Οι πρακτικές της ευγονικής
στις ΗΠΑ και τη Ναζιστική Γερμανία
|
Tην
«ευγονική» ως επιστημονικό όρο συνέλαβε το 1883 ο Sir Francis Galton,
ετεροθαλής εξάδελφος του Δαρβίνου, και την παρουσίασε δημοσίως ως τη «μελέτη των
κοινωνικά ελέγξιµων παραγόντων που µπορούν να βελτιώσουν ή να µειώσουν τα
φυλετικά προσόντα των µελλοντικών γενεών, τόσο σωµατικά όσο και νοητικά».
Αντικείμενο αφενός της
θετικής ευγονικής ήταν η «βελτίωση» των χαρακτηριστικών ενός οργανισμού
ή ενός είδους μέσω της επιλεκτικής διασταύρωσης, αφετέρου δε η
αρνητική ευγονική αποσκοπούσε στη συστηματική εξάλειψη των
αποκαλούμενων ανεπιθύμητων γενετικών χαρακτηριστικών.
Βέβαια, o όρος «ευγονική» έχει
χρησιµοποιηθεί µε ποικίλες σηµασίες. Έχει συλληφθεί ως ιδανικό,
ως δόγµα, ως επιστήµη
αλλά και ως κοινωνικό κίνηµα. Η
ευγονική στόχευσε στη δηµιουργία καλύτερων απογόνων και στη βελτίωση της
γενετικής δεξαµενής της ανθρωπότητας.
Οι ΗΠΑ πρωτοπορούν στην ευγονική
Οι πρώτες πρακτικές εφαρμογής της ευγονικής
ανιχνεύονται ήδη από τη δεκαετία του 1890 και κορυφώνονται
μέχρι το 1930 στις ΗΠΑ, ενώ από το 1933 με την
άνοδο του Χίτλερ στη Γερμανία, η ευγονική έμελλε να επηρεάσει
τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων μέχρι το 1945.
Τα κινήµατα της ευγονικής έχαιραν
της αποδοχής αλλά και του ενθουσιασµού µεγάλου µέρους επιστηµόνων
οι οποίοι δραστηριοποιούνταν στο χώρο της γενετικής. Αποτέλεσαν κίνητρο για
έρευνα, και στις Ηνωµένες Πολιτείες της Αµερικής χρηµατοδοτήθηκαν
από µεγάλες και πλούσιες οικογένειες, όπως οι Rockfellers.
Η έρευνα του Galton για την ευγονική
Η έρευνά του έδειξε ότι κάποιες οικογένειες είχαν
πολύ περισσότερες πιθανότητες να αφήσουν
προικισµένους απογόνους από άλλες, γι’ αυτό και ο ίδιος πίστευε
πως για να βελτιωθεί η διανοητική κατάσταση µιας κοινωνίας, η πολιτεία θα
έπρεπε: α) να επιβάλει στα µέλη της κοινωνικής και
πνευµατικής ελίτ να παντρεύονται νωρίς και να κάνουν όσο το
δυνατόν περισσότερα παιδιά και β)
να λάβει µέτρα για τον περιορισµό των γεννήσεων στα κατώτερα
κοινωνικά στρώµατα, µε στόχο να αποφευχθεί η
αναπαραγωγή ατόµων που υστερούν διανοητικά.
Με λίγα λόγια, θεωρούσε ότι ο
έλεγχος των γεννήσεων δεν ήταν απλά εφικτό αλλά και απόλυτα επιθυµητό.
Πρότεινε, ακόµα, τη στείρωση των
ηλιθίων, των εγκληµατιών και των φτωχών που δεν µπορούσαν να
ικανοποιήσουν τις επιτακτικές τους ανάγκες από µόνοι τους. Η πρόθεσή του ήταν
να αναδείξει την ευγονική όσο το δυνατόν περισσότερο, καθώς πίστευε πως θα
αποτελούσε τη θρησκεία του µέλλοντος. Έτσι, ίδρυσε το 1907 στο
Λονδίνο το «Εργαστήριο Εθνικής Ευγονικής» µε στόχο τη µελέτη
της σχέσης κληρονοµικότητας και κοινωνικού περιβάλλοντος, και το
1908 την «Εταιρία Ευγονικής Εκπαίδευσης».
Στην Αγγλία, αλλά και στις Ηνωµένες Πολιτείες της
Αµερικής, η δουλειά του Galton έγινε ιδιαίτερα
δηµοφιλής και συνεχίστηκε από τον συνεργάτη του Karl
Pearson (1857–1936). Η ευγονική εκτός από ένα ερευνητικό
πρόγραµµα έλαβε τις διαστάσεις ενός δηµοφιλούς
κινήµατος. Επιστηµονικές οµάδες ερευνούσαν τα γενεαλογικά
δέντρα και διασταύρωναν πληροφορίες, ενώ µαθήµατα ευγονικής
εντάσσονταν στα εκπαιδευτικά προγράµµατα πολλών πανεπιστηµίων.
Με λίγα λόγια, το συµπέρασµα του Galton αλλά και
του Pearson, ήταν το εξής: για να είναι λαµπρό το µέλλον της
ανθρωπότητας, θα πρέπει κάποιες συγκεκριµένες τάξεις και φυλές ανθρώπων να µην
έρχονται σε επαφή και να µην αναπαράγονται µε το «κατώτερο
απόθεµα» ανθρώπων.
Στις Ηνωµένες Πολιτείες της Αµερικής, ειδικότερα,
οι ευγονιστές υποστήριξαν τον περιορισµό της µετανάστευσης,
ισχυριζόµενοι πως οι µετανάστες που έφταναν στις ακτές της στις αρχές του 20ου
αιώνα από την νοτιοανατολική Ευρώπη ήταν υποδεέστεροι σε σύγκριση
µε το «αµερικανικό απόθεµα» σε ό,τι αφορά την ευφυΐα αλλά και άλλες αρετές.
Εξαναγκαστικά μέσα στις επιταγές της ευγονικής και στην Ευρώπη
Ενεργώντας, µάλιστα, σύµφωνα µε τις επιταγές της
θετικής ευγονικής, πολλοί στοχαστές δεν
δίστασαν να
προχωρήσουν στη χρησιµοποίηση εξαναγκαστικών µέσων, όπως οι
ακούσιες και καταναγκαστικές στειρώσεις, µε σκοπό να
παρεµποδίσουν την αναπαραγωγή αυτών που θεωρούνταν ακατάλληλοι. Ανάλογες
ακούσιες και καταναγκαστικές στειρώσεις έλαβαν χώρα ελάχιστα
στην Αγγλία, αλλά επεβλήθησαν από νόµους
που θεσπίστηκαν στη βόρεια Ευρώπη µεταξύ του 1910 και του 1930, σε χώρες όπως η
Δανία, η Γερµανία, η Σουηδία, αλλά και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού
ωκεανού, στις Ηνωµένες Πολιτείες της Αµερικής.
Μάλιστα στη Γερμανία,
όπως προηγουμένως στις Ηνωµένες Πολιτείες, το ενδιαφέρον περί
ευγονικής συνδέθηκε στενά µε το θέµα της φυλής/εθνικότητας.
Η ευγονική στη Ναζιστική Γερμανία
Βασικός στόχος του Χίτλερ
ήταν η αύξηση του Γερµανικού πληθυσµού και η βελτίωση της «ποιότητάς»
του βιολογικά. Ο ναζισµός, λοιπόν, ερχόταν αντιµέτωπος µε τρία
βασικά προβλήµατα φυλετικής παρακµής: τη µείωση του ποσοστού
γεννήσεων, το βιολογικό εκφυλισµό εξαιτίας των κληρονοµικών ασθενειών και την
ανάµειξη των φυλών. Ο Χίτλερ επιθυμούσε να
διατηρηθεί η φυλετική κληρονοµική υπόσταση του Γερµανικού λαού
(Volk). Έτσι, ο τρόπος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο ήταν μέσω της ευγονικής.
Γι’ αυτό και η προώθηση του ποσοστού
των γεννήσεων «υψηλής ποιότητας», οι πρακτικές ευγονικής και η
επιδίωξη της φυλετικής καθαρότητας αποτέλεσαν µέρη του προγράµµατός του µε
στόχο την αναζωογόνηση του Γερµανικού λαού (Volk).
Στη Γερµανία αν και αρκετοί από τους
διαπρεπείς ευγονιστές υπήρξαν ρατσιστές και αντισηµίτες, άλλοι
ήταν πολέµιοι του ρατσισµού, µερικοί ήταν ακόµα και Εβραίοι και
κάποιοι τάσσονταν στην Αριστερά. Οι ναζιστές
δηµιούργησαν ένα πρόγραµµα ευγονικής το οποίο στόχευε
στην κατάκτηση της φυλετικής υγιεινής, καθώς και για τον ίδιο
τον Χίτλερ το βασικότερο καθήκον του κράτους ήταν η
εξασφάλιση της φυλετικής καθαρότητας του λαού του.
Για την επιδίωξη του στόχου του Χίτλερ ως προς τη
βελτίωση της υγείας των Γερµανών, χρησιµοποιήθηκαν µέσα
θετικής αλλά και αρνητικής ευγονικής. Τα µέσα θετικής ευγονικής
περιελάµβαναν µέτρα ενθάρρυνσης της αναπαραγωγής αυτών
που θεωρούνταν «κατάλληλοι» σε ό,τι αφορά την κληρονοµικότητα.
Από την άλλη, τα µέσα αρνητικής ευγονικής προωθούσαν
πρακτικές που εµπόδιζαν την αναπαραγωγή αυτών που θεωρούνταν
«ακατάλληλοι».
Οι «ακατάλληλοι» και φυλετικά κατώτεροι της Γερμανίας
Στους «ακατάλληλους» συμπεριλαμβάνονταν αυτοί που
θεωρούνταν φυλετικά κατώτεροι και όσοι είχαν κάποια
αναπηρία.
Αποτέλεσμα των μεθόδων που ακολουθήθηκαν για να
διασφαλιστεί η καθαρότητα της Γερμανικής φυλής ήταν οι
χιλιάδες στειρώσεις και πρακτικές ευθανασίας στις οποίες
υπεβλήθησαν όσοι κρίνονταν ακατάλληλοι, δηλαδή οι σχιζοφρενείς, οι
τυφλοί ή οι κωφοί λόγω κληρονοµικότητας, οι παραµορφωµένοι, οι αλκοολικοί αλλά
αργότερα και οι τεµπέληδες και όσοι αποκαλούνταν κοινωνικά
απροσάρµοστοι, οι οµοφυλόφιλοι, οι Τσιγγάνοι, οι
Εβραίοι.
Οι µαζικές αυτές στειρώσεις έφεραν στο πολιτικό
προσκήνιο τον επαγγελµατικό κλάδο των γιατρών, οι οποίοι στόχευαν στην
επιστηµονική τεκµηρίωση και υλοποίηση του προγράµµατος φυλετικής υγιεινής των
Ναζί. Άλλωστε, το 45% των γιατρών ήταν
µέλη του Ναζιστικού Κόµµατος και πολλοί από αυτούς ανήκαν ακόµα
και στα «Τάγµατα Εφόδου» ή στα SS. Αποτελούσε, άλλωστε, µέρος της ιατρικής
ευθύνης των γιατρών, σύµφωνα µε τον Επαγγελµατικό Κανονισµό του 1937, η
διατήρηση και η αναβάθµιση των κληρονοµικών φυλετικών στοιχείων των Γερµανών.
Το Σχέδιο «Τ4»
Στο ζήτηµα της ναζιστικής ευγονικής πρακτικής, το
πρώτο βήµα της «βιολογικο – φυλετικής» εξόντωσης που
έλαβε χώρα στο Γ΄ Ράιχ ήταν το σχέδιο «Τ4», η
ευθανασία όσων ήταν διανοητικά ασθενείς ή ανάπηροι. Το
συγκεκριμένο σχέδιο ξεκίνησε στις αρχές του πολέµου και σταµάτησε το 1941 λόγω
των διαµαρτυριών των εκκλησιών εξαιτίας των πολλών χιλιάδων θυµάτων του.
Σύµφωνα µε τον Enzo Traverso, «η ευθανασία των
διανοητικά ασθενών ήταν επίσης, από καθαρά τεχνική άποψη, το
εργαστήριο της γενοκτονίας των Εβραίων, αφού ακριβώς στην
επιχείρηση «Τ4» χρησιµοποιήθηκε πειραµατικά η θανάτωση µε αέρια
που έµελλε να αναπτυχθεί σε πολύ µεγαλύτερη κλίµακα στα
στρατόπεδα εξόντωσης».
Πηγές:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.