1 Μαρτίου 2020

«Η εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας»


Η εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας
Ρένος Κωνσταντίνου, θεολόγος,

Μαριλένα Κοντογιώργη, φιλόλογος,

Λαζάρω Καλλή, θεολόγος



1)    Γενικά


Στις θρησκείες γενικά, η διάκριση μεταξύ «Τέλους των Αιώνων» και «Συντέλειας του Κόσμου» έχει ιδιαίτερη θεολογική σημασία, γιατί σε πολλές θρησκείες οι τελευταίες μέρες μπορούν να περιλαμβάνουν την καταστροφή του πλανήτη (ή όλων των έμβιων όντων), αλλά με την ανθρώπινη φυλή να επιζεί σε κάποια νέα μορφή, τελειώνοντας την τρέχουσα "εποχή" υπάρξεως και αρχίζοντας μία νέα.

Οι περισσότερες θρησκείες έχουν δόγματα που υποστηρίζουν ότι τα "επιλεγμένα" ή "άξια" μέλη της μιας και αληθινής πίστης θα σωθούν από την επερχόμενη κρίση και την οργή του Θεού. Θα εισέλθουν στον παράδεισο πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά από την κρίση ανάλογα με το εσχατολογικό πλαίσιο της κάθε θρησκείας.

Στο Χριστιανισμό τώρα, «εσχατολογία» είναι ο τομέας της Θεολογίας που ασχολείται με τα έσχατα γεγονότα της ιστορίας του κόσμου και τη Δευτέρα έλευση του Κυρίου. Τα έσχατα και η Βασιλεία των εσχάτων θα πραγματωθούν με τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, όταν θα έλθει πλέον ως ένδοξος βασιλιάς για να κρίνει «ζώντας και νεκρούς». Σχετικοί όροι είναι «Μέλλουσα Κρίση», «Ημέρα Κυρίου» κ.α. Στην Εκκλησία ο πιστός προγεύεται τα έσχατα δια των μυστηρίων και δη της Θείας Ευχαριστίας.

Οι Μαθητές του Χριστού είχαν πιστέψει εσφαλμένα ότι ήταν πολύ κοντά χρονικά το τέλος του κόσμου νομίζοντας ότι θα ερχόταν κατά τη διάρκεια ζωής τους. Ο Ιησούς στο Μαρκ. 13,8 σύγκρινε το τέλος του κόσμου με τον πόνο της γέννας μιας μητέρας και η εικόνα υπονοούσε ότι ο κόσμος ήδη εγκυμονούσε την καταστροφή του αλλά κανένας πέρα από το Θεό δεν ξέρει πότε ακριβώς θα συμβεί. Όταν οι νεοφώτιστοι του Παύλου στη Θεσσαλονίκη διώχτηκαν από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, θεώρησαν ότι το τέλος είχε έρθει. Στα 130 ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας δήλωσε ότι ο Θεός καθυστερούσε το τέλος του κόσμου επειδή επιθυμούσε για το Χριστιανισμό να γίνει μια παγκόσμια θρησκεία. Το έτος 250 ο Κυπριανός έγραψε ότι οι χριστιανικές αμαρτίες εκείνου του καιρού ήταν ένα προοίμιο και μια απόδειξη ότι το τέλος ήταν κοντά. Ταυτόχρονα, ψευδόχριστοι (ψευδομεσσίες) και ψευδοπροφήτες προωθούσαν και έτρεφαν ανυπόστατες προσδοκίες όσον αφορά το επικείμενο τέλος.

Εκκλησιαστικοί ηγέτες, αλλά και διάφορες χριστιανικές ομάδες, προσπαθούσαν να προσδιορίσουν το τέλος του κόσμου με βάση τις πληροφορίες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ως αποτέλεσμα, ένας από τους υπολογισμούς υπεδείκνυε ότι το τέλος θα συνέβαινε το 202. Τον 3ο αιώνα ως ημερομηνία της "συντέλειας του κόσμου" προτάθηκε το 500. Σε αυτή την ημερομηνία κατέληξε ο επίσκοπος Ρώμης Ιππόλυτος στην ερμηνεία της προφητείας του Δανιήλ, υπολογίζοντας ότι το τέλος θα έρθει στη συμπλήρωση των 6.000 ετών από καταβολής κόσμου, η οποία είχε λάβει χώρα 5.500 έτη προ Χριστού. Εκείνη την περίοδο αρχίζει να εμφανίζεται μια σαφή πολεμική κατά αυτής της μορφής εσχατολογίας.

Ερμηνεύοντας τις Γραφές, οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων τοποθετούσαν το τέλος του κόσμου μέσα στη διάρκεια ζωής τους ή σύντομα μετά από αυτή. Στους πρόσφατους αιώνες μέχρι και σήμερα χριστιανικές ομολογίες και προσωπικότητες έχουν ερμηνεύσει παρόμοια Βιβλικές προφητείες, οι οποίες εδράζονται σε ένα συνδυασμό των τραγωδιών που συμβαίνουν παγκόσμια και της ερμηνείας χωρίων της Βίβλου.

Το ζήτημα εάν οι πραγματικοί πιστοί θα δουν το τέλος, προκαλεί διαμάχες σε προτεσταντικούς κύκλους. Επίσης, σε κύκλους της Ορθόδοξης Εκκλησίας γίνονται κατά καιρούς προσπάθειες προσδιορισμού των «εσχάτων ημερών» με σημείο αναφοράς το χρόνο εμφάνισης του Αντιχρίστου.


2)     Η Εσχατολογία στην Παλαιά Διαθήκη


Τα πρώτα εσχατολογικά κείμενα έκαναν την εμφάνιση τους ήδη στην Παλαιά Διαθήκη, μέσω των προφητών. Αν και το κύριο θέμα των προφητών και των προφητειών είναι το εβραϊκό έθνος και η πορεία του, υπάρχουν και κείμενα στα οποία περιγράφεται τι θα γίνει στα ύστερα του κόσμου.

Ο προφήτης Ησαΐας (8ος αιώνας π.Χ.), προφητεύει τα έσχατα. Στο κεφάλαιο 2 (1 με 5) γράφει πως η
Ιερουσαλήμ θα γίνει το θρησκευτικό κέντρο του κόσμου και όλα τα έθνη θα στραφούν προς εκεί. Κατόπιν ο Θεός θα κρίνει την ανθρωπότητα και θα επικρατήσει στην γη παγκόσμια ειρήνη. Τα μαχαίρια θα γίνουν αλέτρια και τα δόρατα σε δρεπάνια, οι άνθρωποι θα σταματήσουν να πολεμούν μεταξύ τους και θα επικρατήσει παγκόσμια ειρήνη.

Στο κεφάλαιο 24 ο Ησαΐας προφητεύει πως ο Θεός θα καταστρέψει τον κόσμο εξαιτίας των αμαρτιών των ανθρώπων. Μόνο οι ευσεβείς και οι δίκαιοι θα γλιτώσουν. Η σωτηρία αυτή προορίζεται για όλους τους λαούς (κεφάλαιο 25). Όταν ο Θεός εξαφανίσει την αδικία, τότε θα καλέσει σ’ αυτόν τους ευσεβείς και τους αδικημένους από τον κάθε δυνάστη. Στο κεφάλαιο 26 προφητεύεται πως θα εκλείψει η ασέβεια και οι νεκροί θα αναστηθούν, όμως μόνο οι ευσεβείς θα γίνουν μέτοχοι της θείας χάριτος.

Στο κεφάλαιο 27 ο Ησαΐας προφητεύει πως ο Θεός θα νικήσει τον «δράκοντα ὄφιν», τον διάβολο και θα καταστρέψει την Βαβυλώνα εξαιτίας των αμαρτιών της.

Ένας άλλος σπουδαίος προφήτης, ο Ιεζεκιήλ (περ. 622 – 570 π.Χ.) καταγράφει το όραμα των ξερών οστών (κεφάλαιο 27). Ο Θεός μετέφερε τον προφήτη σε μια πεδιάδα όπου υπήρχαν ξερά και σκορπισμένα οστά. Ο Κύριος διέταξε τον Ιεζεκιήλ να προφητεύσει όπως τα οστά μεταφερθούν στην θέση τους και πάνω τους να βλαστήσουν νεύρα και δέρμα. Έτσι έγινε, αλλά από τα σώματα έλειπε η ζωή. Ο Θεός ξαναδιέταξε τον Ιεζεκιήλ να προφητεύσει πως θα επανέλθει στα σώματα πνοή ζωής. Έτσι τα πρώην οστά γίνονται ζωντανοί άνθρωποι. Στη συνέχεια ο Κύριος εξηγεί στον Ιεζεκιήλ πως το όραμα αυτό συμβολίζει τον Ισραηλίτικο λαό, ο οποίος αν και είναι εξόριστος στη Βαβυλώνα και έχει χάσει κάθε ελπίδα, Εκείνος θα του ξαναδώσει ζωή και θα το επαναφέρει στο Ισραήλ. Αυτό το όραμα προεικονίζει και την ανάσταση των νεκρών στην Δευτέρα Παρουσία.

Ένας άλλος μεγάλος προφήτης, ο Δανιήλ, προφήτευσε πολλά ιστορικά γεγονότα, όπως τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, τους πολέμους των Διαδόχων του, την επανάσταση των Μακκαβαίων και, εν τέλει, τον ερχομό και την θυσία του Χριστού. Ο Δανιήλ στο κεφάλαιο 12 αναφέρει πως στα έσχατα του κόσμου θα προηγηθεί περίοδος μεγάλης θλίψης. Κατόπιν, οι νεκροί θα αναστηθούν, οι δίκαιοι για την αιώνια σωτηρία και οι άδικοι για την αιώνια ντροπή.


3)    H Εσχατολογία στην Καινή Διαθήκη


Τα κυριότερα εδάφη της Καινής Διαθήκης που αναφέρονται στην εσχατολογία είναι τα ακόλουθα:

  1. Ματθαίος 24:25-44
  2. Ιωάννης 14
  3. Αποκάλυψη 19:20-21, 20, 22:6-21
  4. Πράξεις Αποστόλων 1:11, 3:19-21
  5. Προς Φιλιππησίους 3:20
  6. Προς Κολοσσαείς 3:4
  7. Α΄ Θεσσαλονικείς 1:10, 4:13 - 5:11
  8. Β΄ Πέτρου 3:8-13

Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ματθαίο, στο χωρίο 24:25-44, γίνεται λόγος για την ύπαρξη των ψευδοπροφητών που θα παραπλανήσουν τον κόσμο για όσον αφορά τα έσχατα και την κατάληξή τους μετά την επίγεια ζωή. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος παρομοιάζει επίσης την παρουσία του Χριστού με μια αστραπή. Στη συνέχεια ο Ματθαίος συμπληρώνει πως την ημέρα και την ώρα της Δευτέρας Παρουσίας δεν την ξέρουν ούτε οι άγγελοι των ουρανών, ούτε ο Υιός αλλά μόνο ο Πατέρας.

Ο Ιωάννης στο κεφάλαιο 14 παραθέτει τα λόγια του Ιησού Χριστού, ο οποίος νουθετεί τους πιστούς να ακολουθούν τον Ίδιο, γιατί ο Χριστός είναι η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Επισημαίνει επίσης πως κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα παρά μόνο μέσω του Υιού. Αναφέρεται ακόμα πως όποιος αγαπά τον Χριστό, θα αγαπηθεί και από τον Πατέρα και από  τον ίδιο τον Χριστό και συνακόλουθα ο Χριστός θα του εμφανίσει τον εαυτό του.

Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, που αποτελεί το κατεξοχήν βιβλίο που αναφέρεται στην Δευτέρα Παρουσία, περιγράφεται η εικόνα ενός αγγέλου να κατεβαίνει από τον ουρανό, έχοντας το κλειδί της αβύσσου και αλυσίδα μεγάλη στο χέρι του. Κρατά επίσης ένα δράκο, τον αρχαίο όφι, που είναι Διάβολος και Σατανάς, και τον έδεσε για χίλια έτη και τον έριξε στην άβυσσο και έκλεισε και σφράγισε από πάνω του, για να μην πλανήσει πια τα έθνη μέχρι να τελειώσουν τα χίλια έτη. Και αναφέρεται ακόμη η ύπαρξη των θρόνων πάνω στους οποίους κάθισαν τα έθνη και τους δόθηκε η κρίση. Κατόπιν ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη επισημαίνει την παρουσία ενός θρόνου λευκού και μεγάλου και κάποιον να κάθεται πάνω σ’ αυτόν. Οι νεκροί, μεγάλοι και μικροί, θα σταθούν μπροστά στο θρόνο, και τότε θα ανοιχτούν τα βιβλία, και το βιβλίο της ζωής. Τότε θα κριθούν οι νεκροί βάσει αυτών που είναι γραμμένα στα βιβλία τους. Επισημαίνεται επίσης πως ο θάνατος και ο άδης ρίχτηκαν στη λίμνη της φωτιάς.

Στις Πράξεις των Αποστόλων αναγράφεται ότι ο Ιησούς που αναλήφθηκε στον ουρανό, θα έρθει με τον ίδιο τρόπο που τον είδε ο κόσμος να πορεύεται στον ουρανό. Στην επιστολή προς Φιλιππησίους επισημαίνεται πως το ίδιο πολίτευμα που ισχύει στους Φιλιππησίους θα υπάρχει και στους ουρανούς. Έπειτα στην επιστολή προς Κολοσσαείς αναφέρεται πως όταν ο Χριστός φανερωθεί σ’ αυτούς, τότε και αυτοί θα φανερωθούν με δόξα.

Στην Α’ Επιστολή προς Θεσσαλονικείς πληροφορούμαστε πως ο Υιός θα αναμένεται από τους ουρανούς. Ο ίδιος ο Κύριος θα κατεβεί από τον ουρανό με πρόσταγμα, με φωνή αρχαγγέλου και με σάλπιγγα Θεού, και οι νεκροί θα αναστηθούν πρώτα. Έπειτα οι ζωντανοί που θα απομείνουν, συγχρόνως μαζί με αυτούς θα αρπαχτούν μέσα σε νεφέλες για συνάντηση του Κυρίου στον αέρα και έτσι πάντοτε θα είναι μαζί με τον Κύριο. Η ημέρα αυτή της Δευτέρας Παρουσίας θα έρθει, όπως ο κλέφτης μέσα στη νύχτα. Ακολούθως χωρίζει τους ανθρώπους σ’ αυτούς που ανήκουν στη νύχτα και σ’ αυτούς που ανήκουν στη μέρα και αναφέρει τις συνέπειες της κάθε ομάδας.

Τέλος στην Β΄ Επιστολή του Πέτρου αναγράφεται ότι μια ημέρα μπροστά στον Κύριο είναι σαν χίλια έτη και χίλια έτη είναι σαν μία ημέρα. Επισημαίνεται ακόμη πως θα έρθει η ημέρα του Κυρίου σαν κλέφτης, κατά την οποία οι ουρανοί θα παρέλθουν με πάταγο και τα στοιχεία θα διαλυθούν με καύση, και η γη και τα έργα που είναι σ’ αυτή θα βρεθούν. Για τον λόγο αυτό οι άνθρωποι θα πρέπει να ζουν με άγια συμπεριφορά και με ευσέβεια, προσδοκώντας και επισπεύδοντας την παρουσία της ημέρας του Θεού, εξαιτίας της οποίας οι ουρανοί θα διαλυθούν με φωτιά και τα στοιχεία θα λιώσουν με καύση. 

Στη βεβαιότητα επανόδου του Ιησού Χριστού φέρονται να συμφωνούν δύο Ευαγγελιστές, Ματθαίος και Ιωάννης και ο Απόστολος Πέτρος και ο Απόστολος Παύλος. Η βεβαιότητα αυτή αποτελεί σήμερα το ισχυρότερο κίνητρο της χριστιανικής ζωής.


4)    Εκκλησία και Εσχατολογική προοπτική


Ο άνθρωπος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την Εκκλησία, γιατί μέσα σε αυτή ζει και μέσα από αυτή βιώνει την πραγματική και αληθινή ζωή και αφθαρσία. Για του λόγου το αληθές είναι η παρομοίωση το ανθρώπινου σώματος με τον Χριστό, δηλαδή το σώμα μας είναι οίκος το Θεού. Το ίδιο ισχύει και με την Εκκλησία, η οποία είναι οίκος του Θεού, όπου συναντιούνται όλα τα μέλη της, τα οποία αποτελούν το σώμα τα Χριστού και η κεφαλή αυτού του σώματος είναι ο ίδιος ο Χριστός.      

Η Αγία Τριάδα συνδέεται με την Εκκλησία. Ο Πατήρ είναι Εκείνος, ο οποίος ευδοκεί, δηλαδή δημιουργεί τον κόσμο με σκοπό την ένωση μας μαζί με το Θεό σε μια αιώνια κοινωνία.  Είναι ο θέλων, ο εξ' ου τα πάντα.  Ο Υιος είναι εκείνος ο οποίος αναλαμβάνει να πραγματοποιήσει ο ίδιος, να ενσαρκώσει αυτή την ένωση του κτιστού με το άκτιστο, και το Άγιο Πνεύμα είναι το πρόσωπο της Αγίας Τριάδος το οποίο ενεργεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να ξεπεραστούν τα όρια του κτιστού με το άκτιστο. Είναι το Πνεύμα της κοινωνίας, το Πνεύμα της δυνάμεως και της ζωής, το οποίο οδηγεί στην υπέρβαση του φύσει ακοινωνήτου μεταξύ κτιστού και ακτίστου.

Το κτιστό και το άκτιστο είναι δύο φύσεις οι οποίες δεν μπορούν κατά κανένα τρόπο μεταξύ τους να ταυτιστούν. Αλλά εν Αγίω Πνεύματι είναι δυνατή η ένωση αυτών των δύο φύσεων. Συνεπώς το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που κάνει την ένωση κτιστού και ακτίστου δυνατή στο πρόσωπο του Υιού. 

Έτσι, και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος ενεργούν, είναι παρόντα, το καθένα με τον δικό Του τρόπο στο μυστήριο της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι μια πραγματικότητα, στην οποία μετέχουν και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.  Με την ενσάρκωση του Υιού, ο οποίος ανάλαβε επάνω Του την ένωση κτιστού και ακτίστου , έτσι η Εκκλησία είναι σώμα του Χριστού, του Υιού, και όχι σώμα του Πατρός ή σώμα του Αγίου Πνεύματος.

H Εκκλησία ταυτίζεται πλήρως με τη Βασιλεία του Θεού, είναι το σώμα του Χριστού, στο οποίο ανακεφαλαιώνονται, ενώνονται τα πάντα. Ο Χριστός γίνεται «ο εν πάσι τα πάντα πρωτεύων», δηλαδή ο Χριστός η κεφαλή αυτού του σώματος μέσα στο οποίο ενώνονται τα πάντα και κοινωνούν εν Αγίω Πνεύματι.

Η πραγματικότητα των Εσχάτων, που συμπίπτει με την ίδια τη Βασιλεία του Θεού, ή Βασιλεία των Εσχάτων, εικονίζεται μέσα στην ιστορία σ' αυτό που ονομάζουμε Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι μυστήριο, γιατί μας προσφέρει την ταυτότητά της, την αλήθειά της. Μέσα σε αυτήν κρύβεται ο θησαυρός της αλήθειας που είναι η πραγματική ταυτότητα της Εκκλησίας. Μέσα σε αυτήν αποκαλύπτεται η Βασιλεία του Θεού «εν τοις μυστηρίοις». Όλα δηλαδή αποκαλύπτονται μυστηριωδώς, γι’ αυτό άλλωστε κάνουμε λόγο για μυστηριολογία.  Τα μυστήρια, αυτά καθεαυτά εικονίζουν την αλήθεια της Εκκλησιάς. Αυτή λοιπόν η εξεικόνιση της εσχάτης, της αληθινής πραγματικότητας, συνιστά το μυστήριο.

Η  Θεία Ευχαριστία έχει την πραγματικότητά της, την αλήθειά της στην κοινωνία του κτιστού με το άκτιστο, στην ένωση του κτιστού με το άκτιστο μ' ένα τρόπο συγκεκριμένο, ο οποίος είναι η «εν Χριστώ ένωσις», η «εν Χριστώ ανακεφαλαίωσις των πάντων». Η Θεία Ευχαριστία εικονίζει τα μέλλοντα, δεν συμβολίζει τα μέλλοντα. Συνεπώς είναι το μυστήριο εκείνο, το οποίο πραγματώνεται εν χρόνω την ταυτότητα της Εκκλησίας, η οποία είναι ταυτότητα εσχατολογική, κάνει την αλήθεια της Εκκλησίας πραγματικότητα εδώ και τώρα.  Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η Εκκλησία αποκαλύπτεται. Δεν θα είναι υπερβολή λοιπόν να πούμε ότι η Εκκλησία και η Ευχαριστία, ταυτίζονται. Συνεπώς η Θεία Ευχαριστία εικονίζει τα έσχατα με απώτερο σκοπό να οδηγήσει σε αυτά.   Η Θεία Ευχαριστία αγκαλιάζει ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας.

Η κανονική δομή της Εκκλησίας, συνεπάγεται με την  δομή της Βασιλείας του Θεού. Αυτή είναι και η βάση στην οποία κτίζεται η ζωή της Εκκλησίας.   Η υπόσταση και η ζωή της Εκκλησίας μέσο του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας οδηγούν στην Βασιλεία του Θεού. 


5)    «Αποκατάσταση των πάντων»


Η θεολογική αυτή φράση χρησιμοποιήθηκε από ορισμένους Πατέρες και Εκκλησιαστικούς συγγραφείς, στην προσπάθεια τους να προσεγγίσουν το μυστήριο των εσχάτων (εσχατολογία) και ειδικότερα, τον τρόπο, με τον οποίο θα ολοκληρωθεί το θείο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου και της αποκαταστάσεως της Δημιουργίας στο «αρχαίο της κάλλος». Πρόκειται για μια θεολογική διδασκαλία που την εκπροσωπούν κυρίως οι Ωριγένης, Γρηγόριος Νύσσης και Μάξιμος Ομολογητής (αλλά και οι Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, Δίδυμος ο Τυφλός, Ευάγριος ο Ποντικός, Διόδωρος Ταρσού, Θεόδωρος Μοψουεστίας κ.ά.).

  • Κατά τον Ωριγένη το πυρ της κολάσεως δεν είναι τιμωρό, αλλά «καθάρσιο» και ιαματικό. Επομένως υπάρχει η κόλαση ως θεραπευτήριο, δεν είναι όμως αιώνια και το σχέδιο του Θεού θα ολοκληρωθεί τελικά με την αποκατάσταση όλων των δημιουργημάτων, ακόμη και των αμαρτωλών ανθρώπων και των δαιμόνων.

  • Ο Γρηγόριος Νύσσης, στηριζόμενος σε χωρία όπως τα Ματθ. 18, 34 (ο Κύριος αυτού παρέδωκεν αυτόν τοίς βασανισταίς, έως ού αποδώ πάν το οφειλόμενον αυτώ) και Α' Κορ. 15,28 (όταν δε υποταγή αυτώ τα πάντα, τότε και αυτός ο υιός υποταγήσεται τώ υποτάξαντι αυτώ τα πάντα, ίνα ή ο Θεός τα πάντα εν πάσιν), αποδέχεται ότι το πυρ της κολάσεως καίει τις ψυχές μαζί με την κακία. Η κακία θα δαπανηθεί, θα εκλείψει, ενώ η ψυχή θα καθαρθεί.

  • Ο Μάξιμος Ομολογητής δέχεται την αποκατάσταση, αλλά διευκρινίζει τη θεωρία του Ωριγένη και του Νύσσης: ο αφανισμός του κακού και η σιγή της κόλασης σημαίνει αποβολή της μνήμης του κακού και αποκατάσταση των δυνάμεων της ψυχής που έχουν διαβρωθεί. Όλες οι ψυχές που έχουν ξεστρατίσει, και είναι υπό το κράτος της κακίας, με την παράταση των αιώνων θα αποβάλουν τις μνήμες της κακίας και το κακό, ως μη όν, δεν θα έχει καμιά δύναμη ούτε και μνήμη. Η λήθη του κακού είναι ο αφανισμός του. Έτσι ο Θεός θα φανεί, κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, πως είναι αναίτιος του κακού.

Η συγκεκριμένη διδασκαλία παρουσιάζει προβλήματα δογματικής ακρίβειας σύμφωνα με την Ορθόδοξη διδασκαλία και περισσότερο αποτελεί θεολογούμενο δηλ. διδασκαλία με πιθανότητα αληθείας (που διατυπώνεται στα πλαίσια της υποκειμενικής ελευθερίας ως προς την ενασχόληση με τα θεία), σε αντίθεση με το δόγμα που παρέχει βεβαιότητα αληθείας. Η διδασκαλία αυτή δεν γίνεται επίσημα αποδεκτή από την Εκκλησία, διότι θεωρείται πως δεν στηρίζεται στην Αγία Γραφή και πως δεν κηρύσσεται ομόφωνα από όλους (ή έστω τους περισσότερους) Πατέρες, ώστε να υπάρχει «Συμφωνία Πατέρων».


Αναδημοσίευση από: http://archive.imconstantias.org.cy/2086.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...