Το κοινωνικό έργο του αγίου Ιωάννου
του Χρυσοστόμου
και η σύγχρονη κοινωνική –
φιλανθρωπική δράση της Εκκλησίας
|
Αρχιμ.
Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ. Θ.
Ο άγιος Ιωάννης
ο Χρυσόστομος είναι ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες της Εκκλησίας, όντας
λαμπρό υπόδειγμα πλήρους και ολοκληρωτικής αφιερώσεως στην ποιμαντική διακονία
του λαού του Θεού. Ιεράρχης με ασυνήθιστες πνευματικές ικανότητες, με
ακατάβλητο ψυχικό σθένος και με πλούσια και εμφανή τα χαρίσματα της Θείας
Πρόνοιας ήταν επόμενο να διακριθεί ως εξέχουσα προσωπικότητα στη χορεία των
μεγάλων Πατέρων που κοσμούν το στερέωμα της Εκκλησίας [1]...
Γεννήθηκε στην
Αντιόχεια το 344 μ.Χ. Ο πατέρας του, Σεκούνδος, δημόσιος λειτουργός υψηλού
βαθμού στην αυτοκρατορική υπηρεσία, άφησε χήρα την εικοσαετή σύζυγό του, Ανθούσα,
λίγο μετά τη γέννηση του γιου τους. Η ευσεβής Ανθούσα, ελληνικής καταγωγής,
αποφάσισε να αφοσιωθεί στην εκπαίδευση του γιου της. Ο Ιωάννης σπούδασε
φιλοσοφία και ρητορική. Μαθήτευσε δίπλα στον περίφημο ρήτορα Λιβάνιο και ο
ίδιος άσκησε την τέχνη της ρητορικής στα δικαστήρια μέχρι τον θάνατο της
μητέρας του οπότε και αναχώρησε για την έρημο ως μοναχός. Το 381 χειροτονήθηκε
διάκονος και το 386 πρεσβύτερος.
Το μεγάλο χάρισμα του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου και το κύριο γνώρισμά του ήταν η ευγλωττία του. Έγινε γνωστός σε όλους για τη ρητορική του δεινότητα. Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της Αντιόχειας και διαδόθηκε παντού. Το 397 η αυτοκρατορική αυλή τον επέλεξε ως αρχιεπίσκοπο της Κωνσταντινούπολης και χειροτονήθηκε το 398. Κατά τη διάρκεια των έξι ετών της ποιμαντορικής του διακονίας εργάστηκε με όλες του τις δυνάμεις, διδάσκοντας το λαό και ποιμαίνοντας την Εκκλησία. Αλλά ο άγιος Ιωάννης δεν ήταν από τους ανθρώπους που συμβιβάζονται με το κακό, κι είχε να παλέψει τότε με πολλά κακά, εκκλησιαστικά και πολιτικά [2]. Στο πλαίσιο αυτό της υψηλής διακονίας και ευθύνης του και προκειμένου να ανταποκριθεί στην ιερατική αποστολή του δεν εδίστασε να έλθει σε σύγκρουση με το κατεστημένο της εποχής του, κάτι όμως που στοίχισε όχι μόνο την απομάκρυνσή του από τον αρχιερατικό θρόνο, αλλά και την εξορία. Οι δραστηριότητες του αρχιεπισκόπου ενόχλησαν μια μερίδα του κλήρου, που είχε ελεγχθεί για εκκλησιαστικές αυθαιρεσίες, καθώς και την φιλόδοξη αυτοκράτειρα Ευδοξία. Η Ευδοξία ενοχλήθηκε από τη θαρραλέα κριτική των αυθαιρεσιών της από τον αρχιεπίσκοπο και οργισμένη με τα λόγια του Χρυσοστόμου ζήτησε από τον σύζυγό της Αρκάδιο να λάβει μέτρα εναντίον του [3]. Θλιβερά γεγονότα οδήγησαν στην καθαίρεσή του από το αρχιεπισκοπικό αξίωμα το 404 στη σύνοδο της Δρυός κι εξορίστηκε [4]. Εκοιμήθη στα Κόμανα του Πόντου κατά τη διάρκεια της δεύτερης εξορίας του, στις 14 Σεπτεμβρίου 407. Επειδή όμως η ημερομηνία αυτή συμπίπτει με τη μεγάλη εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, η μνήμη του μετατίθεται στις 13 Νοεμβρίου [5].
Ο άγιος Ιωάννης, λίγα χρόνια μετά το θάνατό του, ονομάσθηκε Χρυσόστομος εξαιτίας της μεγάλης
ρητορικής του δεινότητας. Ερμήνευσε σχεδόν όλη την Αγία Γραφή, και τα έργα που άφησε στην Εκκλησία είναι από τους μεγαλύτερους πνευματικούς θησαυρούς του κόσμου. Είναι ο μεγάλος Ιεράρχης, ο οικουμενικός Διδάσκαλος και ο Μάρτυρας της Εκκλησίας. Ολόκληρος η ζωή του ήτο μία ζωή προσφοράς και θυσίας [6]. Ως άριστος γεωργός στη γη της ποιμαντικής διακονίας έσπειρε και καλλιέργησε με τους λόγους του και την συμπεριφορά του την αρετή, την ελεημοσύνη, την μεγαλοψυχία, την κοινωνικότητα, την γενναιοδωρία, την ταπεινοφροσύνη, την σωφροσύνη, την παρθενία και, πάνω από όλα, την αγάπη η οποία είναι «βασιλίς των αρετών» [7] και «ρίζα πάντων των αγαθών …, πάντοθεν ημάς προς αλλήλους συνάγει συγκολλών» [8]. Η αγάπη αυτή δεν είναι γενική και αόριστη αλλά αναφέρεται στον συγκεκριμένο άνθρωπο [9]. Επίσης τονίζοντας ότι «πάσα πράξις αγαθή καρπός αγάπη εστί» [10] ταυτίζει την αγάπη προς την σύνολη αρετή φανερώνοντας το ιδιαίτερο βάρος το οποίο αποδίδει σε αυτήν [11].
Έκφραση της αγάπης είναι η ελεημοσύνη. Εφόσον ο Θεός είναι ελεήμων και ο άνθρωπος καλείται να ασκήσει την ελεημοσύνη και να μην διστάσει να δώσει υλικά αγαθά σε αυτόν που έχει ανάγκη διότι ο άνθρωπος δεν είναι ιδιοκτήτης αλλά διαχειριστής των υλικών αγαθών. Η σωστή χρήση του πλούτου γίνεται με την κοινωνική αξιοποίησή του. Όποιος ξοδεύει τον πλούτο μόνο για τον εαυτό του, παρατηρεί ο Ιερός Χρυσόστομος, τον χάνει. Αντίθετα όποιος τον ξοδεύει για τους άλλους, τον κάνει δικό του [12]. Ο Χρυσόστομος θεωρώντας ότι όλα τα επίγεια αγαθά είναι του Θεού αρνείται ουσιαστικά την ιδιοκτησία και φέρνει στο προσκήνιο την έννοια της χρήσης του πλούτου. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Γιατί τα πάντα από το Χριστό τα έχουμε πάρει. Κι αυτήν ακόμα την ύπαρξή μας με το θέλημά Του την έχουμε και τη ζωή μας και την αναπνοή μας και το φως και τον αέρα κι ολόκληρη τη γη· κι αν μας στερήσει ένα απ’ αυτά τα αγαθά, αμέσως θα χαθούμε και θα καταστραφούμε. Πάροικοι και παρεπίδημοι είμαστε στη γη. Ακόμη και τα οικονομικά αγαθά, αυτά τα οποία αποκτάει ο άνθρωπος με την εργασία του, με έντιμα μέσα, ακόμη κι αυτά δεν είναι δικά του … Όσο για τους όρους που χρησιμοποιούμε “το δικό μου” και “το δικό σου” πρόκειται για απλές λέξεις, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα … Επειδή λοιπόν δεν είναι δικά μας (τα χρήματα) αλλά του Θεού, θα έπρεπε να ξοδεύομε χάριν των συνανθρώπων μας. Για την παράλειψη αυτού ακριβώς του καθήκοντος κατηγορήθηκε ο πλούσιος της παραβολής και όλοι εκείνοι που στην περιγραφή της Δευτέρας Παρουσίας φέρονται καταδικασμένοι επειδή δεν έθρεψαν τον Κύριο (στα πρόσωπα των φτωχών) … Κοινά είναι (τα υλικά αγαθά), δικά σου και του συνανθρώπου σου, όπως ακριβώς κοινός είναι ο ήλιος και ο αέρας και η γη και όλα τα άλλα φυσικά αγαθά» [13].
Για τον Ιερό Χρυσόστομο η άνιση κατανομή των υλικών αγαθών μέσα στην κοινωνία δημιουργεί σοβαρά προβλήματα δυσλειτουργίας και άλυτα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Για να το κάνει κατανοητό αυτό μεταχειρίζεται το παράδειγμα της τροφής που προσλαμβάνει ο άνθρωπος και η οποία πρέπει να διοχετευθεί σε όλο το σώμα. Αν όμως παραμείνει σε ένα όργανο του σώματος τότε το σώμα δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά. Αναφέρει τα εξής ο άγιος Πατέρας: «Η τροφή του σώματος που είναι κοινή για όλα τα μέλη, αν συγκεντρωθεί όλη σ’ ένα μόνο μέλος και γι’ αυτό το μέλος θα είναι χαμένη. Γιατί αν δεν μπορέσει να χωνευτεί και να θρέψει το σώμα και για το ένα μέλος θα είναι χαμένη. Όταν όμως πάει σε όλα τα μέλη, τότε κι απ’ το καθένα ξεχωριστά κι απ’ όλα τα μέλη αφομοιώνεται. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα χρήματα. Αν δηλ. τα απολαύσεις αποκλειστικά μόνος σου και για σένα πρέπει να θεωρούνται χαμένα. Γιατί δεν θα καρπωθείς το μισθό (του Θεού) για την καλή χρήση τους, ενώ αν τα μοιραστείς με τους άλλους, τότε περισσότερο θα είναι δικά σου και τότε θα καρπωθείς πραγματικά την ωφέλεια που προέρχεται απ’ αυτά. Δεν βλέπεις ότι τα χέρια υπηρετούν και το στόμα μασάει και το στομάχι δέχεται την τροφή; Μήπως λέει το στομάχι: επειδή εγώ δέχτηκα την τροφή, άρα δικαιούμαι να την κρατήσω ολόκληρη για τον εαυτό μου; Ούτε λοιπόν και για τα χρήματα να μην ισχυρίζεσαι και συ κάτι τέτοιο. Καθήκον εκείνου που παίρνει, είναι να δίνει. Όπως είναι κακό το να ιδιοποιείται το στομάχι τις τροφές και να μην τις μοιράζει και στα άλλα μέλη – γιατί έτσι ολόκληρο το σώμα το ζημιώνει – όμοια είναι κακό και το να προορίζουν οι πλεονέκτες τα υπάρχοντά τους μόνο για τον εαυτό τους. Γιατί τούτο και τους εαυτούς τους καταστρέφει και τους άλλους» [14].
Ο άγιος Πατέρας υποστηρίζει ότι για να αποκτήσει κάποιος πλούτη θα περάσει αναγκαστικά απ’ το δρόμο της αδικίας. Γράφει λοιπόν: «Πες μου από πού έχεις τον πλούτο σου; Από πού τον πήρες; Και ο άλλος από πού; Από τον παππού του, λέει, από τον πατέρα του. Θα μπορέσεις άραγε, ανεβαίνοντας πολύ πίσω στη γενιά σου, ν’ αποδείξεις ότι η απόκτηση του πλούτου είναι δίκαιη; Δε θα μπορέσεις όμως, αλλά αναγκαστικά η αρχή και η ρίζα της θα ξεκινούν από κάποια αδικία. Από πού το συμπεραίνω; Γιατί ο Θεός από την αρχή δεν έκανε τον ένα πλούσιο και τον άλλο φτωχό … αλλά έδωσε σε όλους την ίδια γη» [15]. Κατά συνέπεια η ελεημοσύνη θεραπεύει αυτή την αδικία και δίνει την δυνατότητα στον άνθρωπο να κατακτήσει την συγχώρεση. Η ελεημοσύνη δεν προσδιορίζεται από την ποσότητα αλλά από την ποιότητά της. Γι’ αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος θεωρεί τη χήρα που φιλοξένησε τον προφήτη Ηλία «φιλοξενεστέραν του Αβραάμ». Διότι ο Αβραάμ ήταν πλούσιος και φιλοξένησε τους αγγέλους ενώ όμως αυτή η γυναίκα ήταν τελείως πτωχή και φιλοξένησε τον προφήτη Ηλία εμπιστευόμενη την Θεία Πρόνοια γενόμενη παράδειγμα για όλους μας [16].
Μάταια ο άνθρωπος προσεύχεται στο Θεό να του ικανοποιήσει τα αιτήματά του εάν δεν συνοδεύει την προσευχή του με ταπείνωση και ελεημοσύνη. Η ελεημοσύνη είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να εισακουστεί η προσευχή μας. Αναφέρει στο έργο του “Περί ελεημοσύνης”: «Αν του ζητάς (ενν. του Θεού) μαζί με ελεημοσύνη που έκαμες, χρωστά χάρη – αν απαιτείς με ελεημοσύνη, δανείζεις και παίρνεις τόκους. Ναι παρακαλώ. Δεν εισακούεται κανείς σηκώνοντας τα χέρια· άπλωσε τα χέρια σου όχι στον ουρανό, αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν απλώσεις το χέρι σου στα χέρια των φτωχών, άγγιξες την ίδια κορυφή του ουρανού, γιατί αυτός που κάθεται εκεί αυτός παίρνει την ελεημοσύνη – αν υψώσεις τα χέρια άκαρπα, σε τίποτα δεν ωφελήθηκες».
Όσα δίδασκε ο άγιος Ιωάννης για την αγάπη και την ελεημοσύνη τα έκανε πράξη κατά τη διάρκεια της ποιμαντορίας του. Ολόκληρος η ζωή του ήτο μια ζωή προσφοράς και θυσίας [17]. Περιέκοψε τις υπερβολικές και μη αναγκαίες δαπάνες, και κατεύθυνε τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους στα έργα φιλανθρωπίας, στα νοσοκομεία, στην πρόνοια για τις χήρες και τα ορφανά, στους ηλικιωμένους, στους πτωχούς και στερημένους, και γενικά στα έργα ελεημοσύνης. Έστρεψε την προσοχή του στην άσκηση της φιλανθρωπίας περιθάλποντας στους κόλπους της Εκκλησίας όσους είχαν ανάγκη. Όταν ήταν στην Αντιόχεια, υπήρχε πλήθος πτωχών. Εκεί ίδρυσε ευαγή ιδρύματα, όπως πτωχοκομεία και γηροκομεία και καθιέρωσε το συσσίτιο για τους φτωχούς. Η Εκκλησία υπό την καθοδήγηση και φροντίδα του είχε αναλάβει τη διατροφή των φτωχών, των αρρώστων, των ξένων και των φυλακισμένων. Διέτρεφε τρεις χιλιάδες (3.000) απόρους καθημερινά [18]. Ανάλογο έργο επιτέλεσε και στην Κωνσταντινούπολη, όπου ίδρυσε πλήθος ευαγών ιδρυμάτων με σκοπό την ανακούφιση των φτωχών, ορφανών, ξένων και αρρώστων. Οργάνωσε και εκεί το ημερήσιο συσσίτιο με το οποίο έτρεφε επτά χιλιάδες (7.000) απόρους. Ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του απορροφούσε το ενδιαφέρον του για τους φυλακισμένους που την εποχή εκείνη ήταν πολυάριθμοι. Με χρήματα από προσφορές ελευθέρωνε φυλακισμένους για χρέη ή πλήρωνε τα λύτρα των αιχμαλώτων. Σημαντικό ρόλο στη διεξαγωγή του φιλανθρωπικού του έργου διαδραμάτισε η διακόνισσα Ολυμπιάς, προϊσταμένη των φιλανθρωπικών έργων του Χρυσοστόμου στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αφού εχήρευσε νωρίς, υπηρέτησε την Εκκλησία [19].
Ο ιστορικός Θεοδώρητος περιγράφει παραστατικά τι ήταν για όλους τους εμπερίστατους ο Ιερός Χρυσόστομος: «Όταν συλλαμβάνεται κάποιος, τον τραβάει (ενν. τον Χρυσόστομο) για βοηθό. Όταν κάποιος δικάζεται, τον καλεί για συνήγορό του. Ο πεινασμένος του ζητάει τροφή και ο γυμνός ρούχο. Όποιος έχει πένθος του ζητάει παρηγοριά. Άλλος τον παρακαλεί να τον ελευθερώσει από τα δεσμά του κι άλλος τον παίρνει μαζί του για να επισκεφτεί αρρώστους. Ο δούλος σ’ αυτόν πηγαίνει για να κλάψει πικρά από αγανάκτηση κατά του κυρίου του. Η χήρα σ’ αυτόν φωνάζει “λυπήσου με”, ενώ άλλη σ’ αυτόν καταφεύγει, για να θρηνήσει την ορφάνια. Αμέτρητες φροντίδες καταβάλλονται συνέχεια από τον Πνευματικό Πατέρα για όλους. Οδηγείται κάποιος σε δίκη; Αμέσως ο Πατέρας γίνεται συνήγορος. Χτυπάει την πόλη η πείνα; Από συνήγορος γίνεται τροφοδότης. Αρρωσταίνει κάποιος; Ο τροφοδότης γίνεται γιατρός. Έτυχε σε κάποιον πένθος; Ο γιατρός γίνεται παρηγορητής. Χρειάζεται φροντίδα για τους ξένους; Αμέσως γίνεται ξενοδόχος, αυτός που είναι “τοις πάσι τα πάντα” (Α΄Κορ. 9,22).»
Η Εκκλησία σήμερα ακολουθώντας τα διδάγματα και το παράδειγμα του αγίου Ιωάννου και των άλλων Πατέρων της Εκκλησίας ασκεί το φιλανθρωπικό της έργο σε κάθε Μητρόπολη και ενορία. Ευεργετούνται από αυτό χιλιάδες άτομα διαρκώς ώστε είναι αδύνατος η πλήρης αυτών καταγραφή [20]. Αυτό το φιλανθρωπικό έργο είναι ο παραδοσιακός τρόπος της Εκκλησίας για την υποστήριξη του ανθρώπου από τον συνάνθρωπο. Η ενορία σεβόμενη την ανθρώπινη αξιοπρέπεια καλείται να θεραπεύσει τις ανάγκες των αναξιοπαθούντων συνεργαζόμενη με άλλους κρατικούς ή κοινωνικούς φορείς διότι όπως επισημαίνει ο Μακαριότατος αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος για την άσκηση της φιλανθρωπίας της Εκκλησίας χρειάζεται η συνεργασία και με κάποιους αντίστοιχους κοινωνικούς φορείς [21].
Η ενορία καλείται να επιτελέσει το φιλανθρωπικό της έργο βασιζόμενη στο δίκτυο εθελοντών που διαθέτει. Πέρα από το εξειδικευμένο προσωπικό που απασχολείται στις προνοιακές δράσεις της Εκκλησίας, ο μεγαλύτερος όμως αριθμών των απασχολούμενων σε αυτές είναι οι εθελοντές, που ανέρχονται σε χιλιάδες, απασχολούνται σε όλα σχεδόν τα έργα της Εκκλησίας και είναι καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας.
Σήμερα η φιλανθρωπική δράση της Εκκλησίας διοχετεύεται μέσω των γενικών και ενοριακών φιλόπτωχων ταμείων, καθώς και της χριστιανικής αλληλεγγύης της Αρχιεπισκοπής (Η Αποστολή) με στόχο την άμεση παροχή κάθε υλικής ή άλλης βοήθειας σε άτομα και ομάδες που βιώνουν συνθήκες φτώχειας, οικονομικού και κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς και στην καταπολέμηση των αιτιών που προκαλούν τη φτώχεια [22]. Στο πεδίο της μέριμνας για την οικογένεια [23], τη νεότητα [24], τους ηλικιωμένους [25], τη νοσηλευτική και ψυχιατρική φροντίδα, των χρονίως πασχόντων και των ατόμων με ειδικές ανάγκες [26], των φυλακισμένων και αποφυλακισμένων, όσων αντιμετωπίζουν συνθήκες φυσικών καταστροφών, των μεταναστών και των προσφύγων [27], η Εκκλησία είναι παρούσα με το φιλανθρωπικό της έργο.
Το φιλανθρωπικό και προνοιακό έργο της Εκκλησίας, απευθύνεται προς άπαντες. Ο Σαμαρείτης της παραβολής δεν βοήθησε μόνο Σαμαρείτες αλλά και τον εχθρό του τον Ιουδαίο (Λουκ. 10,25 – 37) και ο Χριστός δεν θεράπευσε μόνο Ιουδαίους αλλά και την κόρη της Χαναναίας (Ματθ. 15,21 – 28). Κατά συνέπεια η αγάπη προς τον αλλόθρησκο, τον ξένο, τον μετανάστη είναι η εκπλήρωση του λόγου του Θεού να αγαπάμε τον πλησίον μας ακόμη και τους διώκτες μας (Ματθ. 5,44). Η Εκκλησία θα πρέπει να μεριμνά για όλους τους ανθρώπους ακόμη και για τους αιρετικούς διότι διά της αμέριστης αγάπης θα βοηθήσουμε τους ανθρώπους αυτούς να κατανοήσουν τον εσφαλμένο δρόμο που πήραν στη ζωή τους και να επιστρέψουν στην Εκκλησία του Χριστού. Η προσφορά προς το πλησίον, ασχέτως θρησκευτικής, φυλετικής, εθνικής προέλευσης, είναι προσφορά προς τον ίδιο το Χριστό [28].
Το μεγάλο χάρισμα του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου και το κύριο γνώρισμά του ήταν η ευγλωττία του. Έγινε γνωστός σε όλους για τη ρητορική του δεινότητα. Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της Αντιόχειας και διαδόθηκε παντού. Το 397 η αυτοκρατορική αυλή τον επέλεξε ως αρχιεπίσκοπο της Κωνσταντινούπολης και χειροτονήθηκε το 398. Κατά τη διάρκεια των έξι ετών της ποιμαντορικής του διακονίας εργάστηκε με όλες του τις δυνάμεις, διδάσκοντας το λαό και ποιμαίνοντας την Εκκλησία. Αλλά ο άγιος Ιωάννης δεν ήταν από τους ανθρώπους που συμβιβάζονται με το κακό, κι είχε να παλέψει τότε με πολλά κακά, εκκλησιαστικά και πολιτικά [2]. Στο πλαίσιο αυτό της υψηλής διακονίας και ευθύνης του και προκειμένου να ανταποκριθεί στην ιερατική αποστολή του δεν εδίστασε να έλθει σε σύγκρουση με το κατεστημένο της εποχής του, κάτι όμως που στοίχισε όχι μόνο την απομάκρυνσή του από τον αρχιερατικό θρόνο, αλλά και την εξορία. Οι δραστηριότητες του αρχιεπισκόπου ενόχλησαν μια μερίδα του κλήρου, που είχε ελεγχθεί για εκκλησιαστικές αυθαιρεσίες, καθώς και την φιλόδοξη αυτοκράτειρα Ευδοξία. Η Ευδοξία ενοχλήθηκε από τη θαρραλέα κριτική των αυθαιρεσιών της από τον αρχιεπίσκοπο και οργισμένη με τα λόγια του Χρυσοστόμου ζήτησε από τον σύζυγό της Αρκάδιο να λάβει μέτρα εναντίον του [3]. Θλιβερά γεγονότα οδήγησαν στην καθαίρεσή του από το αρχιεπισκοπικό αξίωμα το 404 στη σύνοδο της Δρυός κι εξορίστηκε [4]. Εκοιμήθη στα Κόμανα του Πόντου κατά τη διάρκεια της δεύτερης εξορίας του, στις 14 Σεπτεμβρίου 407. Επειδή όμως η ημερομηνία αυτή συμπίπτει με τη μεγάλη εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, η μνήμη του μετατίθεται στις 13 Νοεμβρίου [5].
Ο άγιος Ιωάννης, λίγα χρόνια μετά το θάνατό του, ονομάσθηκε Χρυσόστομος εξαιτίας της μεγάλης
ρητορικής του δεινότητας. Ερμήνευσε σχεδόν όλη την Αγία Γραφή, και τα έργα που άφησε στην Εκκλησία είναι από τους μεγαλύτερους πνευματικούς θησαυρούς του κόσμου. Είναι ο μεγάλος Ιεράρχης, ο οικουμενικός Διδάσκαλος και ο Μάρτυρας της Εκκλησίας. Ολόκληρος η ζωή του ήτο μία ζωή προσφοράς και θυσίας [6]. Ως άριστος γεωργός στη γη της ποιμαντικής διακονίας έσπειρε και καλλιέργησε με τους λόγους του και την συμπεριφορά του την αρετή, την ελεημοσύνη, την μεγαλοψυχία, την κοινωνικότητα, την γενναιοδωρία, την ταπεινοφροσύνη, την σωφροσύνη, την παρθενία και, πάνω από όλα, την αγάπη η οποία είναι «βασιλίς των αρετών» [7] και «ρίζα πάντων των αγαθών …, πάντοθεν ημάς προς αλλήλους συνάγει συγκολλών» [8]. Η αγάπη αυτή δεν είναι γενική και αόριστη αλλά αναφέρεται στον συγκεκριμένο άνθρωπο [9]. Επίσης τονίζοντας ότι «πάσα πράξις αγαθή καρπός αγάπη εστί» [10] ταυτίζει την αγάπη προς την σύνολη αρετή φανερώνοντας το ιδιαίτερο βάρος το οποίο αποδίδει σε αυτήν [11].
Έκφραση της αγάπης είναι η ελεημοσύνη. Εφόσον ο Θεός είναι ελεήμων και ο άνθρωπος καλείται να ασκήσει την ελεημοσύνη και να μην διστάσει να δώσει υλικά αγαθά σε αυτόν που έχει ανάγκη διότι ο άνθρωπος δεν είναι ιδιοκτήτης αλλά διαχειριστής των υλικών αγαθών. Η σωστή χρήση του πλούτου γίνεται με την κοινωνική αξιοποίησή του. Όποιος ξοδεύει τον πλούτο μόνο για τον εαυτό του, παρατηρεί ο Ιερός Χρυσόστομος, τον χάνει. Αντίθετα όποιος τον ξοδεύει για τους άλλους, τον κάνει δικό του [12]. Ο Χρυσόστομος θεωρώντας ότι όλα τα επίγεια αγαθά είναι του Θεού αρνείται ουσιαστικά την ιδιοκτησία και φέρνει στο προσκήνιο την έννοια της χρήσης του πλούτου. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Γιατί τα πάντα από το Χριστό τα έχουμε πάρει. Κι αυτήν ακόμα την ύπαρξή μας με το θέλημά Του την έχουμε και τη ζωή μας και την αναπνοή μας και το φως και τον αέρα κι ολόκληρη τη γη· κι αν μας στερήσει ένα απ’ αυτά τα αγαθά, αμέσως θα χαθούμε και θα καταστραφούμε. Πάροικοι και παρεπίδημοι είμαστε στη γη. Ακόμη και τα οικονομικά αγαθά, αυτά τα οποία αποκτάει ο άνθρωπος με την εργασία του, με έντιμα μέσα, ακόμη κι αυτά δεν είναι δικά του … Όσο για τους όρους που χρησιμοποιούμε “το δικό μου” και “το δικό σου” πρόκειται για απλές λέξεις, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα … Επειδή λοιπόν δεν είναι δικά μας (τα χρήματα) αλλά του Θεού, θα έπρεπε να ξοδεύομε χάριν των συνανθρώπων μας. Για την παράλειψη αυτού ακριβώς του καθήκοντος κατηγορήθηκε ο πλούσιος της παραβολής και όλοι εκείνοι που στην περιγραφή της Δευτέρας Παρουσίας φέρονται καταδικασμένοι επειδή δεν έθρεψαν τον Κύριο (στα πρόσωπα των φτωχών) … Κοινά είναι (τα υλικά αγαθά), δικά σου και του συνανθρώπου σου, όπως ακριβώς κοινός είναι ο ήλιος και ο αέρας και η γη και όλα τα άλλα φυσικά αγαθά» [13].
Για τον Ιερό Χρυσόστομο η άνιση κατανομή των υλικών αγαθών μέσα στην κοινωνία δημιουργεί σοβαρά προβλήματα δυσλειτουργίας και άλυτα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Για να το κάνει κατανοητό αυτό μεταχειρίζεται το παράδειγμα της τροφής που προσλαμβάνει ο άνθρωπος και η οποία πρέπει να διοχετευθεί σε όλο το σώμα. Αν όμως παραμείνει σε ένα όργανο του σώματος τότε το σώμα δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά. Αναφέρει τα εξής ο άγιος Πατέρας: «Η τροφή του σώματος που είναι κοινή για όλα τα μέλη, αν συγκεντρωθεί όλη σ’ ένα μόνο μέλος και γι’ αυτό το μέλος θα είναι χαμένη. Γιατί αν δεν μπορέσει να χωνευτεί και να θρέψει το σώμα και για το ένα μέλος θα είναι χαμένη. Όταν όμως πάει σε όλα τα μέλη, τότε κι απ’ το καθένα ξεχωριστά κι απ’ όλα τα μέλη αφομοιώνεται. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα χρήματα. Αν δηλ. τα απολαύσεις αποκλειστικά μόνος σου και για σένα πρέπει να θεωρούνται χαμένα. Γιατί δεν θα καρπωθείς το μισθό (του Θεού) για την καλή χρήση τους, ενώ αν τα μοιραστείς με τους άλλους, τότε περισσότερο θα είναι δικά σου και τότε θα καρπωθείς πραγματικά την ωφέλεια που προέρχεται απ’ αυτά. Δεν βλέπεις ότι τα χέρια υπηρετούν και το στόμα μασάει και το στομάχι δέχεται την τροφή; Μήπως λέει το στομάχι: επειδή εγώ δέχτηκα την τροφή, άρα δικαιούμαι να την κρατήσω ολόκληρη για τον εαυτό μου; Ούτε λοιπόν και για τα χρήματα να μην ισχυρίζεσαι και συ κάτι τέτοιο. Καθήκον εκείνου που παίρνει, είναι να δίνει. Όπως είναι κακό το να ιδιοποιείται το στομάχι τις τροφές και να μην τις μοιράζει και στα άλλα μέλη – γιατί έτσι ολόκληρο το σώμα το ζημιώνει – όμοια είναι κακό και το να προορίζουν οι πλεονέκτες τα υπάρχοντά τους μόνο για τον εαυτό τους. Γιατί τούτο και τους εαυτούς τους καταστρέφει και τους άλλους» [14].
Ο άγιος Πατέρας υποστηρίζει ότι για να αποκτήσει κάποιος πλούτη θα περάσει αναγκαστικά απ’ το δρόμο της αδικίας. Γράφει λοιπόν: «Πες μου από πού έχεις τον πλούτο σου; Από πού τον πήρες; Και ο άλλος από πού; Από τον παππού του, λέει, από τον πατέρα του. Θα μπορέσεις άραγε, ανεβαίνοντας πολύ πίσω στη γενιά σου, ν’ αποδείξεις ότι η απόκτηση του πλούτου είναι δίκαιη; Δε θα μπορέσεις όμως, αλλά αναγκαστικά η αρχή και η ρίζα της θα ξεκινούν από κάποια αδικία. Από πού το συμπεραίνω; Γιατί ο Θεός από την αρχή δεν έκανε τον ένα πλούσιο και τον άλλο φτωχό … αλλά έδωσε σε όλους την ίδια γη» [15]. Κατά συνέπεια η ελεημοσύνη θεραπεύει αυτή την αδικία και δίνει την δυνατότητα στον άνθρωπο να κατακτήσει την συγχώρεση. Η ελεημοσύνη δεν προσδιορίζεται από την ποσότητα αλλά από την ποιότητά της. Γι’ αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος θεωρεί τη χήρα που φιλοξένησε τον προφήτη Ηλία «φιλοξενεστέραν του Αβραάμ». Διότι ο Αβραάμ ήταν πλούσιος και φιλοξένησε τους αγγέλους ενώ όμως αυτή η γυναίκα ήταν τελείως πτωχή και φιλοξένησε τον προφήτη Ηλία εμπιστευόμενη την Θεία Πρόνοια γενόμενη παράδειγμα για όλους μας [16].
Μάταια ο άνθρωπος προσεύχεται στο Θεό να του ικανοποιήσει τα αιτήματά του εάν δεν συνοδεύει την προσευχή του με ταπείνωση και ελεημοσύνη. Η ελεημοσύνη είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να εισακουστεί η προσευχή μας. Αναφέρει στο έργο του “Περί ελεημοσύνης”: «Αν του ζητάς (ενν. του Θεού) μαζί με ελεημοσύνη που έκαμες, χρωστά χάρη – αν απαιτείς με ελεημοσύνη, δανείζεις και παίρνεις τόκους. Ναι παρακαλώ. Δεν εισακούεται κανείς σηκώνοντας τα χέρια· άπλωσε τα χέρια σου όχι στον ουρανό, αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν απλώσεις το χέρι σου στα χέρια των φτωχών, άγγιξες την ίδια κορυφή του ουρανού, γιατί αυτός που κάθεται εκεί αυτός παίρνει την ελεημοσύνη – αν υψώσεις τα χέρια άκαρπα, σε τίποτα δεν ωφελήθηκες».
Όσα δίδασκε ο άγιος Ιωάννης για την αγάπη και την ελεημοσύνη τα έκανε πράξη κατά τη διάρκεια της ποιμαντορίας του. Ολόκληρος η ζωή του ήτο μια ζωή προσφοράς και θυσίας [17]. Περιέκοψε τις υπερβολικές και μη αναγκαίες δαπάνες, και κατεύθυνε τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους στα έργα φιλανθρωπίας, στα νοσοκομεία, στην πρόνοια για τις χήρες και τα ορφανά, στους ηλικιωμένους, στους πτωχούς και στερημένους, και γενικά στα έργα ελεημοσύνης. Έστρεψε την προσοχή του στην άσκηση της φιλανθρωπίας περιθάλποντας στους κόλπους της Εκκλησίας όσους είχαν ανάγκη. Όταν ήταν στην Αντιόχεια, υπήρχε πλήθος πτωχών. Εκεί ίδρυσε ευαγή ιδρύματα, όπως πτωχοκομεία και γηροκομεία και καθιέρωσε το συσσίτιο για τους φτωχούς. Η Εκκλησία υπό την καθοδήγηση και φροντίδα του είχε αναλάβει τη διατροφή των φτωχών, των αρρώστων, των ξένων και των φυλακισμένων. Διέτρεφε τρεις χιλιάδες (3.000) απόρους καθημερινά [18]. Ανάλογο έργο επιτέλεσε και στην Κωνσταντινούπολη, όπου ίδρυσε πλήθος ευαγών ιδρυμάτων με σκοπό την ανακούφιση των φτωχών, ορφανών, ξένων και αρρώστων. Οργάνωσε και εκεί το ημερήσιο συσσίτιο με το οποίο έτρεφε επτά χιλιάδες (7.000) απόρους. Ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του απορροφούσε το ενδιαφέρον του για τους φυλακισμένους που την εποχή εκείνη ήταν πολυάριθμοι. Με χρήματα από προσφορές ελευθέρωνε φυλακισμένους για χρέη ή πλήρωνε τα λύτρα των αιχμαλώτων. Σημαντικό ρόλο στη διεξαγωγή του φιλανθρωπικού του έργου διαδραμάτισε η διακόνισσα Ολυμπιάς, προϊσταμένη των φιλανθρωπικών έργων του Χρυσοστόμου στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αφού εχήρευσε νωρίς, υπηρέτησε την Εκκλησία [19].
Ο ιστορικός Θεοδώρητος περιγράφει παραστατικά τι ήταν για όλους τους εμπερίστατους ο Ιερός Χρυσόστομος: «Όταν συλλαμβάνεται κάποιος, τον τραβάει (ενν. τον Χρυσόστομο) για βοηθό. Όταν κάποιος δικάζεται, τον καλεί για συνήγορό του. Ο πεινασμένος του ζητάει τροφή και ο γυμνός ρούχο. Όποιος έχει πένθος του ζητάει παρηγοριά. Άλλος τον παρακαλεί να τον ελευθερώσει από τα δεσμά του κι άλλος τον παίρνει μαζί του για να επισκεφτεί αρρώστους. Ο δούλος σ’ αυτόν πηγαίνει για να κλάψει πικρά από αγανάκτηση κατά του κυρίου του. Η χήρα σ’ αυτόν φωνάζει “λυπήσου με”, ενώ άλλη σ’ αυτόν καταφεύγει, για να θρηνήσει την ορφάνια. Αμέτρητες φροντίδες καταβάλλονται συνέχεια από τον Πνευματικό Πατέρα για όλους. Οδηγείται κάποιος σε δίκη; Αμέσως ο Πατέρας γίνεται συνήγορος. Χτυπάει την πόλη η πείνα; Από συνήγορος γίνεται τροφοδότης. Αρρωσταίνει κάποιος; Ο τροφοδότης γίνεται γιατρός. Έτυχε σε κάποιον πένθος; Ο γιατρός γίνεται παρηγορητής. Χρειάζεται φροντίδα για τους ξένους; Αμέσως γίνεται ξενοδόχος, αυτός που είναι “τοις πάσι τα πάντα” (Α΄Κορ. 9,22).»
Η Εκκλησία σήμερα ακολουθώντας τα διδάγματα και το παράδειγμα του αγίου Ιωάννου και των άλλων Πατέρων της Εκκλησίας ασκεί το φιλανθρωπικό της έργο σε κάθε Μητρόπολη και ενορία. Ευεργετούνται από αυτό χιλιάδες άτομα διαρκώς ώστε είναι αδύνατος η πλήρης αυτών καταγραφή [20]. Αυτό το φιλανθρωπικό έργο είναι ο παραδοσιακός τρόπος της Εκκλησίας για την υποστήριξη του ανθρώπου από τον συνάνθρωπο. Η ενορία σεβόμενη την ανθρώπινη αξιοπρέπεια καλείται να θεραπεύσει τις ανάγκες των αναξιοπαθούντων συνεργαζόμενη με άλλους κρατικούς ή κοινωνικούς φορείς διότι όπως επισημαίνει ο Μακαριότατος αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος για την άσκηση της φιλανθρωπίας της Εκκλησίας χρειάζεται η συνεργασία και με κάποιους αντίστοιχους κοινωνικούς φορείς [21].
Η ενορία καλείται να επιτελέσει το φιλανθρωπικό της έργο βασιζόμενη στο δίκτυο εθελοντών που διαθέτει. Πέρα από το εξειδικευμένο προσωπικό που απασχολείται στις προνοιακές δράσεις της Εκκλησίας, ο μεγαλύτερος όμως αριθμών των απασχολούμενων σε αυτές είναι οι εθελοντές, που ανέρχονται σε χιλιάδες, απασχολούνται σε όλα σχεδόν τα έργα της Εκκλησίας και είναι καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας.
Σήμερα η φιλανθρωπική δράση της Εκκλησίας διοχετεύεται μέσω των γενικών και ενοριακών φιλόπτωχων ταμείων, καθώς και της χριστιανικής αλληλεγγύης της Αρχιεπισκοπής (Η Αποστολή) με στόχο την άμεση παροχή κάθε υλικής ή άλλης βοήθειας σε άτομα και ομάδες που βιώνουν συνθήκες φτώχειας, οικονομικού και κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς και στην καταπολέμηση των αιτιών που προκαλούν τη φτώχεια [22]. Στο πεδίο της μέριμνας για την οικογένεια [23], τη νεότητα [24], τους ηλικιωμένους [25], τη νοσηλευτική και ψυχιατρική φροντίδα, των χρονίως πασχόντων και των ατόμων με ειδικές ανάγκες [26], των φυλακισμένων και αποφυλακισμένων, όσων αντιμετωπίζουν συνθήκες φυσικών καταστροφών, των μεταναστών και των προσφύγων [27], η Εκκλησία είναι παρούσα με το φιλανθρωπικό της έργο.
Το φιλανθρωπικό και προνοιακό έργο της Εκκλησίας, απευθύνεται προς άπαντες. Ο Σαμαρείτης της παραβολής δεν βοήθησε μόνο Σαμαρείτες αλλά και τον εχθρό του τον Ιουδαίο (Λουκ. 10,25 – 37) και ο Χριστός δεν θεράπευσε μόνο Ιουδαίους αλλά και την κόρη της Χαναναίας (Ματθ. 15,21 – 28). Κατά συνέπεια η αγάπη προς τον αλλόθρησκο, τον ξένο, τον μετανάστη είναι η εκπλήρωση του λόγου του Θεού να αγαπάμε τον πλησίον μας ακόμη και τους διώκτες μας (Ματθ. 5,44). Η Εκκλησία θα πρέπει να μεριμνά για όλους τους ανθρώπους ακόμη και για τους αιρετικούς διότι διά της αμέριστης αγάπης θα βοηθήσουμε τους ανθρώπους αυτούς να κατανοήσουν τον εσφαλμένο δρόμο που πήραν στη ζωή τους και να επιστρέψουν στην Εκκλησία του Χριστού. Η προσφορά προς το πλησίον, ασχέτως θρησκευτικής, φυλετικής, εθνικής προέλευσης, είναι προσφορά προς τον ίδιο το Χριστό [28].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Χ. Κρικώνη, Η
προσωπικότητα ενός πολυπαθούς Αγίου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στο www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata Βλ. επίσης Σ.
Παπαδοπούλου, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τόμος Α΄, Η ζωή του, η δράση του,
οι συγγραφές του, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006, και τόμος Β΄, Η
σκέψη του, η προσφορά του, η μεγαλωσύνη του, εκδ. Αποστολικής Διακονίας,
Αθήνα 2010.
[2] Μητροπ.
Κοζάνης Διονυσίου, Εικόνες Έμψυχοι, εκδ. Αποστ. Διακονίας, Αθήνα 2000,
σελ. 26 – 28.
[3] Χ. Κρικώνη, Η
προσωπικότητα ενός πολυπαθούς Αγίου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στο www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata
[4] Βλ. Βλ. Φειδά,
Εκκλησιαστική Ιστορία τ. Α΄, Αθήνα 1994, σελ. 550 – 552.
[5] Η δεύτερη
εορτή της μνήμης του αγίου Ιεράρχη γίνεται σε ανάμνηση της ανακομιδής των
λειψάνων του στην Κωνσταντινούπολη από τον τόπο της εξορίας, όπου απέθανε. Αυτή
η ανακομιδή έγινε τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του, από το διάκονο και διάδοχο
του αγίου Χρυσοστόμου, αρχιεπίσκοπο Πρόκλο στα 438, όταν αυτοκράτορας ήταν ο
Θεοδόσιος ο Μικρός. Βλ. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Λόγος εγκωμιαστικός εις
την ανακομιδή του λειψάνου του εν αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου,
Εις τον Οικουμενικόν Διδάσκαλον και Φωστήρα της Εκκλησίας Άγιον Ιωάννην τον
Χρυσόστομον, Βίος – Εγκωμιαστικός λόγος – Παρακλητικός κανών – Χαιρετισμοί –
Απανθίσματα, έκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1991.
[6] Η. Μουτσούλα,
«Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ο Αρχιεπίσκοπος της αγάπης», στο Χριστόδουλος,
Αφιερωματικός Τόμος, Αθήνα 2010, σελ. 779 – 786.
[7] PG 55, 385 – 386.
[8] PG 58, 497.
[9] Γ. Μαντζαρίδη,
Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 253.
[10] PG 56, 277.
[11] Περισσότερα
για τη σταυρική μίμηση της αγάπης του Χριστού βλ. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Ο
Σταυρός του Χριστού. Η κρίση της κρίσεως μας, στο http://imverias.blogspot.com/2018/03/blog-post_13.html
[12] Ομιλία στην Α΄Κορινθίους, PG 61, 86. Βλ.
Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Οικονομική κρίση και χριστιανικό ήθος,
Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 219.
[13] Ομιλία στην Α΄Κορινθίους, PG 61, 86 – 87.
[14] Ό.π., PG 61, 86 – 87.
[15] PG 62, 562/3.
[16] Βλ. Αρχιμ.
Θεοφίλου Λεμοντζή, Οικονομική κρίση και χριστιανικό ήθος, Θεσσαλονίκη
2013, σελ. 142.
[17] Η. Μουτσούλα,
«Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ο Αρχιεπίσκοπος της αγάπης», στο Χριστόδουλος,
Αφιερωματικός Τόμος, Αθήνα 2010, σελ. 779 – 786.
[18] Π. Χρήστου, Ελληνική
Πατρολογία, τ. Δ΄, Θεσσαλονίκη 1969, σελ. 236.
[19] Π. Χρήστου, Ο
Ιωάννης Χρυσόστομος και οι Καππαδόκαι, «ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΒΛΑΤΑΔΩΝ», έκδ.
Παναγιώτης Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1973.
[20] Βλ. Ιερά
Αρχιεπισκοπή Αθηνών, Ίδρυμα Νεότητος, Επετηρίδα Έτους 1996, σελ. 58.
[21] Εισήγησις του
Μητροπολίτου Θηβών και Λεβαδείας κ. κ. Ιερωνύμου (νυν αρχιεπισκόπου Αθηνών και
πάσης Ελλάδος) ενώπιον της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος την 6ην
Οκτωβρίου 2005 με θέμα «ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ», στο www.ecclesia.gr/greek/holysynod/eisigiseis/ieronimos_exousia.htm
[22] Ιερωνύμου Β΄,
Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, “ Φιλανθρωπικό – Κοινωνικό Έργο
(της Εκκλησίας)”, στο περιοδικό Εκκλησία, Οκτώβριος 2016, σελ. 834 –
835. Βλ. επίσης: Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, Η μαρτυρία της
αγάπης: Το φιλανθρωπικό και κοινωνικό Έργο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Συλλογικός Τόμος. Κλάδος Εκδόσεων Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της
Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2001, σελ. 29.
[23] Δ. Χαντζή, Η
συμβολή της Εκκλησίας στην κοινωνική προστασία. Εθνικό Κέντρο Δημόσιας
Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔΑ), σελ.58, στο ekdda.gr
[24] Δ. Χαντζή, ό.π.,
σελ. 94 – 96.
[25] Δ. Χαντζή, ό.π.,
σελ. 79 – 81.
[26] Βλ. Αρχιμ.
Ειρηναίου Λαφτσή, Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη διαμόρφωση των
Νοσοκομείων και της Ιατρικής Εκπαίδευσης, Έκδοση του Ιδρύματος χρονίως
πασχόντων ο «Άγιος Κυπριανός» της Ι.Μ. Αλεξανδρουπόλεως, Αλεξανδρούπολη 2008.
[27] Ιερά Σύνοδος
της Εκκλησίας της Ελλάδας, Η μαρτυρία της αγάπης: Το φιλανθρωπικό και
κοινωνικό Έργο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ό.π., σελ. 61 – 78.
[28] Αρχιμ. Θεοφίλου
Λεμοντζή, «Το κοινωνικό – προνοιακό ενοριακό έργο. Τόπος και τρόπος έκφρασης
της τοπικής αλληλεγγύης και συνεργασίας», Εισήγηση κατά τη διάρκεια της
ποιμαντικής επιμόρφωσης των κληρικών της Ιερά Μητροπόλεως Βεροίας, Καμπανίας
και Ναούσης (28 – 3 – 2019). Περισσότερα βλ. http://www.ipe.gr
Αναδημοσίευση από: http://antiairetikos.blogspot.com/2019/12/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.