27 Σεπτεμβρίου 2020

Υπακοή και Αυτονομία


Υπακοή και Αυτονομία
Χριστόφορος Παπαδόπουλος, Θεολόγος

Ένα άλλο γνώρισμα των αγίων είναι η υπακοή, η οποία είναι προϋπόθεση και αποτέλεσμα της άσκησης. Είναι και προϋπόθεση για την αρετή, αλλά είναι και η ίδια αρετή. Έγκειται στην εκούσια προσφορά του προσωπικού θελήματος στον Θεό. Αυτός που ασκεί την υπακοή επιθυμεί να μη γίνεται το δικό του θέλημα, αλλά του Θεού, το οποίο εκφράζεται πολλές φορές από την Εκκλησία, τον επίσκοπο, τον πνευματικό ή στα πλαίσια του Μοναστηριού, απ’ τον Ηγούμενο.

Η σύγχρονη κοινωνία προβάλλει το πνεύμα της αυτονομίας (όπως έχει κατανοήσει την αυτονομία τέλος πάντων), ιδεώδες της οποίας είναι ο άνθρωπος που «δεν υπακούει σε κανέναν και προσπαθεί να καταξιωθεί εκπληρώνοντας το θέλημά του ή και επιβάλλοντας αυτό στους άλλους» [341]. Ο σύγχρονος άνθρωπος θεωρεί ότι μπορεί να κρίνει ο ίδιος τί είναι ηθικό για τον εαυτό του και τί όχι. Αυτή είναι η ηθική αυτονομία στην αυθαίρετη μορφή της, όπως λανθασμένα προσλήφθηκε [342]. Αυτή η στάση όμως διασπά την ενότητα της ανθρώπινης φύσης και αποτέλεσε την αιτία της πτώσεως των πρωτοπλάστων. Η υπακοή των αγίων στον Θεό δεν είναι απλά και μόνο υπακοή σ’ έναν ουράνιο νομοθέτη, αλλά είναι στην ουσία της υπακοή στον νόμο της φύσεως. Η παρακοή έχει τη ρίζα της στην εγωϊστική έπαρση και αλλοτριώνει τον άνθρωπο απ’ τον Θεό, κάνοντάς τον εγωκεντρικό και ιδιοτελή. Το πνεύμα της παρακοής περιορίζει τον άνθρωπο στον εαυτό του, καθιστώντάς τον υποδουλωμένο στην αμαρτία και έτσι τον καταστρέφει. Οι άγιοι αναγνωρίζουν την διαστροφή που υπέστη η ανθρώπινη θέληση με την πτώση, κι ως εκ τούτου παραδίδουν τον εαυτό τους στον Θεό, με σκοπό την θεραπεία της. Η υπακοή συνδέεται με την πίστη, έχοντας η τελευταία την έννοια της εμπιστοσύνης. Ο άγιος εμπιστεύεται δηλαδή τον εαυτό του στον Θεό, επιθυμώντας να γίνει το θέλημά Του, παρά το δικό του. Η υπακοή είναι απαραίτητο στοιχείο για την πρόοδο του ανθρώπου στην αυτονομία. Ο άγιος ακολουθεί την αντίστροφη πορεία απ’ αυτήν των πρωτοπλάστων. Αντί της ανυπακοής, που υποδούλωσε τον άνθρωπο στα πάθη και στον θάνατο, προτιμάει την υπακοή, η οποία τον τελειοποιεί στις αρετές και του εξασφαλίζει την ζωή. Η υπακοή προϋποθέτει αλλά και οδηγεί στην ταπείνωση. Χωρίς αυτήν, η υπακοή, μπορεί να έχει τραγικά αποτελέσματα. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης λέει ότι, η άσκηση αν δεν συνδέεται με την ταπεινή υπακοή μπορεί να οδηγήσει στην υπερηφάνεια [343]. Μόνο εν υπακοή διαφυλάττεται ο άνθρωπος από την υπερηφάνεια. Δηλαδή, χωρίς την υπακοή, η άσκηση, μπορεί να οδηγήσει στην ετερονομία στα πάθη, παρά στην αυτονομία που είναι ο αρχικός της σκοπός.

Η υπακοή είναι το μέσο που βοηθάει σημαντικά την μετάβαση απ’ το ηθικό επίπεδο στο οντολογικό, απ’ την ετερονομία στην αυτονομία. Όσο ο άνθρωπος την ασκεί, τόσο περισσότερο μαθαίνει να αγαπάει ανιδιοτελώς. Βγαίνει σιγα-σιγά απ’ το ατομικό του θέλημα και εισέρχεται στο ενιαίο ανθρώπινο φυσικό θέλημα, επαληθεύοντας έτσι το είναι του. Πληρότητα μπορεί να υπάρξει μόνο εν υπακοή. Κινούμενος στο ψυχολογικό ή ηθικό επίπεδο, ο άνθρωπος, αδυνατεί να θέλει το όντως συμφέρον για τη φύση του. Με την υπακοή στο θέλημα του Θεού, διαπιστώνει βιωματικά και εμπειρικά ότι το θέλημα του Θεού είναι αυτό που τελικά ήθελε εκ βάθους του είναι του. Έτσι, μεταμορφώνεται και εισάγεται στο οντολογικό επίπεδο, που καταλήγει σ’ όλ’ αυτά που είπαμε, στην πίστη, στην ελπίδα, στην ταπείνωση και στην αγάπη και γενικά σε όλες τις αρετές.

Τώρα, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αυτή η μετάβαση από το ηθικό στο οντολογικό επίπεδο, μάς τον διδάσκει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Λέει λοιπόν: «Η αρχή της νεκρώσεως κάποιου
μέλους του σώματος και κάποιου θελήματος της ψυχής φέρνει πόνο (ηθικό επίπεδο). Στο μέσον της νεκρώσεως, άλλοτε αισθανόμεθα πόνο κι άλλωτε όχι (ακόμη στο ηθικό επίπεδο). Και στο τέλος επέρχεται παύσις και αναισθησία του πόνου. Τότε μόνο φαίνεται να πονή και να υποφέρει ο ζωντανός αυτός νεκρός και μακαρίτης, όταν βλέπει πώς κάνει το θέλημά του (οντολογικό επίπεδο αγιότητος)» [349].Αφήνοντας, ο άγιος, να γίνεται το θέλημα του Θεού, παρά το δικό του, είναι σαν να δίνει το «δικαίωμα» στον Θεό να μπει μέσα του και να τον αγιάσει. Πολλοί ζητούν διάφορα την ώρα της προσευχής, χωρίς να έχουν διάθεση μαθητείας, δηλαδή υπακοής. Γι αυτό και δεν εκπληρώνωνται τα αιτήματά τους. Μόνο με την πλήρη υπακοή στον Θεό είναι καθαρή η προσευχή [350], διότι ο νους είναι καθαρός.

Εδώ παρατηρείται και η έλλειψη της ανθρωπιστικής ηθικής. Κατά τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, με το ανθρωπιστικό αξίωμα: «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», ο ανθρώπινος νους, με το να θέτει ως κριτήριο πάντων κάτι λιγότερο από τον Θεάνθρωπο, περιορίζεται και «στενεύεται» στον εαυτό του έτσι, ώστε, μέσω της υπερηφάνειας, να μην βλέπει και να μην αναγνωρίζει «καμίαν πραγματικότητα μεγαλυτέραν ἀπό τόν ἑαυτόν του». Η Εκκλησία όρισε τον ρόλο του νου να είναι της υπακοής και πίστεως στον Θεάνθρωπο Χριστό, μόνο έτσι ανοίγεται «εις τας απείρους πραγματικότητας »[351].

Πρότυπο υπακοής στην Εκκλησία είναι η Παναγία. Στην πατερική γραμματεία αντιπαραβάλλεται η υπακοή της Θεοτόκου αντί της παρακοής της Εύας. Ο άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος λέει ότι η Εύα «παρακοήν και θάνατον έτεκεν», ενώ η Θεοτόκος «πίστιν και χαράν λαβούσα…έτεκεν Υιόν Θεού» [352], που είναι η ίδια η ζωή [353].Τέλος, το τελειότερο πρότυπο υπακοής είναι ο Ίδιος ο Χριστός, ο οποίος έκανε υπακοή στο θέλημα του Πατρός μέχρι τον σταυρικό θάνατο. Και στις δύο περιπτώσεις, της Παναγίας και του Χριστού, η υπακοή αποτέλεσε αιτία θεώσεως και ζωής. Ο Χριστός «εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ’ εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» [354]. Έκανε το αντίθετο απ’ αυτό που έκανε ο Αδάμ. Ο τελευταίος υποτάχθηκε στο ατομικό θέλημα, που διαιρεί την ανθρώπινη φύση, ενώ ο Χριστός ταύτισε το φυσικό Του ανθρώπινο θέλημα με το, αντίστοιχα φυσικό Του, θείο. Ο Αδάμ δείχει ανυπακοή στο θείο θέλημα, με αποτέλεσμα τον θάνατο, αντίθετα, ο Χριστός, ως ο νέος Αδάμ, δείχνει απόλυτη υπακοή, με αποτέλεσμα την ένταξη στην απόλυτη θεία ελευθερία [355].

Παραπομπές:

341. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, σ. 201.
342. Οπως ήδη ειπώθηκε στο πρώτο κεφάλαιο, ο Καντ, ο κυριώτερος θεμελιωτής της ηθικής αυτονομίας, υποστηρίζει πως ο ηθικός νόμος θα πρέπει να προέρχεται από κάποιες a priori αντικειμενικές αρχές που ανταποκρίνονται στην μία και ενιαία ανθρώπινη φύση (βλ. Πρώτο κεφάλαιο).
343. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο.π., σ. 528.
344. Ο.π., σ. 202.
345. Ο.π., σ. 203.
346. Ο.π.
347. Ιωάννου Σιναίτου, Κλίμαξ, PG 88, 680A.
348. π. Νικολάου Λουδοβίκου, Η Ιστορία της αγάπης του Θεού, σ. 119.
349. Αγίου Ιωάννου Σιναίτου, Κλίμαξ, μτφρ. Αρχιμ. Ιγνατίου, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013, σ. 64.
350. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο.π., σ. 529.
351. Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, σ. 142.
352. Ιουστίνου Φιλοσόφου, PG 6, 712A.
353. «εγώ ειμί η αλήθεια και η ζωή» Ιω. 14, 6.
354. Φιλ. 2, 6-8.
355. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Ο.π., σ. 203.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...