και με τον άνθρωπο, ιδιαιτέρως αν έχει προηγηθεί εκτεταμένη επιστημονική έρευνα, είναι σε θέση να αλλάξει την ποιότητα και τον βαθμό της αυτογνωσίας μας. Ο Κοπέρνικος και ο Δαρβίνος για παράδειγμα δεν εισήγαγαν απλώς κάτι νέο, αλλά επαναστάτησαν εναντίον της γεωκεντρικής και ανθρωποκεντρικής θεωρίας αντιστοίχως (Habermas, 2003). Αν ήταν λοιπόν δυνατό να υπάρξουν δύο λέξεις που θα μπορούσαν να σταθούν ως οι βασικές αιτίες της τεχνολογικής ανάπτυξης που έχουμε επιτύχει έως σήμερα, αυτές θα ήταν η ευημερία (ευδαιμονία θα έλεγε ο Αριστοτέλης) και η αυτογνωσία, το γνώθι σαυτόν δηλαδή που είναι χαραγμένο στο ναό του Απόλλωνος στους Δελφούς.

Ο επιστημονικός κλάδος της Τεχνητής Νοημοσύνης είναι αντιπροσωπευτικός των πολλαπλών τεχνολογικών υπερβάσεων των τελευταίων δεκαετιών. Τι είναι οντολογικά οι Μηχανές; Τι μπορούν να κάνουν; Τι σχέση έχουν με τον άνθρωπο; Μπορούν να υποκαταστήσουν τον άνθρωπο; Και αν ναι σε ποιους τομείς και με ποιες προϋποθέσεις; Αυτά είναι μερικά από τα βασανιστικότερα ερωτήματα που τίθενται από φιλοσόφους και επιστήμονες τεχνολογικών κλάδων. Εκείνο που επιδιώκεται να εξετασθεί μέσω του παρόντος πονήματος είναι ένα βασικό ερώτημα, του οποίου η απάντηση θα διευκολύνει καταλυτικά τη διαλεύκανση τόσο της οντολογικής σημασίας των μηχανών, όσο και την αξιολόγησή τους σε σχέση με τον άνθρωπο και τις δεξιότητές του: Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι κάποια μηχανή έχει συναισθήματα; Μπορεί κάποιο τεχνολογικό υλικό με τη συνδρομή του ανάλογου λογισμικού να αναπτύξει σε μία μηχανή ένα είδος συναισθηματικής νοημοσύνης; Κάτω από ποιο οπτικό πρίσμα μπορούμε να εξετάσουμε αυτό το ενδεχόμενο και σε γενικές γραμμές τι έχει επιτύχει σε αυτό τον τομέα η επιστήμη;

Ήδη στην προσωκρατική Ελλάδα ο εισηγητής της Ιωνικής σχολής των κοσμολόγων φιλοσόφων Θαλής ο Μιλήσιος ισχυρίστηκε ότι η ψυχή εγείρει την κίνηση και εφόσον ο μαγνήτης λίθος κινεί τον σίδηρον, τότε και ο μαγνήτης διαθέτει ψυχή (Αριστοτέλους, Περί ψυχής 405α). Κατά την εποχή των Διαφωτιστών ο Rene Descartes διατυπώνει με λίγα λόγια πως οι μηχανές οντολογικά μπορούν να αποτελέσουν ισοδύναμα των ζώων (Descartes, 1637). Αργότερα ο La Mettrie κάνει παραλληλισμούς του σώματος αλλά και ορισμένων χαρακτηριστικών του ανθρώπου με τις μηχανές. Μάλιστα ο ίδιος εκδίδει έργο με τίτλο «Άνθρωπος, μια μηχανή» χαρακτηρίζοντας ουσιαστικά τον άνθρωπο ως μια «πεφωτισμένη μηχανή» (La Mettrie, 1747). Ακόμα αργότερα, ο Ralph Emerson παραλληλίζει οντολογικά τον άνθρωπο με τις μηχανές λέγοντας πως όλα τα εργαλεία και οι μηχανές που βρίσκονται πάνω στον κόσμο είναι επεκτάσεις του σώματος και των αισθήσεων του ανθρώπου και πως ο άνθρωπος στην ουσία είναι το γραφείο των πατεντών όπου και βρίσκονται τα πρότυπα, τα μοντέλα από όπου και εκπορεύονται όλα τα σχέδια (Emerson, 1870). Ερευνώντας κάποιος ακόμα και σχετικές λογοτεχνικές πηγές διακρίνει από τις αρχές του εικοστού αιώνα έναν θαυμασμό για τις μηχανές και τους ανθρώπους που ασχολούνται σχετικά με την κατασκευή και τελειοποίησή τους. Οι άνθρωποι αυτοί μάλιστα φέρονται πολλές φορές να μπορούν να αγαπούν περισσότερο μία μηχανή και το πάθος τελειοποίησής της από μία γυναίκα (Bennet, 1909). Αυτές οι περιπτώσεις μπορούν να σταθούν ως σπερματικής μορφής θεωρητικές διατυπώσεις για κάτι που έμελλε κατά τον εικοστό αιώνα να αποτελέσει σημείο αναφοράς της μακραίωνης επιστημονικής ιστορίας του ανθρώπου, το φαινόμενο της Τεχνητής Νοημοσύνης.

Η αρχή της πρακτικής άσκησης των εξειδικευμένων επιστημών πάνω στο φαινόμενο της Τεχνητής Νοημοσύνης έγινε με το περίφημο πείραμα του Άγγλου μαθηματικού Alan Turing (Turing, 1950). Σκοπός του πειράματος αυτού ήταν να αποδειχθεί αν μία μηχανή μπορεί να «ξεγελάσει» έναν παρατηρητή (ανακριτή στην περίπτωση του πειράματος) και να τον πείσει ότι πρόκειται για άνθρωπο. Έτσι η μηχανή μπαίνει σε ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι: Δίνονται οι ίδιες ερωτήσεις του ανακριτή σε έναν άνθρωπο και σε μία μηχανή. Ο ανακριτής παίρνει τις απαντήσεις γραπτώς και με βάση αυτές προσπαθεί να διακρίνει ποιος είναι ο άνθρωπος και ποια η μηχανή. Ο Turing υπολόγισε ότι σε πενήντα χρόνια από τότε θα έχουν ανακαλυφθεί τέτοιες μηχανές ώστε ο υποτιθέμενος ανακριτής να μπορεί να σφάλλει σε ποσοστό πάνω από το 30% των περιπτώσεων.

Πέντε χρόνια μετά τη μελέτη του Turing έγινε η πρώτη επίσημη πρόταση διερεύνησης για το αν και κατά πόσον μπορεί μια μηχανή να ανταπεξέλθει επαρκώς στην επίλυση προβλημάτων που μέχρι τότε αφορούσαν αποκλειστικά ανθρώπους. Η μελέτη αυτή θα επικεντρωνόταν στο πώς μπορούν οι μηχανές να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά τη γλώσσα, να δημιουργούν και να εκμεταλλεύονται γνωστικά έννοιες και ιδέες και γενικά να αποκτήσουν αυτό που ονομάζουμε χονδρικώς νοημοσύνη ή ευφυΐα. Η πρόταση αυτή έγινε στο Dartmouth College (McCarthy, Minsky, Rochester, Shannon, 1955) και αφορούσε την περίοδο του καλοκαιριού του 1956.

Από τότε έχουν δοθεί αρκετοί ορισμοί που φιλοδοξούν να απεικονίσουν νοηματικώς το φαινόμενο της Τεχνητής Νοημοσύνης. Αυτό που θα λέγαμε συμπυκνώνει όλες τις απόψεις είναι εκείνο που διατυπώνει ο καθηγητής Φιλοσοφίας J. Haugeland λέγοντας πως είναι η προσπάθεια να προικίσουμε τις μηχανές με νόηση, με την πλήρη και κυριολεκτική σημασία. Αυτή η συναρπαστική προσπάθεια δημιουργίας σκεπτόμενων υπολογιστών βασίζεται, όπως ήδη έχουμε υποψιαστεί, στο βασικό σκεπτικό ότι ο άνθρωπος είναι και ο ίδιος υπολογιστής, ότι δηλαδή σκέψη και υπολογισμός είναι το ίδιο πράγμα (Haugeland, 1989). Ο ίδιος ο Haugeland ισχυρίζεται ότι ουσιαστικός πρόδρομος της ιδέας της Τεχνητής Νοημοσύνης είναι ο Thomas Hobbes ο οποίος διατείνεται ότι στην ουσία οι επιστήμονες της λογικής δεν διαφέρουν από τους μαθηματικούς και τους γεωμέτρες, αφού αντιμετωπίζουν τους ειρμούς των λέξεων όπως ακριβώς και οι μαθηματικοί τους αριθμούς και οι γεωμέτρες τα σχήματα (Hobbes, 1660).

Απόπειρες υπέρβασης της Τεχνητής Νοημοσύνης

Η Τεχνητή Νοημοσύνη στις ημέρες μας δείχνει να μην είναι αρκετή ώστε να ανταπεξέλθει στις υψηλές προσδοκίες που προβάλλουν πλέον σχεδόν όλες οι επιστήμες πάνω στις «ευφυείς μηχανές». Για να καταδειχθεί παραστατικά του λόγου το αληθές θα χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα που τείνει να γίνει πλέον κλασικό, εκείνο που αφορά το πλέον δημοφιλές ανά τους αιώνες επιτραπέζιο παιχνίδι, το σκάκι. Όλες οι πιθανότητες συνδυασμών σε ένα τυπικό παιχνίδι σκάκι περίπου σαράντα κινήσεων φτάνουν το ποσό των 10120, αριθμός τερατώδης. Δεν έχουν υπάρξει 10120 διαφορετικές κβαντικές καταστάσεις των υποατομικών σωματιδίων στην ιστορία του γνωστού σύμπαντος. Επομένως είναι πολύ δύσκολο (έως ανέφικτο) να υπάρξει κάποτε μία μηχανή, η οποία με τη χρήση της συμβατικής λογικής, να μπορέσει να υπολογίσει με ακρίβεια όλες τις πιθανές κινήσεις ώστε να χαρακτηριστεί ανίκητη σε μια παρτίδα σκάκι (Haugeland, 1989). Αυτό το φαινόμενο συμβαίνει και σε άλλους τομείς, όπου κάθε δυνατότητα επιλογής οδηγεί με τη σειρά της σε ένα υποσύνολο επιλογών, και ονομάζεται «συνδυαστική έκρηξη» (Haugeland, 1989). Αυτοί οι τομείς τυγχάνει όμως να είναι και οι πιο ενδιαφέροντες των επιστημών. Η δυσκολία αυτή της τυπικής λογικής κάνει την Τεχνητή Νοημοσύνη να χρειάζεται να υπερβεί τον εαυτό της, την τυπική μαθηματική λογική.

Η υπέρβαση αυτή συνίσταται στους εναλλακτικούς τρόπους διαχείρισης προβλημάτων εκ μέρους των
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...