10 Ιουνίου 2020

«Αυτοκτονία: άρνηση του δώρου της ζωής»

«Αυτοκτονία: άρνηση του δώρου της ζωής»
«Αυτοκτονία: άρνηση του δώρου της ζωής»

της Βασιλικής Β. Παππά*
 
Με αφορμή τα κρούσματα αυτοχειριών των τελευταίων χρόνων θεώρησα σκόπιμο να αναφερθούμε στο θέμα της αυτοκτονίας από την άποψη των αιτίων που την προκαλούν καθώς και τη θέση της εκκλησίας σ’ αυτό το μείζον πρόβλημα που παρατηρείται σ’ ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι τoυ πληθυσμού και ιδιαίτερα της νεολαίας μας. Αυτοκτονία είναι η θεληματική πράξη του ανθρώπου, που με πλήρη συνείδηση προβαίνει στην καταστροφή της ίδιας του της ζωής. Τα κίνητρα που οδηγούν στη συνειδητή εξολόθρευσή του είναι διαφορετικά. Στην πρώτη θέση βρίσκονται οι ασθένειες, η οικογενειακή διχόνοια και η κατάσταση οικονομικής ένδειας.


Το ένα τρίτο των αυτοκτονιών, πραγματοποιούνται από άτομα, τα οποία έπασχαν από διαγνωσμένη ψυχιατρική ασθένεια. Στην πρώτη θέση των ψυχικών νόσων που ευθύνονται για την αυτοχειρία έρχονται η μελαγχολία ή η μανιοκαταθλιπτική ψύχωση και έπονται η σχιζοφρένεια και ο χρόνιος αλκοολισμός. Οι νεανικές αυτοχειρίες αποτελούν ένα τραγικό φαινόμενο της δυτικής κυρίως κοινωνίας. Η διάσπαση της ενότητας της οικογένειας, είτε λόγω διαζυγίου των γονέων, είτε λόγω καθημερινών ερίδων, οι οποίες αναπόφευκτα οδηγούν στην ψυχική απομάκρυνση αυτών και τον ψυχολογικό κατακερματισμό της οικογένειας, αποτελούν το κύριο αιτιολογικό υπόβαθρο της αυτοκτονίας των νέων στο 70% των περιπτώσεων (1). Η αγάπη των γονέων, η ειρήνη και η αρμονία στην οικογένεια αποτελούν την πιο ουσιώδη ψυχική ανάγκη των παιδιών από τη βρεφική ηλικία έως την πλήρη ενηλικίωση (2). Πολλές έρευνες καταδεικνύουν ότι η διαδικασία της αυτοκτονίας είναι μακροχρόνια. Οι πρώτες σκέψεις μπορεί να εμφανιστούν για ένα χρονικό διάστημα τριών μηνών και μετά να περάσουν χρόνια χωρίς να το ξανασκεφτεί. Είναι, δηλαδή, δυνατό να περάσουν πολλά χρόνια ανάμεσα στην πρώτη σκέψη αυτοκτονίας και στην πραγματοποίησή της χωρίς να το σκέφτεται συνέχεια. (3)


Η πράξη της αυτοκτονίας είναι μια κραυγή απελπισίας για βοήθεια. Δυστυχώς, όμως, η βοήθεια πολλές φορές έρχεται αργά. Κατά τους Shueidma και Farberow οι αυτόχειρες εντάσσονται σε 4 κατηγορίες:


α) Σε εκείνους που πιστεύουν ότι με την αυτοχειρία θα μεταβούν σε ένα καλύτερο κόσμο όπου θα δικαιωθούν οι προσδοκίες τους και θα αναγνωριστεί η αξία τους.

β) Σε εκείνους οι οποίοι προβαίνουν στην αυτοχειρία για να προσελκύσουν τη συμπάθεια και την αγάπη του περιβάλλοντός τους. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται πολλοί έφηβοι, οι οποίοι αυτοκτονούν για να ελκύσουν την προσοχή και την αγάπη των γονέων τους.

γ) Σε εκείνους οι οποίοι πάσχουν από κάποια επώδυνη, σωματική νόσο και θεωρούν την αυτοχειρία ως
μέσο λύτρωσης από το σωματικό πόνο. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται κυρίως άτομα τα οποία πάσχουν από κακοήθη νεοπλάσματα και τα οποία ελπίζουν ότι με το θάνατο θα απαλλαγούν από το σωματικό πόνο.

δ) Σε εκείνους που πάσχουν από κάποια ψυχική ασθένεια.(4)


Η Εκκλησία καταδικάζει την αυτοκτονία, επειδή είναι η αυτοκαταστροφή του ανθρώπου, απιστία στο Θεό και την πρόνοιά Του, απουσία της χριστιανικής ελπίδας. Ο αυτόχειρας καταστρέφει τον εαυτό του κι έτσι αρνείται το δώρο της ζωής. Επιπλέον, με την αυτοκτονία διαπράττει την τελευταία του πράξη, αποχωρίζεται από την πηγή της ζωής, το Θεό, χωρίς να έχει τη δυνατότητα μετάνοιας.(5)


Πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η αυτοκτονία προϋποθέτει ψυχική δύναμη και επομένως είναι ηρωϊκή πράξη. Για να φτάσει κάποιος όμως στην αυτοκτονία, σημαίνει ότι έχει χάσει όλες τις ελπίδες του, ότι είναι εντελώς απογοητευμένος. Τίθεται όμως το ερώτημα. Πώς είναι δυνατόν κάποιος σε τέτοια κατάσταση να έχει ψυχικές δυνάμεις για να πραγματοποιήσει μια ηρωϊκή πράξη; Σίγουρα η αυτοκτονία είναι μια πράξη δειλίας και παραίτησης από τον αγώνα για τη ζωή.(6)


Στην Αγία Γραφή η αυτοκτονία παρουσιάζεται ως επακόλουθο βαρύτατης αμαρτωλής κατάστασης. Έτσι π.χ. ο Ιούδας αυτοκτονεί εξαιτίας της απόγνωσης, στην οποία οδηγείται μετά την προδοσία του Χριστού. Η Εκκλησία απαγορεύει οποιαδήποτε εκκλησιαστική ακολουθία (κηδεία, ταφή, μνημόσυνο, τρισάγιο, λειτουργία) για τους αυτοκτονούντες γιατί με την πράξη τους προσέβαλαν τη θεία δωρεά και αποκόπηκαν από το σώμα της Εκκλησίας. Η αυστηρότητα της εκκλησίας δεν είναι άσχετη με το σκοπό της διδασκαλίας των επιζώντων για την ιερότητα του θείου αγαθού της ζωής, γι’ αυτό και οι κανονικές κυρώσεις προϋποθέτουν τη λήψη της απόφασης με σώες τις φρένες και με ελεύθερη βούληση, όπως χαρακτηριστικά τονίζεται στην 14η απόκριση του πατριάρχη Αλεξανδρείας Τιμοθέου: «Υπέρ αυτού διακρίναι οφείλει ο κληρικός, ει το αληθές εκφρενής ως πεποίηκε τούτο…». Η Εκκλησία της Ελλάδος για την διαπίστωση φρενοβλάβειας και εκκλησιαστική κήδευση των αυτοκτονούντων απαιτεί πιστοποίηση από δύο ειδικούς επιστήμονες (εγκύκλιος 196/1900) . (7)


Η αυστηρότητα της Εκκλησίας όσον αφορά την άρνηση ταφής δεν είναι πράξη αντεκδίκησης, αλλά έχει παιδαγωγικό και προληπτικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στην προστασία και στη συνέχιση της ανθρώπινης ζωής. Εκτός από την αυτοκτονία του Ιούδα, όπου η πράξη του επιτρέπει να διαφανεί αρνητικής μορφή αξιολογική κρίση, η πρώτη μαρτυρία μάς δίνεται από τον ποιμένα του Ερμά. Όσο κι αν η διατύπωση του Ερμά δείχνει κατανόηση γι’ αυτούς που αυτοκτονούσαν, δεν παύει να δέχεται το έκνομο της πράξεώς του, όπως συμπεραίνεται από τις προϋποθέσεις που τους οδήγησαν στο απονενοημένο διάβημά τους. Τον Ερμά ακολουθεί μια σειρά Εκκλησιαστικών Συγγραφέων και Πατέρων που διαδηλώνουν το αξιόποινο της πράξης (8). Ο Κλήμης Αλεξανδρείας το θεωρεί ως «απέχθεια» προς το Δημιουργό(9). Ο ιερός Χρυσόστομος με αφορμή τον Ιούδα διδάσκει: «… και την αμαρτίαν ειργάσατο και την ψυχήν απώλεσε την εαυτού» (10). Aπό τις θέσεις των πατέρων συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο αυτόχειρας δεν μπορεί να ελπίζει στο έλεος του Θεού, εφόσον για την καταληκτική πράξη της ζωής  του, δεν μετανόησε, γιατί από τα πράγματα δεν διέθετε τέτοια δυνατότητα (11).


Η συμβολή του ορθόδοξου κληρικού πρέπει να είναι υψίστη τόσο σ’ εκείνους που πραγματοποίησαν απόπειρα και δεν πέτυχε όσο και στο περιβάλλον τους. Συνήθως, ο έφηβος που έχει βιώσει μεγάλη συναισθηματική ανασφάλεια, έλλειψη συγκροτημένης δομής, απουσία γονικής παρουσίας και προτύπων, απώλεια κάποιου γονιού, εγκατάλειψη, δεν περνά στην πράξη ξαφνικά όπως προείπαμε, αντίθετα δίνει στο άμεσο περιβάλλον του πολλές ενδείξεις ανησυχητικές, πολλά ερεθίσματα στα οποία περιμένει απάντηση. Παρουσιάζει ένα σύνολο συμπεριφορών που εκφράζουν αυτή την επιθυμία του. Δεν χαίρεται, δεν επιζητεί τις κοινωνικές και φιλικές συναναστροφές, εμφανίζει έλλειψη ενδιαφερόντων, κατάπτωση, μείωση της φυσικής κατάστασης, διαταραχή στο φαγητό, στον ύπνο, πτώση της σχολικής επίδοσης. Σ’ αυτή τη φάση οι ενήλικες του άμεσου περιβάλλοντος επιβάλλεται να λάβουν σοβαρά υπόψη τόσο τη συμπεριφορά και την όλη εικόνα του παιδιού όσο και τις λεκτικοποιημένες απειλές του(12).


Ο ιερέας σε συνεργασία τόσο με το οικογενειακό περιβάλλον όσο και με κάποιο ψυχίατρο ή ψυχιατρικό κέντρο μπορεί να συμβάλλει σε περιπτώσεις ψυχιατρικών ασθενών στην αποδοχή του ψυχικώς πάσχοντος από το οικογενειακό και το κοινωνικό του περιβάλλον και στην άρση ή απάλυνση των εξωγενών προβλημάτων, τα οποία συνεπικουρούν στην ψυχική του ασθένεια (13). Η κατανόηση και η έκφραση αγάπης παράλληλα με την απασχόλησή του σε κατάλληλη γι’ αυτόν εργασία, αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για τη νέα ένταξή του στον κοινωνικό χώρο. Σε περίπτωση που ένας άνθρωπος βιώνει ένα νοσηρό οικογενειακό κλίμα μέσα από τη συζήτηση και την επαφή με έναν πνευματικό θα αρχίσει να βλέπει την οικογένεια και τους γονείς του με αγάπη και πόνο. Η επιθυμία του θανάτου θα γίνει επιθυμία ζωής και επιθυμία μεταλαμπαδεύσεως της όντως ζωής στην πονεμένη οικογένεια. Η παρουσία των γονέων δεν θα αποτελεί πηγή δεινών και απόγνωσης αλλά αιτία απ’ όπου θα αναβλύζουν από την καρδιά, πόνος, δάκρυα, προσευχή και συμπάθεια (14) . Ο νέος θα παύσει να κρίνει και να αποδίδει ευθύνες, αλλά θα αναζητεί πλέον το μέτρο της προσωπικής του ευθύνης.


Εκτός από εκείνους που θέτουν τέρμα στη ζωή τους για να αποφύγουν το άγχος, την απόγνωση ή την αποτυχία, υπάρχουν και εκείνοι που θέτουν τέρμα στη ζωή τους για να υπηρετήσουν κάποιο υψηλότερο σκοπό. Η πράξη αυτή λέγεται αυτοθυσία. Για χάρη της πατρίδας, της πίστης σε μια ιδέα, της διάσωσης προσφιλών προσώπων, θυσιάζουν τη ζωή τους. Υπάρχουν και περιπτώσεις ανθρώπων που δε διστάζουν να προσφέρουν τη ζωή τους για τη σωτηρία αγνώστων σ’ αυτούς προσώπων (15). Στις περιπτώσεις αυτές η αυτοθυσία πηγάζει από ανιδιοτελή αγάπη η οποία είναι σύμφωνη με το παράδειγμα του Χριστού, που προσέφερε τον εαυτό του θυσία για τους ανθρώπους.

Με την αυτοθυσία ο άνθρωπος κατανικά και υπερνικά τον εγωισμό, την ιδιοτέλεια, τον ατομισμό, την αυτοσυντήρηση και τελικά το θάνατο(16). Η αυτοθυσία δεν είναι μια θεαματική πράξη. Δεν προσφέρεται για να την αναγνωρίσουν και να την επιδοκιμάσουν οι άλλοι άνθρωποι. Η διαφορά ανάμεσα στην αυτοκτονία και την αυτοθυσία βρίσκεται στα κίνητρα. Στη μεν αυτοκτονία είναι ιδιοτελή, στη δε αυτοθυσία ανιδιοτελή. Η αυτοκτονία ως πράξη απελπισίας και απόγνωσης φανερώνει απιστία προς το Θεό και την πρόνοιά Του για τον άνθρωπο. Ο χριστιανός πιστεύει ότι ο Θεός δεν αφήνει τον άνθρωπο να δοκιμαστεί περισσότερο από όσο αντέχουν οι δυνάμεις του (17) και ότι ο Θεός μπορεί όχι μόνο να λυτρώσει τον άνθρωπο από κάθε κακό, αλλά και να τον βοηθήσει να το αντιμετωπίσει για το αληθινό και αιώνιο συμφέρον του.


Εν κατακλείδι, μπορούμε να πούμε ότι εάν εμφυσήσουμε στους νέους, από από την παιδική ηλικία πνευματικές αξίες, μέσα από τις οποίες το άτομο θα αποκτήσει ισχυρά πνευματικά ερείσματα είναι βέβαιο ότι αυτά τα κρούσματα θα εκλείψουν…



Σημειώσεις 

[1] Βλ. Mc clure GM: Sulside in children and adolescents in England and Weles, Br. J. Psychiat 1994, 165: 510-514.

[2]  Βλ. Martturen MJ, Aro HM Louqulst HK: Preciptant Stresses in adolescent suiside, J. Am- Acad Child Adolesc. Psychiatry 1993, 32: 1178-1183.

[3] Βλ. Ι. Ψαρρή, Η αυτοκτονία είναι μια κραυγή απελπισίας για βοήθεια…, εφημ. Νέος Αγών (27.01.1991).

[4] Βλ. Σ. Μπαλογιάννη, Ψυχιατρική και Ποιμαντική Ψυχιατρική (1986) σ. 443.

[5] Βλ. Μ. Μπέγζου, Α. Παπαθανασίου, Θέματα Χριστιανικής Ηθικής, Γ΄ Ενιαίου Λυκείου (χ.χ.) σ. 125.

[6] Βλ. Δ. Τριανταφύλλου, Α. Αργυρόπουλου, Θέματα Χριστιανικής Ηθικής, Γ΄ Ενιαίου Λυκείου (1991) σ. 165.

[7] Βλ. Β. Φειδά, λ. αυτοκτονία, Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 12 (1981) 346.

[8] Βλ. Η. Βουλγαράκη, Αυτοκτονία και εκκλησιαστική ταφή (1992) 82-83.

[9] ΒΕΠ 8, 56, 39.

[10]  PG 58, 760 A.

[11] Βλ. Η. Βουλγαράκη, ό.π. σ. 84.

[12] Βλ. Σ. Χαρολίδου, « «Μηνύματα» πριν την αυτοκτονία», εφημ. Έθνος της Κυριακής, (03.02.1991).

[13] Βλ. Σ. Μπαλογιάννη, ό.π. σ. 447

[14] Βλ. Σ. Μπαλογιάννη, «Το ψυχικό δράμα των νέων εις την σύγχρονον κοινωνίαν και η ευεργετική παρουσία της εκκλησίας», στον τόμο Ορθοδοξία και Ελληνισμός. Πορεία στην Τρίτη χιλιετία, τ.β΄, (1996) 195.

[15] Βλ. Δ. Τριανταφύλλου, ό.π. σσ. 160-161.

[16] Βλ. Κ. Γρηγοριάδου, Χριστιανική ηθική (1975) 174-175.

[17]  Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Β. Γιούλτση, Ι. Πέτρου, Ν. Τζουμάκα, Θέματα Χριστιανικής Ηθικής, εκδ. ΟΕΔΒ (χ.χ) σ. 126.



*  Η Βασιλική Β. Παππά είναι Msc, MA Θεολόγος – Δημοσιογράφος.


Αναδημοσίευση από: https://www.fractalart.gr/vasiliki-pappa/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...