27 Ιουνίου 2019

Ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος - Η νέα θεολογία καί ἡ νέα ἐκκλησιολογία της


Ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος -  Η νέα θεολογία καί ἡ νέα ἐκκλησιολογία της -  Χριστιανικες ομολογίες και Μάθημα των Θρησκευτικών
Ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος
του Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου


Στίς ἡμέρες μας γίνεται πολύς λόγος γιά τήν ἐκκλησιολογία, δηλαδή γιά τό τί εἶναι Ἐκκλησία, ποιά εἶναι τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, σέ ἀναφορά μέ τήν σχέση μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν ἑτεροδόξων, καθώς ἐπίσης γίνεται πολύς λόγος γιά τήν λεγομένη Βαπτισματική θεολογία, πού ἐρευνᾶ τό Βάπτισμα τῶν ὀρθοδόξων καί τῶν ἑτεροδόξων γιά νά βρεθοῦν τά κοινά σημεῖα μεταξύ τους. 

Τά θέματα αὐτά συσχετίζονται μεταξύ τους, γιατί οἱ οἰκουμενιστές προσπαθοῦν νά προσδιορίσουν τήν ἑνότητα μεταξύ τοῦ Χριστιανισμοῦ μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς Βαπτισματικῆς θεολογίας, πού σημαίνει ὅτι θέτουν ὡς βάση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας τό Βάπτισμα καί οὐσιαστικά αὐτό εἶναι «ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητας», γιατί προσπαθοῦν νά δοῦν τά κοινά σημεῖα τῆς ἑνότητας μεταξύ τῶν Ὁμολογιῶν. Μέ αὐτόν τόν τρόπο δέν θέτουν ὡς βάση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας τήν πίστη συνδυασμένη μέ τά Μυστήρια, ἀλλά θέτουν ὡς βάση τό Βάπτισμα, τό ὁποῖο ἀποδεσμεύουν ἀπό τήν ἀποκεκαλυμμένη πίστη καί ἀπό τά ἄλλα Μυστήρια, ἰδιαίτερα τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Γιά τά δύο αὐτά θέματα, ἤτοι τήν ἐκκλησιολογία καί τήν Βαπτισματική θεολογία, ἔγινε συζήτηση στήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο (1962-1965) καί ἐλήφθησαν ἀποφάσεις πού ἀποτελοῦν τήν νέα ἐκκλησιολογική θέση τῶν «Ρωμαιοκαθολικῶν» μέ τήν ἔκδοση δύο διαταγμάτων, τό ἕνα περί Ἐκκλησίας καί τό ἄλλο περί Οἰκουμενισμοῦ. Μέ αὐτά τά διατάγματα-ἀποφάσεις ὑποστηρίζεται ὅτι ὑπάρχουν Μυστήρια καί ἐκτός τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας τους.

Τό περίεργο, ὅμως, εἶναι ὅτι ὑπάρχουν ὀρθόδοξοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι ἐμπνέονται ἀπό τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου καί θεωροῦν ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή ἐπέστρεψε στίς πηγές τῆς πίστεως, ἀλλά καί ὑποστηρίζουν ὅτι, καί ἀπό πλευρᾶς ὀρθοδόξου θεολογίας, ὑφίστανται Μυστήρια καί ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὅμως, καί τά δύο αὐτά ζητήματα εἶναι ἐκτροπή ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τήν θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ὅλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως, ὅπως ἐκφράσθηκε διά μέσου τῶν αἰώνων.

Πρόσφατα ἐκδόθηκε μιά σημαντική διατριβή μέ τίτλο «Ἡ ἐκκλησιολογική ἀναθεώρηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, μία ὀρθόδοξη διερεύνηση τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Ἐκκλησίας κατά τό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ». Ἡ διατριβή αὐτή ἐκπονήθηκε ἀπό τόν Πρωτοπρεσβύτερο π. Πέτρο Χίρς, κατατέθηκε στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης καί ὑποστηρίχθηκε ἀπό τόν καθηγητή Δημήτριο Τσελεγγίδη. Πρόκειται γιά μιά ἄκρως ἐπιστημονική διατριβή, ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξη καί ὁμολογιακή, γραμμένη μέ γνώση τῶν πηγῶν καί τῶν βοηθημάτων, μέ ἐπιστημονική μέθοδο ἐρεύνης τοῦ θεματος. Ἡ διατριβή ἐκδόθηκε ἀπό τίς ἐκδόσεις Uncut Mountain Press.

Στήν συνέχεια θά ὑπογραμμισθοῦν μερικά ἀπαραίτητα σημεῖα προκειμένου νά ἀναγνωσθῆ αὐτή ἡ διατριβή ἀπό τούς ὀρθοδόξους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἐν πολλοῖς δέν ἀσχολοῦνται μέ τέτοια σοβαρά θεολογικά καί ἐκκλησιολογικά ζητήματα, πού σημαίνει ὅτι δέν ἐνεργοποιοῦν τήν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία τους. Αὐτό συνιστᾶ πνευματική ὕπνωση, μέ ἄμεσες συνέπειες στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τελικά στήν σωτηρία τῶν μελῶν της.


1. Τό περιεχόμενο τῆς διατριβῆς


Ἡ ἐπιστημονική αὐτή μελέτη ἀρχίζει μέ τόν πρόλογο, στόν ὁποῖο ἐντοπίζεται ἡ προσοχή τῶν θεολόγων –οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνται μέ τήν οἰκουμενική κίνηση– στό Βάπτισμα, τό ὁποῖο τέθηκε ὡς βάση γιά τήν χριστιανική ἑνότητα. Ἐπισημαίνεται δέ ὅτι μέ τήν Β’ Βατικανή Σύνοδο ἀναγνωρίσθηκαν ἡ ἐγκυρότητα καί ἡ ἀποτελεσματικότητα «τοῦ μή Ρωμαιοκαθολικοῦ Βαπτίσματος» καί ἡ ἤδη ὑπάρχουσα ἐκκλησιαστική ἑνότητα ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ἄν καί εἶναι ἀτελής, ἐπειδή δέν ἀναγνωρίζουν ὡς ὑπερτάτη ἀρχή τόν Πάπα.

Ἡ μελέτη αὐτή ἐντοπίζει τίς ἱστορικές καί θεολογικές ἀντιφάσεις πού ὑπάρχουν στό διάταγμα τῆς
Συνόδου περί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μέ βάση καί τήν πατερική καί θεολογική θεώρηση τοῦ θέματος, καί δερευνᾶται ἄν ἡ Β’ Βατικανή Σύνοδος ἀντιπροσωπεύη μιά ἐπιστροφή στίς πηγές. Τελικά, ὁ συγγραφεύς ὑποστηρίζει ὅτι ὄχι μόνον δέν ἐπέστρεψε ἡ Σύνοδος αὐτή στίς πηγές ἀλλά καί παρήγαγε μιά νέα θεολογία καί ἐκκλησιολογία.

Στήν εἰσαγωγή ἀναλύεται τό ἱστορικό καί θεολογικό πλαίσιο τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου. Ἡ Σύνοδος αὐτή χαρακτηρίσθηκε ὡς ἡ 21η Οἰκουμενική Σύνοδος γιά τούς Ρωμαιοκαθολικούς, ἡ ὁποία ἐξαγγέλθηκε ἀπό τόν Πάπα Ἰωάννη XXIII τήν 25η Ἰανουαρίου 1959. Ἡ πρώτη συνεδρίασή της ἔγινε τήν 11η Ὀκτωβρίου 1962 καί ἡ τελευταία τήν 8η Δεκεμβρίου 1965 καί μεταξύ αὐτῶν τῶν ἡμερομηνιῶν πραγματοποίησε 178 συνεδριάσεις.

Καρπός τῆς Συνόδου αὐτῆς ἦταν τέσσερα δογματικά συντάγματα, ἐννέα διατάγματα καί τρεῖς διακηρύξεις. Στήν διατριβή ἀναλύεται καί κρίνεται τό πέμπτο κατά σειρά ἀπό τά δεκαέξι Συνοδικά θεσπίσματα, πού εἶναι τό διάταγμα περί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τό ὁποῖο ἐπικυρώθηκε τήν 21η Νοεμβρίου 1964 καί ἐξαγγέλθηκε τήν ἴδια ἡμέρα ἀπό τόν Πάπα Παῦλο τόν VI. Ἐπίσης, αὐτό τό διάταγμα ἐξετάζεται παράλληλα μέ τό διάταγμα περί Ἐκκλησίας.

Γίνεται μιά ἱστορική διαδρομή τοῦ θέματος καί παρουσιάζονται οἱ δύο βασικές ἀντιλήψεις πού κυριαρχοῦσαν ἕως τότε μεταξύ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν. Ἡ πρώτη ἦταν ἡ ἀσυμβίβαστη πολεμική στάση ἔναντι τῆς Οἰκουμενικῆς κίνησης καί ἡ δεύτερη ἦταν ἡ ἀναζήτηση μιᾶς νέας προσέγγισης τοῦ θέματος αὐτοῦ, μέ μιά «νέα ἐκκλησιολογία», μέ «ἐπιστροφή στίς πηγές» «μέ σαφῆ οἰκουμενική προοπτική».

Τό κύριο μέρος τῆς διατριβῆς χωρίζεται σέ δύο μεγάλα μέρη.

Τό πρῶτο ἔχει τίτλο «Σημεῖα-κλειδιά στήν ἱστορική ἀνάπτυξη τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς διδασκαλίας περί Βαπτίσματος καί Ἐκκλησίας» μέ ἐπί μέρους κεφάλαια, ὅπως τό Βάπτισμα ὡς ἡ βάση νέας Οἰκουμενικῆς ἀδελφότητας· ἡ πρό τῆς Συνόδου διδασκαλία: μία ἔκφραση «μυστηριακοῦ μινιμαλισμοῦ»· μυστηριακός μινιμαλισμός καί πληρότητα· συνέχεια καί ἀσυνέχεια: οἱ βαθύτερες ρίζες τῆς μυστηριακῆς θεολογίας στόν ἱερό Αὐγουστῖνο· ἡ ἀκινάτεια ρήξη μέ τόν Αὐγουστῖνο περί τοῦ βαπτίσματος ἐκτός Ἐκκλησίας· τί σημαίνει «μέλος τῆς Ἐκκλησίας»· Congar, ἱερός Αὐγουστῖνος καί ἡ διαμόρφωση τῆς νέας Ἐκκλησιολογίας· παράκαμψη τῆς Mystici Corporis: τό ἄνοιγμα τοῦ καρδιναλίου Bea τίς παραμονές τῆς Συνόδου.

Τό δεύτερο μέρος φέρει τόν τίτλο «Τό Βάπτισμα καί ἡ Ἐκκλησία κατά τό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ, Unitatis Redintegratio» (UR), στό ὁποῖο ἀναλύεται ἡ συγκεκριμένη ἀπόφαση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου περί Οἰκουμενισμοῦ καί Ἐκκλησίας. Στό μέρος αὐτό παρατίθενται ἕξι κεφάλαια, μέσα στά ὁποῖα διαρθρώνονται διάφορα ἐπί μέρους θέματα. Τά κεφάλαια μετά τήν Εἰσαγωγή εἶναι: τό Βάπτισμα καί ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στό UR· ἡ διάκριση τοῦ Πνεύματος στό UR· Communio: ἡ νέα οἰκουμενική ἀντίληψη καί κατευθυντήρια ἔννοια· Πληρότητα, ἑνότητα καί ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας· Βάπτισμα καί ἑνότητα τῆς πίστεως· Ressourcement (ἐπιστροφή στίς πηγές) ἤ Ἀναθεώρηση;

Στό τέλος τῆς διατριβῆς παρατίθενται περίληψη, ἐπίλογος, παράρτημα, ὅπου ὑπάρχει τό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ, Unitatis Redintegratio καί βιβλιογραφία.

Ἡ διατριβή αὐτή, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν παράθεση μόνον τῶν τίτλων τῶν κεφαλαίων καί τῶν ὑποδιαιρέσεών τους, ἀλλά, κυρίως, ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ περιεχομένου, εἶναι σημαντική, προσφέρει μιά νέα γνώση στό εὐρύτερο ἀναγνωστικό κοινό, ἀκόμη καί σέ Κληρικούς καί θεολόγους, πού πολλοί ἀπό αὐτούς κυριαρχοῦνται ἀπό τήν ποιμαντική δράση τῆς Ἐκκλησίας καί δέν παρακολουθοῦν τά τεκταινόμενα στόν ἑτερόδοξο καί διαχριστιανικό κόσμο. Γι’ αὐτό καί πρέπει νά διαβασθῆ ἀπό ὅλους ὅσοι ἔχουν εὐθύνη γιά τά ὀρθόδοξα ἐκκλησιαστικά πράγματα, ἀλλά καί ὅλους τούς ὀρθοδόξους Χριστιανούς πού ἀγωνιοῦν γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ὁμολογία, ἐπιθυμοῦν νά ἐνεργοποιῆται ἡ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία τους καί θέλουν νά παραμείνουν σταθεροί στήν ὀρθόδοξη πατερική παράδοση.


2. Βασικές θέσεις τῆς διατριβῆς


Δέν εἶναι εὔκολο σέ μιά γενική παρουσίαση αὐτῆς τῆς σημαντικῆς διατριβῆς νά παρουσιασθοῦν τά κεντρικά σημεῖα της πού μᾶς ἐνδιαφέρουν ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί θεολογίας. Ἁπλῶς θά τονισθοῦν τά πλέον ἀπαραίτητα σημεῖα τά ὁποῖα θά ἐρεθίσουν τόν ἀναγνώστη στήν πληρέστερη ἀνάγνωσή της.

α) Εἶναι βασική διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἑνωμένης Ἐκκλησίας, πράγμα πού ἀποδέχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅτι δέν ὑπάρχουν Μυστήρια ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως, μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος γεύεται τοῦ μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῷ οἰκονομίας, καί ὅποιος ἀπομακρύνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, εἴτε μέ τήν αἵρεση εἴτε μέ τό σχίσμα, δέν δέχεται τήν δωρεά τῆς θείας οἰκονομίας. Γενικά, συμπίπτουν τά κανονικά μέ τά χαρισματικά ὅρια στήν Ἐκκλησία .

Γιά τό θέμα αὐτό στήν συγκεκριμένη διατριβή μνημονεύεται ἡ σχετική ὁμόφωνη διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ Καρχηδόνος, τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Κλήμεντος Ἀλεξανδρείας, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ἱεροῦ Νικολάου Καβάσιλα κλπ., ὅπως καί οἱ ἑρμηνευτικές ἀναλύσεις διαφόρων συγχρόνων θεολόγων.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέχονταν μιά οἰκονομία καί ἀσκοῦσαν μιά ἐπιείκεια γιά τούς σχισματικούς καί αἱρετικούς πού μετανοοῦσαν, ἀλλ᾿ οὐδέποτε χώρισαν τήν μυστηριακή θεολογία ἀπό τήν ἐκκλησιολογία . Δέν ἀναγνώριζαν τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος πού γινόταν ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ρύθμιζαν μέ οἰκονομία τόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν στήν Ἐκκλησία.

Στά κείμενα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου διασώζεται ἡ πρακτική τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας νά δέχωνται ὁρισμένες ὁμάδες αἱρετικῶν στήν Ἐκκλησία μέ τόν σκοπό τήν συνένωσή τους, τήν ἑνότητα καί τήν κοινωνία τους μέ τήν Ἐκκλησία, καί ὄχι μέ τήν προοπτική τῆς ἀναγνωρίσεως κάποιων «ἀντικειμενικῶν» Μυστηρίων στούς αἱρετικούς .

β) Ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, ἀντιμετωπίζοντας τούς Δονατιστές, ἀποστασιοποιήθηκε ἀπό τήν κοινή ἕως τότε παράδοση τῶν Πατέρων καί ὑποστήριξε τήν ἄποψη ὅτι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, δηλαδή στούς αἱρετικούς καί τούς σχισματικούς, ὑπάρχουν ἔγκυρα Μυστήρια, ἀλλά αὐτά στεροῦνται τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατά τόν Αὐγουστῖνο, ἀπό τήν στιγμή πού χρησιμοποιεῖται νερό καί προφέρονται τά «λόγια τοῦ Εὐαγγελίου», ἡ δύναμη τοῦ μυστηρίου παραμένει σέ λανθάνουσα μορφή στό σημεῖο (sacrament) καί ἑπομένως εἶναι ἔγκυρο, ἀλλά ἀναποτελεσματικό. Ἔτσι, ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ἔκανε τήν διάκριση μεταξύ τῆς «ἐγκυρότητας» καί τῆς «ἀποτελεσματικότητας» τοῦ Βαπτίσματος ἤ τήν διαφορά μεταξύ τοῦ sacramentum (τοῦ ἰδίου τοῦ μυστηρίου) καί τοῦ res sacramentri (τῆς ἀποτελεσματικότητάς του ἤ τῆς χρησιμότητάς του).

γ) Ὁ σχολαστικός θεολόγος Θωμᾶς Ἀκινάτης τόν 13ο αἰώνα διαμόρφωσε διαφορετικά τίς ἀπόψεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου γιά τόν λεγόμενο «Βαπτισματικό χαρακτήρα» τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας σχισματικῶν καί αἱρετικῶν. Γιά τόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη, τό Βάπτισμα τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας σχισματικῶν καί αἱρετικῶν ὄχι μόνον εἶναι ἔγκυρο, ἀλλά καί «ὁ Βαπτισματικός χαρακτήρας παράγει πνευματικά ἀποτελέσματα καί "σφραγίζεται" πάνω στήν ψυχή ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἔγκυρα βαπτισμένοι». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἀρχίζει νά δημιουργῆται ἡ θεωρία ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι παρόν καί ἐπενεργεῖ καί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, στά Μυστήρια τῶν σχισματικῶν καί αἱρετικῶν.

Ἡ θεωρία αὐτή τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη ἐπέδρασε στίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας τόν 15ο αἰώνα, ἡ ὁποία διδάσκει ὅτι μέ τό Βάπτισμα «ὅλοι γινόμαστε μέλη τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας» καί τό ἀληθινό Βάπτισμα μεταδίδεται ὄχι μόνον ἀπό ἱερέα, ἀλλά καί ἀπό λαϊκό μέλος –ἄνδρα καί γυναίκα– ἀκόμη καί ἀπό εἰδωλολάτρη καί αἱρετικό, ἀρκεῖ νά τηρῆται ὁ τύπος τοῦ Βαπτίσματος καί αὐτός πού κάνει αὐτήν τήν πράξη «νά ἔχει τήν πρόθεση νά κάνει ὅ,τι κάνει ἡ Ἐκκλησία».

δ) Ἡ μεταγενέστερη θεολογία τῶν Παπικῶν πάνω στό θέμα αὐτό διατυπώθηκε στήν διδασκαλία τοῦ Πάπα Πίου XII καί συγκεκριμένα στήν ἐγκύκλιο τοῦ Mystici Corporis Christi τό 1943, τῆς ὁποίας τό περιεχόμενο ἦταν ὅτι, καίτοι ἀναγνωρίζεται ἡ ὕπαρξη Χριστιανῶν ἔξω ἀπό τήν «Καθολική Ἐκκλησία», ἐν τούτοις δέν χαρακτηρίζονται «πραγματικά καί ἀληθινά» μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί βεβαίως «οὔτε μποροῦν νά ζοῦν τήν ζωή τοῦ δικοῦ της Ἁγίου Πνεύματος». Αὐτές οἱ ἀπόψεις «συνάδουν μέ τήν Αὐγουστίνεια ἐκκλησιολογία, ὅπως ἐκφράσθηκε στόν ὕστερο Μεσαίωνα».

Ἡ διδασκαλία αὐτή ἀναδιατυπώθηκε τό ἔτος 1949 μέσα στήν προοπτική ὅτι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία (ἐννοεῖ τόν Παπισμό) δέν ὑπάρχει σωτηρία, τό γνωστό ἀξίωμα extra ecclesiam nullus salus, ἀλλά δίνεται ἡ δυνατότητα στόν μή Ρωμαιοκαθολικό νά ἑνωθῆ μέ τήν Ἐκκλησία χωρίς νά εἶναι μέλος της.

ε) Διάφοροι, ὅμως, θεολόγοι ἄρχισαν νά ἀποστασιοποιοῦνται ἀπό αὐτήν τήν ἄποψη καί ἀνέπτυξαν τήν ἀρχή ὅτι τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ὑπάρχει καί στούς ἑτεροδόξους καί παράγει ἐκκλησιαστικά ἀποτελέσματα. Ἔτσι, προετοίμασαν τό ἔδαφος ὥστε ἀπό τήν «ἀποκλειστικότητα» τῆς παπικῆς ἐγκυκλίου Mystici Corporis Christi νά φθάσουν στήν «περιεκτικότητα» τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ἡ ὁποία παρουσίασε μιά «ἑνωμένη ἐκκλησιολογία καί Βαπτισματική θεολογία, πού θά συμπεριλάμβανε τούς χωρισμένους ἀδελφούς», ὁπότε τό Βάπτισμα νά καθορίζη τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἔννοια ὅτι ὅπου «ὑπάρχει ἔγκυρο Βάπτισμα, ἐκεῖ ὑπάρχει καί τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ». Αὐτό ἔγινε γιά νά ὑποστηριχθῆ ἡ συμμετοχή τοῦ «Ρωμαιοκαθολικισμοῦ» στήν Οἰκουμενική κίνηση καί νά γίνη τό ἄνοιγμα πρός τούς ἑτεροδόξους, ὅτι δηλαδή οἱ μή Ρωμαιοκαθολικοί Χριστιανοί δυνάμει τοῦ Βαπτίσματός τους συμμετέχουν σέ διαφορετικά ἐπίπεδα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

στ) Μέσα στήν προοπτική αὐτή συνεκλήθη ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος, στήν ὁποία κύριοι πρωταγωνιστές ἦταν ὁ θεολόγος Yves Congar καί ὁ καρδινάλιος Augustin Bea, οἱ ὁποῖοι ἦταν καί οἱ κύριοι διαμορφωτές τῶν ἀποφάσεων στήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο καί τῆς συγκρότησης τῆς νέας θεολογίας καί τῆς νέας ἐκκλησιολογίας.

Ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος παρουσιάζεται ὡς μιά Σύνοδος μεταρρυθμιστική, πού ἐπέστρεψε στίς πηγές τῆς πίστεως καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὅμως, ὅταν κανείς μελετήση τίς ἀποφάσεις της ἀπό πλευρᾶς ὀρθοδόξου, θά διαπιστώση ὅτι εἶναι μιά ἀναθεωρητική Σύνοδος πού δημιούργησε μιά νέα θεολογία καί νέα ἐκκλησιολογία, ἄγνωστη στήν κοινή πατερική παράδοση, ἀλλά καί τήν παράδοση καί αὐτῶν τῶν ἰδίων τῶν Λατίνων.

Ἡ Σύνοδος αὐτή ὑποστήριξε τήν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δέν εἶναι ἡ ὁλότητα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἕνα μέρος του καί ὅτι ὑπάρχουν, ἔστω καί μέ ἀτελῆ μορφή, Ἐκκλησίες καί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας τους. Γίνεται φανερόν ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή ἀποδεσμεύθηκε ἀπό τήν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ταυτίζεται μέ τήν «Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία», ὅπως διατυπωνόταν στίς Παπικές ἐγκυκλίους, καί ἀντικαταστάθηκε μέ τήν δήλωση ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ subsistit in -ἐνυπάρχει στήν Καθολική Ἐκκλησία». Ἀπό τήν φράση ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἔφθασαν στό ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐνυπάρχει στήν Καθολική Ἐκκλησία. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅλοι ὅσοι βαπτίσθηκαν «ἐντός ἤ ἐκτός τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας», «ἔχουν ἐνσωματωθεῖ στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του» καί ἔτσι «θεωροῦνται ὅτι ἔχουν βαπτισθεῖ στό ἕνα καί μοναδικό σῶμα καί ἔτσι ἔχει ἀναπτυχθεῖ μεταξύ τους ἕνας μυστηριακός δεσμός, μία ἑνότητα ἐν Χριστῷ», καίτοι ὑπάρχουν ἀτέλειες, διότι οἱ ἐκτός τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας δέν ἀναγνωρίζουν ἀκόμη τόν Πάπα. Ὅταν, ὅμως, θά ἀναγνωρίσουν τήν παγκόσμια ἀρχή καί ἐξουσία τοῦ Πάπα, τότε θά ἀποκτήσουν καί αὐτοί τήν τέλεια κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία, θά παύσουν, δηλαδή, νά εἶναι ἀτελεῖς.


3. Ἡ νέα θεολογία καί ἡ νέα ἐκκλησιολογία 


Ἀπό τά προηγούμενα φαίνεται ὅτι ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος δημιούργησε μιά νέα ἐκκλησιολογική θεωρία, μέ ἐπιρροή τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως, καί ἡ ὁποία ἔχει τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Τό πρῶτο γνώρισμα εἶναι ἡ διακήρυξη τῆς «οἰκουμενικῆς ἀδελφότητας Χριστιανῶν» καί μάλιστα «ἡ ἀδελφοσύνη ἔχει μυστηριακό χαρακτήρα», γίνεται δέ λόγος γιά «Ἐκκλησίες καί Ἐκκλησιαστικές κοινότητες» πού εἶναι φορεῖς Χάριτος καί ἔχουν «μέσα σωτηρίας». Τό δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα εἶναι ὅτι ἐγκατέλειψε τήν ἕως τότε «ἀποκλειστική ταύτιση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ρωμαιο-καθολικῆς Ἐκκλησίας» καί ὑποστήριξε ὅτι ἡ μία καί Μόνη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι παροῦσα ἔστω καί ἀτελῶς καί στίς ἐκτός τῆς «Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας» ἐκκλησιαστικές κοινότητες. Τρίτο βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα εἶναι ὅτι μεταξύ τῶν βαπτιζομένων ὑπάρχει μιά θεμελιώδης ἑνότητα, ἡ κοινωνία communio, «ἡ communio ἐκκλησιολογία, ἡ εὐχαριστιακή κοινωνία», «εἰς τύπον τῆς εἰκόνας τῆς Τριάδος, εἰς τύπον τῆς τριαδικῆς communio».

Ἔτσι, διαμορφώθηκαν τέσσερα ἐπίπεδα μιᾶς πυραμίδας, ἤτοι ἡ ἀναγνώριση τοῦ Βαπτίσματος τῶν σχισματικῶν καί αἱρετικῶν, ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μεταξύ τῶν σχισματικῶν καί αἱρετικῶν, ἡ ἀναγνώριση τῆς Una Sancta, τῆς Μίας Ἐκκλησίας πού συγκροτεῖται «ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί ἀπό τίς κοινότητες τῶν σχισματικῶν καί αἱρετικῶν». Ὁ σκοπός τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου αὐτῆς ἦταν ἐκσυγχρονιστικός καί ποιμαντικός, ἀλλά καί νά ὁδηγηθοῦν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί στήν οἰκουμενική κίνηση.

Στήν συνέχεια θά ἐντοπισθοῦν μερικά ἀπό τά σημεῖα τῆς νέας αὐτῆς θεολογίας καί τῆς νέας ἐκκλησιολογίας πού καθόρισε ἡ Β’ Βατικανή Σύνοδος.

Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι ὅτι γίνεται μιά διάκριση μεταξύ ὁρατῆς καί ἀοράτου Ἐκκλησίας ἐπί τῆς γῆς, πού εἶναι ἀντίθετο μέ τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων, γιά παράδειγμα τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου, ὁ ὁποῖος διδάσκει ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργεῖ μυστηριακῶς μέσα στήν Ἐκκλησία. Στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας συναντᾶμε τήν διδασκαλία ὅτι μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία μέ τίς δύο μορφές της, τήν ὁρατή ἐπί τῆς γῆς καί τήν ἀόρατη ἐν οὐρανοῖς. Ὅμως, ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος ἐπηρεασμένη ἀπό τόν Αὐγουστῖνο, τούς Προτεστάντες, ἀλλά καί ἀπό ἀπόψεις μερικῶν Ρώσων θεολόγων, ὅπως γιά παράδειγμα τοῦ Εὐδοκίμωφ, πού ὑποστήριζε ὅτι «γνωρίζομε ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, δέν ἔχομε ὅμως τήν ἐξουσία νά ἐκφέρωμε κρίση καί νά εἰποῦμε ποῦ δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία», τοῦ Νικολάου Μπερντιάεφ κλπ., διαμόρφωσε τήν ἄποψη γιά τήν μυστηριακή ἐνέργεια ἐκτός «τῶν ὁρατῶν ὁρίων» τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῆς γῆς, ὑπονοώντας ὅτι ὑπάρχουν «ἀόρατα ὅρια» τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῆς γῆς ἤ ὅτι ὑπάρχει «ἕνα μέρος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῆς γῆς πού εἶναι ἀόρατο».

Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι θέτει τό Βάπτισμα «ὡς βάση τῆς νέας Οἰκουμενικῆς ἀδελφότητας», θεωρεῖ ὅτι ἡ ἑνότητα «ἑδράζεται στήν ἀναγνώριση τῆς μοναδικότητας τοῦ Βαπτίσματος», ὁπότε τό Βάπτισμα «τελούμενο ἀπό τούς ἐπισήμως χωρισμένους ἀπό τήν Ἐκκλησία θεωρεῖται "ὅτι παράγει ὅλους τούς καρπούς καί ἀποτελεῖ πηγή Χάριτος"». Ἔτσι, παρήχθηκε ἡ λεγομένη Βαπτισματική θεολογία, ἡ ὁποία θεωρεῖ τό Βάπτισμα ὡς στοιχεῖο ἑνότητος μεταξύ τῶν Χριστιανῶν, ἄν καί διαφέρουν ὡς πρός τήν πίστη. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἄλλαξαν τά πατερικά κριτήρια γιά τήν ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε, κατά τήν Βαπτισματική θεολογία, «τό αἱρετικό βάπτισμα εἶναι τό ἕνα Βάπτισμα», δηλαδή ἡ μυστηριακή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας «δέν ἐντοπίζεται πλέον σέ μιά ταυτότητα βασισμένη στήν ἑνότητα τῆς πίστεως, ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἱερωσύνης καί μυστηρίων». Ὁπότε, μπορεῖ κάποιος, λόγῳ τοῦ βαπτίσματος πού γίνεται ἀπό αἱρετικούς, σχισματικούς, ἀκόμη καί μή βαπτισμένους, νά εἶναι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν πίστη, τήν ἀποστολική διαδοχή καί τά Μυστήρια, πράγμα πού ἀντιβαίνει στήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ ὁποία συνδέει στενά τήν Ὀρθοδοξία μέ τήν Ἐκκλησία καί τήν θεία Εὐχαριστία. Ἑπομένως, διακρίνεται «ὁ Χριστός τῶν Μυστηρίων» (τοῦ Βαπτίσματος) ἀπό «τόν Χριστό τῆς δογματικῆς ἀληθείας».

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑφίσταται σοβαρό θεολογικό ζήτημα, ἀφοῦ, ὅπου δέν ὑπάρχει πίστη-δόγμα, δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά Μυστήρια. Τό δόγμα δέν χωρίζεται ἀπό τήν «πνευματικότητα». Ἡ ἐκκλησιαστική αὐθεντικότητα ἔχει σχέση μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα καί τά Μυστήρια πού βρίσκονται ἐντός τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει σαφέστατη ἑνότητα μεταξύ τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς ἑνότητας τῆς πίστεως, καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη διάσπαση μεταξύ «τοῦ Χριστοῦ τῶν Μυστηρίων καί τοῦ Χριστοῦ τῆς δογματικῆς Ἀλήθειας». Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, κατά τούς Πατέρες, συνίσταται ἀπό τά «κοινά Μυστήρια», «τήν κοινή πίστη» καί τόν Ἐπίσκοπο.

Τό τρίτο σημεῖο, συνέχεια τοῦ προηγουμένου, εἶναι ὅτι γίνεται διάσπαση μεταξύ τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ ἡ βασική διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος καί τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὁπότε τό Βάπτισμα ὁλοκληρώνεται μέ τό (καί στό) Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἐν τούτοις ἡ Σύνοδος αὐτή ἔκανε τήν διάσπαση μεταξύ τῶν Μυστηρίων. Ἤδη αὐτό προϋπῆρχε στούς Ρωμαιοκαθολικούς, γιατί στήν ἐκκλησιαστική τους πρακτική ἀποσυνδέουν τό Βάπτισμα ἀπό τό Χρίσμα καί τήν θεία Κοινωνία, ἀφοῦ βαπτίζονται στήν μικρή ἡλικία, ἀλλά ἀργότερα κατά τήν ἐφηβεία τους χρίονται καί κοινωνοῦν γιά πρώτη φορά στήν θεία Εὐχαριστία. Ὅμως, ἡ Β’ Βατικανή Σύνοδος προχώρησε στό νά ἀναγνωρίση τό Βάπτισμα στούς περισσότερους Προτεστάντες, ὄχι ὅμως καί τήν θεία Εὐχαριστία, ἐνῶ στούς ὀρθοδόξους ἀναγνωρίζει τήν ἐγκυρότητα τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀλλά θεωρεῖ ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι στεροῦνται ὄχι τό πλήρωμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τό πλήρωμα τῆς κοινωνίας μέ τόν ἐκπρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τόν Πάπα.

Ἡ διαφορά μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς «Ρωμαιοκαθολικῆς» εἶναι σαφεστάτη. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν διασπᾶ τήν ἑνότητα μεταξύ τῶν Μυστηρίων, ἀφοῦ τό Βάπτισμα ὁδηγεῖται πρός τήν θεία Κοινωνία, ὁπότε ἡ μυστηριακή βάση τῆς κοινωνίας συνίσταται σέ ὅλα τά Μυστήρια «ἑνωμένα σέ μιά κοινή ζωή καί σέ ἕνα κοινό Ποτήριο». Ἀντίθετα, στήν «Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία», σύμφωνα μέ τήν ἐκκλησιολογία τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου, ἡ μυστηριακή βάση τῆς κοινωνίας εἶναι τό ἕνα Βάπτισμα, καί μέ τήν μετοχή στήν θεία Εὐχαριστία, ἡ ὁποία ὅμως ἐπιφυλάσσεται σέ αὐτούς πού εἶναι σέ πλήρη κοινωνία μαζί της.

Τό τέταρτο σημεῖο εἶναι ὅτι γίνεται διάσπαση μεταξύ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή μπορεῖ κανείς νά ἐνσωματωθῆ στόν Χριστό μέ τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, χωρίς, ὅμως, νά εἶναι μέλος τῆς «Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Ἔτσι, τό ἴδιο τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, κατά τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο, μπορεῖ νά παράγη διαφορετικά ἀποτελέσματα ἐκτός καί ἐντός τῆς «Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας». Κατά τήν Σύνοδο αὐτή οἱ αἱρετικοί καί οἱ σχισματικοί (Προτεστάντες καί Ὀρθόδοξοι) μποροῦν νά ἑνωθοῦν μέ τόν Χριστό, χωρίς, ὅμως, νά εἶναι μέλη τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας». Ἔτσι, εἰσάγεται ἡ ἀντιπατερική καί ἀντιεκκλησιαστική ἀρχή τῆς «μερικῆς ἤ ἀτελοῦς κοινωνίας». Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπάρχουν δύο μέτρα, «ἕνα μέτρο γιά τήν Ἐκκλησία πού ἵδρυσε ὁ Χριστός καί ἕνα ἄλλο γιά μία Ἐκκλησία πού ἀναδύθηκε λόγῳ τῶν ἱστορικῶν συγκυριῶν»• ὑπάρχουν «δύο διαφορετικές τάξεις βαπτιζομένων, δύο εἴδη ἑνότητας, Βαπτισμάτων, κοινωνίας καί ἐκκλησίας», πράγμα πού εἶναι ἀσυμβίβαστο μέ τήν πατερική παράδοση.

Τό πέμπτο σημεῖο, συνέχεια τοῦ προηγούμενου, εἶναι ὅτι «ἡ πλήρης πραγματοποίηση τῆς Ἐκκλησίας ἀπαιτεῖ κοινωνία μέ τόν Πάπα». Γιά νά ὑπάρξη πληρότητα στήν θεία Εὐχαριστία, πέρα ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά ἀναγνωρισθῆ τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα καί νά ὑπάρξη κοινωνία μαζί του. Ἔξω ἀπό τόν Πάπα ὁ κάθε Ἐπίσκοπος δέν μπορεῖ νά ἀσκήση τήν ἐξουσία του καί «ἡ τοπική Ἐκκλησία "τραυματίζεται" καί δέν μπορεῖ νά «πραγματοποιηθεῖ "πλήρως", ὡς μιά συγκεκριμένη (τοπική) Ἐκκλησία». Ἠ ἀναγνώριση τοῦ Πάπα ἀποτελεῖ «οὐσιῶδες» στοιχεῖο πού ὑπερέχει πάνω ἀπό ὅλα, ἀκόμη «καί τοῦ "στοιχείου" τοῦ Κυρίου στήν θεία Εὐχαριστία», καί αὐτό τό «οὐσιῶδες» στοιχεῖο «εἶναι ὁ Ἀνώτατος Ποντίφηκας». Οἱ ἐκτός τῆς «Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας» ἐκκλησιαστικές κοινότητες μποροῦν «νά ἔχουν τόν Χριστό στήν Εὐχαριστία», ἀλλά «εἶναι "τραυματισμένες", διότι στεροῦνται τοῦ ἐκπροσώπου του στήν γῆ, δηλαδή τοῦ Ἀνώτατου Ποντίφικος».

Τό ἕκτο σημεῖο εἶναι ὅτι στήν ἀπόφαση τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου ἀπουσιάζει παντελῶς ἡ διάκριση τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. καί μάλιστα ὑποστηρίζεται ὅτι καί ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀκόμη καί σέ αἱρετικούς καί σχισματικούς ἐνεργεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά γίνεται διασάφηση τί Χάρη ἐνεργεῖ. Κατά τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλή, ἐν τούτοις ὑπάρχουν διάφοροι βαθμοί μεθέξεώς της, ἀνάλογα μέ τά ἀποτελέσματά της. Ἔτσι, ὅλη ἡ κτίση μετέχει στήν δημιουργική, συνεκτική καί προνοητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὅμως «τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργεῖ καθαίροντας, φωτίζοντας καί ἁγιάζοντας μόνον μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας». Ἄν ὑπῆρχε ταυτότητα ἐνεργειῶν, τότε δέν θά ὑπῆρχε διάκριση, ὁπότε ὅλα τά κτίσματα θά μετεῖχαν στήν θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πράγμα πού εἶναι ἀπαράδεκτο ἀπό πατερικῆς πλευρᾶς.

Τό ἕβδομο σημεῖο εἶναι ὅτι στό διάταγμα περί Ἐκκλησίας καί περί Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου ἀπουσιάζει παντελῶς ὁποιαδήποτε ἀναφορά στίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου πρίν καί μετά τό Βάπτισμα, δηλαδή τά διατάγματα αὐτά «στεροῦνται μιᾶς στοιχειώδους δαιμονολογίας». Ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο «ἵνα λύση τά ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α’ Ἰω. γ΄, 8), ὁπότε ἡ ἀπουσία ὁποιασδήποτε δαιμονολογίας ἔχει συνέπειες στήν Χριστολογία καί τήν Ἐκκλησιολογία. Εἶναι γνωστόν ὅτι στίς Κατηχήσεις πού προηγοῦνται τοῦ Βαπτίσματος γίνονται οἱ «ἐξορκισμοί» καί ἡ ἀποταγή τοῦ διαβόλου καί τῶν ἐνεργειῶν του.

Τό συμπέρασμα τῆς διατριβῆς αὐτῆς εἶναι ὅτι ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος «ἀντιπροσώπευε μιά ρήξη μέ τό ἄμεσο παρελθόν της καί τήν ἐκκλησιολογία τοῦ Πίου XII, ἀλλά δέν σήμαινε καί ἐπιστροφή στίς ἀρχέγονες ρίζες καί συγκεκριμένα στήν πατερική παράδοση περί Ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου. Καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τίθενται μέσα στήν προοπτική τοῦ οἰκουμενισμοῦ καί τήν προοπτική ὅτι ὑπάρχει μεταξύ ὅλων τῶν Χριστιανῶν ἑνότητα, ἔστω καί μέ μιά ἁπλή μορφή καί καλοῦνται νά ἀποκτήσουν τήν πλήρη ἑνότητά τους, ὅταν ἀποδεχθοῦν τήν ἐξουσία τοῦ Πάπα. Ὁπότε, κατά τήν Σύνοδο αὐτή ἡ ἐκκλησιαστική διαίρεση δέν εἶναι δογματική, δέν ἀφορᾶ τήν πίστη, δέν εἶναι ἐκκλησιαστική, ἀλλά ἁπλῶς κανονική, συνδέεται μέ τήν ἀναγνώριση τοῦ Πάπα ὡς ἀρχηγοῦ ὅλου τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἔτσι ἐξηγεῖται καί ὁ τρόπος πού πολλοί οἰκουμενιστές ὁμιλοῦν γιά τόν διάλογο μεταξύ τῶν «Ὀρθοδόξων καί τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν».

Ὁ συγγραφεύς τῆς διατριβῆς αὐτῆς καταλήγει στήν ἑξῆς ἐπισήμανση:
«Τό συμπέρασμά μας εἶναι πώς ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ UR (διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου) συνιστᾶ τήν πνευματική καί θεολογική πρόκληση τῶν ἡμερῶν μας, ἔναντι τῆς ὁποίας κάθε Ὀρθόδοξος Χριστιανός παραμένει ἀδιάφορος, μέ διακινδύνευση τοῦ ἑαυτοῦ του, διότι ἐγκυμονεῖ σωτηριολογικές συνέπειες. Ἐν ὄψει μίας τρομακτικά διχαστικῆς καί παραπλανητικῆς αἵρεσης, καλούμεθα νά συνομολογήσουμε σήμερα τόν Χριστό, ὅπως ἔπραξαν οἱ πρόγονοί μας τήν ἐποχή τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Ἡ ὁμολογία τῆς πίστεώς μας, ὡστόσο, δέν εἶναι ἁπλῶς στό πρόσωπό του στήν Ἐνσάρκωση, ἀλλά στό πρόσωπό του στήν συνέχεια τῆς Ἐνσαρκώσεως, στήν Ἐκκλησία. Τό νά ὁμολογεῖ κανείς τήν πίστη σήμερα σημαίνει νά ὁμολογεῖ καί νά διακηρύττει τήν ἑνότητα τῆς θείας καί ἀνθρώπινης φύσης του στό Σῶμα Του, τήν Μία καί Μόνη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία "ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως"».

Ἡ διατριβή εἶναι σημαντική, γιατί, ἀφ’ ἑνός μέν σχολιάζεται ὀρθοδόξως ἡ ἀπόφαση τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου στό θέμα τῆς ἐκκλησιολογίας καί τοῦ οἰκουμενισμοῦ, πού δείχνει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο οἱ σύγχρονοι «Ρωμαιοκαθολικοί» ἀντιμετωπίζουν τά θέματα αὐτά, παρά καί τίς ἀντιδράσεις μερικῶν ἄλλων, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί ἀναγνωρίζουμε καί μερικούς Ὀρθοδόξους οἰκουμενιστές, Ἱεράρχες καί θεολόγους, οἱ ὁποῖοι διαπνέονται ἀπό τίς ἴδιες ἀντιλήψεις περί ἐκκλησιολογίας καί βαπτισματικῆς θεολογίας, δηλαδή ἐκφράζονται «μέ σχεδόν ταυτόσημους ὅρους μέ ἐκείνους στά κείμενα τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου καί τῆς σύγχρονης ρωμαιοκαθολικῆς θεολογίας».

Πράγματι, ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι Κληρικοί καί θεολόγοι οἱ ὁποῖοι ἀναλύοντας σχετικούς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο δέχονται τούς αἱρετικούς πού ἐπιστρέφουν στήν Ἐκκλησία, μέσα ἀπό τήν προοπτική ὅτι οἱ Πατέρες ἀναγνώριζαν ὅτι ὑπάρχουν στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητας καί ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά θέλουν νά καταλάβουν ὅτι ἡ οἰκονομία πού μετέρχονται οἱ Πατέρες γιά τήν ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν στήν Ἐκκλησία, δέν σημαίνει ὅτι ἀποδέχονται ὅτι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν μυστήρια. Ἄλλωστε, καί ἡ οἰκονομία εἶναι μιά σαφέστατη θεολογία.

Τελικά, «ἡ θεωρία τῆς Βαπτισματικῆς ἑνότητας, πού παρουσιάστηκε στό UR (διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου), εἶναι ἀσύμβατη μέ τήν ἐκκλησιολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων». Ἡ διδακτορική αὐτή διατριβή πρέπει νά διαβασθῆ προσεκτικά.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...