15 Δεκεμβρίου 2019

Χριστιανική Οικολογική Ηθική


Χριστιανική Οικολογική Ηθική  Μάθημα Θρησκευτικών. Βιοηθική κσι οικολογικό περιβάλλον
Χριστιανική Οικολογική Ηθική
Απόστολου Β. Νικολαϊδη,
Από τη Γένεση στην Γενετική,
Εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2006, σελ. 98-104


Διαφορετική διαγράφεται μια σχέση προς τη φύση που είναι απαλλαγμένη από την καπιταλιστική βουλιμία και ενταγμένη στη θεία λογική της κοινής και ισότιμης ωφέλειας. Στη λογική αυτή κυριαρχούν έννοιες όπως συλλογική συνείδηση, σεβασμός, άσκη- ση, συνεργασία, συμφιλίωση, αγάπη. Με τέτοιους όρους προσδιορίζεται με διαφορετικό τρόπο ή σχέση ανθρώπου και φύσης:

α) Ένα από τα πιο βασικά ερωτήματα στη σχέση της ανθρώπινης ζωής και της ζωής του πλανήτη είναι: Σε ποιόν ανήκει αυτός ο κόσμος; Όπως κάθε θρησκεία και ο Χριστιανισμός διακηρύσσει την αντίληψη ότι ο φυσικός κόσμος, όπως και ο άνθρωπος, δεν είναι ιδιοκτησία του ανθρώπου, αλλά δημιούργημα του Θεού: "Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς" (2) . Αυτός μοιράζει τα αγαθά της, ορίζει τους φυσικούς νόμους και την κάνει να καρποφορεί. Αυτός έθεσε και τον άνθρωπο κύριο και διαχειριστή της κτίσης" (3).

Ο άνθρωπος είναι εξαρτώμενο και όχι αύταρκες ον. Η διατήρηση του εξαρτάται από τα προϊόντα του φυσικού κόσμου, ζώων και φυτών. Η εξασφάλιση είναι ζήτημα που αφορά στην εργατικότητα του ανθρώπου (4). Στην κυριότητα του ανθρώπου υπάγεται η υποχρέωση προστασίας της βιοποικιλλότητας και διατήρησης ακέραιας της οικολογικής αλυσίδας. Για τους πιστούς όμως δεν αρκεί η φροντίδα του ανθρώπου, αν αυτή δεν συνοδεύεται από την πίστη στην πρόνοια του Θεού. Ο,τιδήποτε υπάρχει στη Δημιουργία είναι δωρεά του Θεού. Αν ο Θεός αποσυρθεί από τη Δημιουργία, τότε διασαλεύονται οι φυσικοί νόμοι και οι σχέσεις ανθρώπου και φύσης. Για τη διασάλευση δεν ευθύνεται ο Θεός, αλλά ο άνθρωπος που απομακρύνεται από το Θεό και αναλαμβάνει ο ίδιος το ρόλο του ρυθμιστή και προνοητή.

β) Το γεγονός ότι ο φυσικός κόσμος εμφανίζει μια εχθρική στάση προς τον άνθρωπο και δεν ανταποκρίνεται πάντοτε στις επιδιώξεις του δεν οφείλεται στο Θεό αλλά στον άνθρωπο. Ο κόσμος
πλάστηκε λίαν καλός και δόθηκε ως ευλογία. Το πέρασμα από την ευλογία στην κατάρα είναι καρπός τής αποστασίας του ανθρώπου από την πηγή της ζωής, το Θεό (5). Το δυστύχημα είναι ότι ο άνθρωπος κυριάρχησε στη φύση πριν προλάβει ο ίδιος να κυριαρχήσει στον εαυτό του. Έκτοτε η γη είναι τόπος εξορίας, βασάνου και σκληρής δοκιμασίας και η απόλαυση των αγαθών της θανατηφόρα. Σ' αυτό το πνεύμα μπορούμε να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε φαινόμενα που καταλήγουν καταστροφικά για τον άνθρωπο. Πρόκειται για κατακλυσμούς, καταιγίδες, σεισμούς και γενικά για αντιδράσεις τής φύσης που δεν συμφέρουν τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Και δεν πρόκειται μόνο για ακραία φαινόμενα, αλλά και για ομαλά, που καταλήγουν αρνητικά όταν δεν συμφέρουν τον άνθρωπο. Η βροχή π.χ. ενώ είναι ευεργετική για τη γονιμότητα της γης, είναι βλαπτική για τους αγγειοπλάστες. Τα ακραία πάντως φαινόμενα ερμηνεύτηκαν ως "θεομηνίες", ως εκφράσεις δηλαδή της οργής του Θεού, ενώ πρόκειται για συνεπείς προς την αμαρτητική φορά ανθρώπου και κόσμου επιλογές.

γ) Επειδή ο φυσικός κόσμος δεν είναι ιδιοκτησία του ανθρώπου δεν χρησιμοποιείται εγωιστικά, αλλά ως μέσο κοινωνίας και διακονίας του Θεού και του πλησίον. Στην κατεύθυνση αυτή καθιερώθηκαν στην ιουδαϊκή κοινωνία αγροτικές εορτές, όπως των Αζύμων, του Θερισμού και των Απαρ. χών (6). Όσο για τις απαρχές πρόκειται για μια πανάρχαια θρησκευτική συνήθεια των ανθρώπων. Πρόκειται για το καλύτερο μέρος της συγκομιδής καρπών που προσφέραν οι άνθρωποι στους θεούς. Αυτή η προσφορά αποτελούσε δείγμα ευγνωμοσύνης στο Θεό που φρόντισε για την καλή σοδειά, στο Θεό που είναι ο κύριος της κτίσης και η πηγή της γονιμότητας. Με την ίδια λογική προσφέρονται οι απαρχές και στην Παλαιά Διαθήκη. Δηλώνουν τη διάθεση για μια συμβολική ανταπόδοση στη γενναιοδωρία του Θεού: " καί νῦν ἰδοῦ ἐνήνοχα τήν ἀπαρχήν τῶν γενημάτων τῆς γῆς, ἥν ἔδωκάς μοι, Κύριε" (7) . Στο ίδιο πνεύμα λειτουργούσαν και οι θυσίες των πρωτοτόκων του ποιμνίου και της αφιέρωσης στο Θεό των πρωτότοκων παιδιών. Στην Καινή Διαθήκη ο αγιασμός των απαρχών σημαίνει αγιασμό ολόκληρης της συγκομιδής (8). Την αίσθηση ότι ο κόσμος ανήκει στο Θεό εκφράζει κατεξοχήν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, όπου αναπτύσσεται μια διαλεκτική μεταξύ της προσφοράς του Θεού και της αντιπροσφοράς του ανθρώπου.

δ) Τη λαιμαργία και την πλεονεξία ως συμπεριφορές εγωιστικής χρήσης του κόσμου προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν όλες σχεδόν οι θρησκείες με την καθιέρωση απαγορεύσεων, θυσιών και νηστειών. Με τη θυσία ή τις προσφορές αλλά και τις απαγορεύσεις κατανοεί ο άνθρωπος ότι τα αγαθά δεν του ανήκουν απόλυτα, αλλά τα μοιράζεται με το Θεό. Επιπλέον συνειδητοποιεί την ανάγκη ευχαριστίας και δοξολογίας προς τον δωρεοδότη Θεό. Όλα αυτά εξυπηρετούνται από πρακτικές, όπως η θυσία ζώων, η προσφορά των απαρχών, δηλαδή των πρώτων σταχυών και των πιο ωραίων καρπών της εσοδείας (9). Επιπλέον έχει την ευκαιρία να σκεφθεί ότι δεν έχει ανάγκη μόνο την υλική τροφή αλλά κυρίως την πνευματική. Είναι μια εμπειρία πολύ γνωστή

στη Βίβλο, όταν ο Θεός διασφαλίζει τη διατροφή του λαού στα χρόνια της μακρόχρονης περιπέτειας στην έρημο. Βασική προϋπόθεση είναι η πίστη στην πρόνοια του. Ο Θεός δίνει το μάννα εξ ουρανού όχι μόνο για να τραφεί το σώμα αλλά και η πίστη του στον ένα Θεό.

Με τη νηστεία εκτός των ανωτέρω 1) συνειδητοποιείται ότι τα αγαθά δεν χρησιμοποιούνται εγωιστικά αλλά ανήκουν και στους άλλους που ζουν κάπου άλλου ή θα έλθουν στο μέλλον. Η νηστεία περιορίζει τη φιλαυτία και αποδυναμώνει την πλεονεξία. Μπορεί όλα να πλάστηκαν για τον άνθρωπο, αλλά δεν είναι καλό να χρησιμοποιούνται από όλους και για πάντα (10). Μέτρο χρήσης είναι ή χρεία. 2) Παρέχει την ευκαιρία στη φύση να "ξεκουραστεί" και ταυτόχρονα να αποκαταστήσει τις ανισορροπίες που προκαλεί η κυριαρχική ανθρώπινη δραστηριότητα. Μέσω της αγρανάπαυσης και της "λογικής" διάκρισης των εποχών η φύση υπενθυμίζει ότι δεν είναι όλες οι εποχές το ίδιο, ότι καθεμιά έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, τα δικά της προϊόντα και ό τι δεν επιτρέπεται να εκβιάζεται από τις απαιτήσεις της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας να παράγει όλα σε όλες τις εποχές. 3) Περιορίζεται η εξάρτηση του ανθρώπου από τις υλικές ανάγκες και συνειδητοποιείται η ανάγκη σύνδεσής τους με τις πνευματικές. Πρόκειται για μια κίνηση συμφιλίωσης ύλης και πνεύματος. 4) Μέσα από αυτή τη συμφιλίωση ενεργοποιείται η δυνατότητα συμφιλίωσης Θεού, ανθρώπου και κόσμου. Αυτό ήταν πάντοτε και το νόημα της πατερικής ασκητικής.

ε) Η φύση δεν αντιμετωπίζεται ως αντίπαλος, αλλά ως φίλος, συμπαραστάτης και συνεργάτης στην πορεία του ανθρώπου προς τα έσχατα. Αυτή η αντίληψη είναι διάχυτη στη βιβλική και υμνογραφική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έτσι δεν υπάρχει αντίρρηση για βελτιωτικές παρεμβάσεις που, χωρίς να μεταβάλλουν τις οικολογικές ισορροπίες, βελτιώνουν τους φυσικούς όρους ζωής των ανθρώπων. Αυτή η διεργασία εντάσσεται στο " εργάζεσθαι ", άρχει να συνοδεύεται και από το " φυλάσσειν ", και εννοούμε την προστασία των ειδών, τον έλεγχο των τροποποιήσεων, τη φροντίδα για βιοασφάλεια στη γεωργία και τη διασφάλιση της δικαιοσύνης. Επισημαίνουμε ότι είναι θεμιτή η προσπάθεια του ανθρώπου για διόρθωση των φθοροποιών φυσικών δυνάμεων. Κατά τα άλλα η φύση αντιδρά στις αντίθεες και απάνθρωπες συμπεριφορές, διδάσκει και συνετίζει με εικόνες και φαινόμενα και υπενθυμίζει τον πεπερασμένο χαρακτήρα της επίγειας ζωής.

στ) Μια τέτοια συναίσθηση δεν οδηγεί στην απόλυτη αντικειμενοποίηση του φυσικού κόσμου, αλλά στην ανάπτυξη σχέσεων συναντίληψης και επικοινωνίας. Στη δημιουργία πρέπει να αισθάνονται όλα τα όντα ευτυχισμένα. Ζώα και φυτά είναι μεν διαφορετικά μεταξύ τους και σε σχέση προς τον άνθρωπο, αλλά περιέχουν δυνάμεις επικοινωνίας και συνοχής. Έτσι εξηγείται η χρησιμοποίηση τους για την έκφραση χρήσιμων βασικών μηνυμάτων για την αποκατάσταση της σχέσης κοινωνίας του ανθρώπου προς το Θεό.

ζ) Η συνειδητοποίηση όλων των ανωτέρω αλλάζει τους όρους της συμπεριφοράς και δράσης του ανθρώπου. Το πνεύμα της απόλυτης κατάκτησης και της εγωιστικής χρήσης αντικαθίσταται από το πνεύμα της αλληλεγγύης που δεν κατανοείται μόνο με οικολογικούς αλλά και με κοινωνικούς όρους. Έτσι επανασυνδέονται φύση και κοινωνία. Και στις δύο περιοχές συνειδητοποιείται η ανάγκη ενός συμβολαίου ειρήνευσης και συμφιλίωσης με τη φύση (11). Με βάση ένα τέτοιο συμβόλαιο μαθαίνει ο άνθρωπος να μιλά τη γλώσσα της φύσης, να εναρμονίζεται με τους νόμους της, να συμπεριφέρεται ως φιλοξενούμενος και ως ενοικιαστής της φύσης, να σέβεται και τους άλλους αλλά και τους επομένους ενοικιαστές, να εναρμονίζει τα συμφέροντα του με τα συμφέροντα της φύσης (12).

η) Η φύση δεν υπάρχει μόνο για ορισμένες προνομιούχες γενεές, αλλά για όλους τους ανθρώπους που θα φιλοξενήσει ο πλανήτης γη. Καμιά γενεά δεν μπορεί να κληροδοτεί στην άλλη θανατηφόρα απόβλητα και ένα αφιλόξενο περιβάλλον. Αυτό εξασφαλίζεται με την ασκητική χρήση του φυσικού κόσμου που επιτρέπει στον άνθρωπο να αποκαθιστά τις ισορροπίες της ανθρώπινης δραστηριότητας και εκμετάλλευσης. Αυτό κατανοήθηκε ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, όταν καθιερώθηκε η περιοδική αγρανάπαυση (13). Αναλύθηκε περισσότερο στην πατερική Θεολογία, όταν υπογραμμίστηκε η ανάγκη του μέτρου, της αυτοσυγκράτησης, της κυριαρχίας και του ελέγχου των αλόγιστων επιθυμιών (14).

θ) Όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στην απόλαυση των αγαθών της γης. Δεν είναι δυνατόν άλλοι να απολαμβάνουν τη ζωή και άλλοι να καταδικάζονται σε θάνατο. Η αίσθηση ότι η γη και τα αγαθά της ανήκουν και στους άλλους δηλώθηκε σε μερικά από τα θρησκευτικά περιβάλλοντα με τη συνήθεια της δεκάτης, όπου μέρος της συγκομιδής προσφέρεται στο ναό για την κάλυψη των αναγκών όχι μόνο του κλήρου αλλά και των φτωχών. Είναι επίσης γνωστή ή συνήθεια της Παλαιάς Διαθήκης να επιτρέπεται στο φτωχό και τον ξένο να μαζεύουν τα υπολείμματα του θερισμού (15).

ι) Όλες οι δράσεις στη φύση είναι δράσεις επηρεασμένες από την ποιότητα της κοινωνικής ζωής. Ο σεβασμός της φύσης πηγάζει και παραπέμπει στο σεβασμό προς το συνάνθρωπο. Το ίδιο συμβαίνει και με όλες τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Αυτό σημαίνει ότι κοινωνική και οικολογική κρίση συνδέονται άμεσα και ότι χωρίς τη βελτίωση και την αποκατάσταση των κοινωνικών σχέσεων είναι αδύνατη κάθε προσπάθεια αποκατάστασης της οικολογικής ισορροπίας και κατ' επέκταση αποκατάστασης της σχέσης μεταξύ φυσικού και τεχνητού, φύσης και πολιτισμού.




(1) Βλ. μεταξύ άλλων J. ΗϋΒ ner, Die welt als Gottes Schöpfung ehren, München 1982. J. Moltmann, Gott in der Schöpfung, München 1985. J. Gründel, Die Erde, unserer Sorge anvertraut, Meitingen 1984. D. Irrgang, Anthtopozentrik und christliche Umweltethik, Würzburg 1991. Του ιδίου, Christliche Umweltethik, München 1992. W. Lochbühler, Christliche Umweltethik, Frankfurt, a. M. 1996. M. Schlitt, Umweltethik, Paderborn 1992.

(2) Ψαλμ. 23,1, 88. 12. Λευϊτ. 25, 23.

(3) Γεν. 2.8.15. Σοφ. Σειράχ 1 7. 1-4.

(4) Βλ. Γεν. 3,19.Δευτ. 14, 29.

(5) Βλ. Γεν. 3. 17 εξ.

(6) Εξ. 23, 16

(7) Δευτ. 26,10.

(8) Ρωμ. 11, 16.

(9) Δευτ. 16, 1-17.

(10) Βλ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Παιδαγωγός 2. 1, 12, 4 ΒΕΠ 7,136.

(11) Βλ. και ΑΠ. Β. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, Μεταθρησκευτική ανθρωπολογία, Αθήνα 2001, σελ. 177 εξ.

(12) Βλ. περισσότερα ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Οἰκολογία καί εἰρήνη, Αθήνα 1987.

(13) Εξ. 23, 11.

(14) Βλ. περισσότερα ΑΠ. Β. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, Ἡ κοσμολογία τῆς ἄσκησης καί τῆς παραίτησης, Κατερίνη 1987.

(15) Δευτ. 14,29/24, 19-21.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...