Η διαλεκτική της αυτονομίας και του πατερναλισμού |
Δημήτρης Τσιολακίδης, Θεολόγος
Αυτονομία και πατερναλισμός αποτελούν τους όρους
και τις κανονιστικές αρχές από τις οποίες επηρεάζονται οι αποφάσεις για τη λήψη
και την εφαρμογή θεσμικών και νομοθετικών ρυθμίσεων που αφορούν στην προστασία
και προαγωγή της υγείας των πολιτών τόσο σε τοπικό όσο και σε οικουμενικό
επίπεδο. Ακανθώδη ζητήματα λοιπόν είναι οι όροι και η φύση της ιατρικής
φροντίδας και οι διάφορες πολυπαραγοντικές καταστάσεις που μεσολαβούν μέχρι την
προαγωγή και παροχή της ιατρικής φροντίδας-υπηρεσίας, καθώς και οι μεταβολές
που η ασθένεια επιφέρει στη σχέση του ιατρού με τον άρρωστο. Τα παραπάνω
διευθετούνται μέσα από την εκπόνηση ηθικών πλαισίων συνταγμένων κατά κανόνα με
όρους προστασίας της δημόσιας ζωής, με παράλληλο σκοπό την ισόρροπη σχέση
μεταξύ των δύο βιοηθικών αρχών. Από την έκβαση αυτής της σχέσης εξαρτάται
επίσης εάν και κατά πόσο η ιατρική θα ασκείται με όρους ερευνητικούς,
οικονομικούς ή κοινωνικούς.
Πριν προχωρήσουμε στην ανάπτυξη του θέματος δόκιμο
είναι να προβούμε σε μία καταρχήν αδρομερή εννοιολογική αναφορά των όρων και
στη συνέχεια να επιχειρήσουμε την εξέταση από βιοηθική σκοπιά της σχέσης
ασθενούς και ιατρού. Εν προκειμένω ο όρος αυτονομία φέρει ένα διευρυμένο ορισμό
και παρατηρούνται διχογνωμίες σχετικά με την απόδοση της έννοιας. Έτσι κάθε
απόπειρα να δοθεί ένας ακριβής και απόλυτος ορισμός της αυτονομίας παραμένει
μια ανοιχτή συζήτηση (μπορεί να ορισθεί ως δικαίωμα, ως ικανότητα ή ως
κατάσταση) με πολλές υπό εξέταση παραμέτρους όπως για παράδειγμα αυτές της
ιδανικής αφενός και της εφικτής αφετέρου αυτονομίας.[1] Μέσα σε αυτό το πλέγμα
υπεισέρχεται και το θέμα των επιθυμιών πρώτης και δεύτερης τάξεως του
υποκειμένου (η πρώτη σχετίζεται με την επιθυμία για κάτι ενώ η δεύτερη με τη
διασφάλιση της επιθυμίας προς την επιθυμία για κάτι)[2]. Θεωρείται λοιπόν
κάποιος αυτόνομος όχι μόνο όταν πράττει την επιθυμία του αλλά και όταν είναι
ταυτισμένος με αυτήν (Harry G. Frankfurt) πχ. ο ναρκομανής που δεν εγκρίνει την
επιθυμία του να λαμβάνει ναρκωτικές ουσίες δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτόνομος.
Και κατά τον Gerald Dworkin «κάποιος είναι αυτόνομος από τη στιγμή που μπορεί
να θέσει το ερώτημα αν θα αναγνωρίσει ή θα απορρίψει τους λόγους εξαιτίας των
οποίων ενεργεί τώρα».[3]
Με άλλα λόγια το υποκείμενο θα πρέπει να δύναται
να αξιολογεί το περιεχόμενο της σκέψης και εν γένει της συνείδησής του, πράγμα
που το καθιστά ικανό να αντιλαμβάνεται τους εσωτερικούς και εξωτερικούς
παράγοντες που επιδρούν στο σχηματισμό πεποιθήσεων και επιθυμιών, στη λήψη
αποφάσεων και στην τέλεση ενεργημάτων. Όταν λοιπόν μετά από διαβούλευση το
άτομο διαπιστώσει ότι οι πεποιθήσεις, αποφάσεις και πράξεις του, δεν είναι
προϊόν επηρεασμού τρίτων και αποτέλεσμα στρεβλής αντίληψης, τότε είναι
αυτόνομο. Δηλαδή η άσκηση της βουλησιακής του αυτονομίας (έγκριση ή απόρριψη
επιθυμιών πρώτης τάξης) να έχει εξασφαλισθεί από την επιτυχή άσκηση της
γνωσιακής αυτονομίας (εγγύηση ότι οι πεποιθήσεις είναι δικαιολογημένες και
αληθείς). Υπό τις προϋποθέσεις όμως μιας εφικτής αυτονομίας μεταξύ δύο υποκειμένων
δεν αναλογεί πάντα ο ίδιος βαθμός αυτονομίας. Υπό το βάρος αυτής της
πραγματικότητας δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την απαίτηση μιας πιο σύνθετης
προσέγγισης στο θέμα αλλά για τις ανάγκες της παρούσας μελέτης θα περιοριστούμε
στη θεώρηση της αυτονομίας ως ελευθερίας της βούλησης του υποκειμένου να κάνει
αυτό που επιθυμεί, να παίρνει καθοριστικές αποφάσεις κατόπιν ενημέρωσης
απαλλαγμένο από κάθε καταναγκασμό της συνείδησης υπό οποιαδήποτε συνθήκη και
υπό την προϋπόθεση ότι οι επιλογές του αναγνωρίζονται από το ίδιο ως το
αποτέλεσμα μιας νοητικής διαδικασίας και ως συνέπεια της άσκησης του
δικαιώματος που έχει προς αυτήν.
Η αρχή της αυτονομίας ως δυνατότητας
αυτοκαθορισμού κανόνων κοινωνικής ζωής, απαντάται ιστορικά στις πόλεις κράτη
της αρχαίας Ελλάδας που θέτουν ως συλλογικές οντότητες οι ίδιες τους νόμους που
διέπουν τη λειτουργία τους. Όμως μια μαρτυρία της πρώτης απόπειρας ως εγγενούς
και δυνάμει να εκφραστεί δυνατότητας να αποκτήσει ο άνθρωπος αυτοαντίληψη
αυτογνωσία και να αυτοπροσδιοριστεί την αντλούμε από την παρακολούθηση της
εξελικτικής διαδικασίας του πρώιμου ελληνικού πολιτισμού. Η ανάδυση της
αυτονομίας ως αυτοσυνειδησίας και βιωματικής κατάστασης, είναι το αποτέλεσμα
κατά την άκρως ενδιαφέρουσα οπτική του BRUNO SNELL μιας εξελικτικής πορείας της
αρχαίας ελληνικής σκέψης την οποία διακρίνει σε τρία στάδια.
Το πρώτο στάδιο απαντάται στην Ομηρική εποχή, στα
Ομηρικά έπη. Σε αυτό το στάδιο έχουμε την απόλυτη εξάρτηση του ανθρώπου από την
θεία πρόνοια. Οι πράξεις και τα αισθήματα του ανθρώπου καθορίζονται από τις
θεϊκές δυνάμεις. «Η ανθρώπινη δράση δεν είναι πραγματική και αυτόνομη αλλά ό,τι
εκτελεί ο άνθρωπος οφείλεται σε θεϊκό σχέδιο και ενέργεια. …έτσι η δράση του
δεν φτάνει σε ένα σκοπό που έθεσε ο ίδιος. …Στον Όμηρο… ο άνθρωπος δεν
αισθάνεται ακόμη τον εαυτό του ως πηγή των αποφάσεών του, αυτό συμβαίνει για
πρώτη φορά στην τραγωδία.».[4] Το επόμενο στάδιο αναφέρεται στην αφύπνιση της
προσωπικότητας στην αρχαϊκή λυρική ποίηση. «Η πιο χαρακτηριστική διαφορά
ανάμεσα στους επικούς και τους λυρικούς ποιητές είναι ότι οι δεύτεροι
εμφανίζονται ως προσωπικότητες… [και] σε αντίθεση με το προβληματικό όνομα του
Ομήρου αναφέρουν το όνομά τους, μιλούν για τον εαυτό τους, προσφέρονται σε
αναγνώριση ως συγκεκριμένα πρόσωπα … Το νέο στοιχείο [λοιπόν] που χαρακτηρίζει
την ποίηση αυτή… είναι ότι οι ποιητές μιλούν για τον εαυτό τους.»[5], κάτι που
λείπει από το έπος καθώς «δεν υπάρχει κάτι παρόμοιο στη σφαίρα των φυσικών
λειτουργιών, σε αναλογία με τις οποίες αντιλαμβάνεται ο Όμηρος τις ψυχικές
λειτουργίες.»[6]
Καταληκτικό στάδιο αυτής της πνευματικής ανέλιξης
αποτελεί η τραγωδία. Στην τραγωδία το νέο απόκτημα είναι η σημασία της
προσωπικής συνείδησης και η ανάληψη της προσωπικής δράσης. Τραγικοί όπως οι
Αισχύλος, Ευριπίδης και Σοφοκλής, αποδεσμεύουν τον άνθρωπο από την κοσμική τάξη
του παρελθόντος. Οι ενέργειες του ανθρώπου είναι πλέον αποτέλεσμα εσωτερικής
βούλησης και όχι αντίδραση σε εσωτερικούς ερεθισμούς όπως συμβαίνει στον Όμηρο.
Το δράμα αναζητά τα πνευματικά κίνητρα της δράσης. Η δε γνώση και αυτογνωσία
γίνονται αντικείμενο στοχασμού. Ως ακόλουθη συνέπεια η αυθορμησία-αυτονομία του
πνεύματος έχει απαγκιστρωθεί καθοριστικά από την όποια επίδραση των θεών.[7]
Θέση προδρόμου αναφορικά με την αντίληψη περί αυτονομίας μπορούμε να
αναγνωρίσουμε στο σοφιστή Πρωταγόρα από την αξιωματική του θέση ότι «Πάντων
χρημάτων μέτρον έστιν άνθρωπος…». Στους αιώνες που ακολούθησαν η καθιέρωση της
αυτονομίας επιτελέστηκε στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας και της ηθικής από
την επίδραση κυρίως των I. Kant, E. Fromm και J. S. Mill.
Ο δεύτερος του υπό εξέταση θέματος όρος, ο
πατερναλισμός, που χρησιμοποιείται στην πολιτική και στην ιστορία και θα μας
απασχολήσει ως έννοια σε συνάφεια με την ιατρική, μπήκε σε χρήση
στο τέλος του
19ου αιώνα. Ο ορισμός του πατερναλισμού διατυπώνεται ποικιλοτρόπως. Γενικά ως
πατερναλισμό εννοούμε την περίπτωση που ένας άνθρωπος αποφασίζει για το καλό
κάποιου άλλου, ή άλλως, είναι η νοοτροπία που επιδεικνύει μέριμνα για τους
ανήμπορους. Ως έννοια επεκτείνεται στην πολιτική, στην κοινωνία και κύρια στην
οικογένεια ως άσκηση, κατάχρηση, ή και παράχρηση της πατρικής εξουσίας. Όταν
ασκείται ορθά εκφράζεται ως πατρική αγάπη και φροντίδα με σκοπό τη μέγιστη κατά
το δυνατόν σωστή φροντίδα και καθοδήγηση του παιδιού. Στην ίδια γραμμή και από
θρησκευτική άποψη, το πατερναλιστικό μοντέλο όπως κατανοείται στο πρόσωπο του
Θεού πατέρα συνδέεται με την ετερόνομη ηθική που προέρχεται από μια υπερβατική
εξωτερική αυθεντία και έχει απόλυτα θετικό και ευεργετικό χαρακτήρα. Ο Θεός
Πατήρ είναι η προσφιλέστερη έννοια του θρησκευόμενου ανθρώπου, αλλά και το
πρόσωπο του ιερέα ως παρεμβαλλόμενου πλαισιώνεται από πατρικό κύρος. Στην
κοσμική σφαίρα στις περιπτώσεις που εμφανίζει συμπτώματα ολίσθησης τότε
συνώνυμα του όρου μπορεί να είναι η ποδηγέτηση, κηδεμονία, χειραγώγηση κ.α.,
γεγονός που ευνοεί την χρήση της ψευδολογίας και της εξαπάτησης με βλαπτικές
συνέπειες για την άσκηση της αυτονομίας. Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να αφορά
ένα σύστημα, μια αντίληψη ή πρακτική διοικήσεως, που να σημαίνει κατά πρώτον
την υπό το πρόσχημα της προστασίας άσκηση πολιτικής, που στοχεύει στον έλεγχο
και την κυριαρχία επί των πολιτών και κατά δεύτερον να αναφέρεται σε μια γλώσσα
εξουσίας που απαιτεί την υποταγή και απόλυτη εμπιστοσύνη σε μία εξουσιαστική
αρχή. Αυτή η εκδοχή απαντά σε ένα δεσποτικό πρότυπο σχέσης που αναμφίβολα
απαιτεί έναν ο οποίος άρχει(αυθεντία) και έναν αρχόμενο (αδαή δέκτη) με τον
πρώτο να διατηρεί για τον εαυτό του το προνόμιο της παντογνωσίας. Τη θεμελίωση
μιας τέτοιας αντίληψης θα μπορούσαμε να εικάσουμε ότι την εισηγείται ο Πλάτωνας
στην Πολιτεία του (παρότι κατανοεί διαφορετικά το αποτύπωμά της), προχωρώντας
σε ένα απόλυτο καθορισμό μιας ιεραρχικής σχέσης μεταξύ των ανθρώπων όπου στην
κορυφή της πυραμίδας βρίσκεται ο άρχων-επαΐων δηλαδή ο ειδήμονας ή άλλως ο ιδανικός
άνθρωπος η κυριαρχία του οποίου αντιπροσωπεύει την κυριαρχία ενός ιδεατού
κράτους επί των νοητικά ανεπαρκών απλών μη φιλοσόφων πολιτών να φροντίσουν για
τη ζωή και ανάπτυξή τους.
Μια πιο ενισχυμένη εκδοχή της εισήγησής του τη
συναντάμε στους Νόμους, όπου και αναγιγνώσκουμε πως: «Η ύψιστη από όλες τις
αρχές είναι ότι κανείς άνδρας ή γυναίκα, δεν θα πρέπει να στερείται αρχηγού.
Ούτε ο νους κανενός να εθιστεί έτσι που να αφήνεται να κάνει οτιδήποτε με δική
του πρωτοβουλία, ούτε από ζήλο ούτε για χάρη παιχνιδιού.»[8] Είναι αρκετά
εμφανές ότι ευνοείται η κατάργηση οποιασδήποτε μορφής αυτονομίας, ατομικής και
προσωπικής ελευθερίας σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης δράσης. Οπότε μία αναγωγή
στη σχέση ασθενούς ιατρού όπως θα εξετάσουμε παρακάτω εύκολα μας πείθει για
τους κινδύνους που περιλαμβάνει έναντι του ασθενή ένας αντίστοιχος
πατερναλισμός από την πλευρά των επαγγελματιών της υγείας.
Τέτοια παραδείγματα με ανάλογη δομή σχεσιακού
συνδυασμού αναγνωρίζουμε τελείως ενδεικτικά στην πατερναλιστική μορφή αγωγής που
προτείνει ο Ρουσσώ[9] (Jean Jacques Rousseau 1712-1778) και στο πρόσωπο του πιο
διάσημου «πατέρα» της νεότερης παγκόσμιας ιστορίας που δεν είναι άλλος από τον
Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν( Иосиф Виссарионович Сталин 1878-1953). Η αναφορά
γίνεται υπό το γεγονός ότι μια τέτοια πατερναλιστική λογική-νοοτροπία αξιολογεί
και προσφέρει τις προτάσεις της ως αυτονόητες. Γίνεται αντιληπτό πως το
ενέργημα της καθολίκευσης των αρχών θεμελιώνει όρους εξάρτησης και υποχρέωσης
με ισχύ εγκυρότητας για τον φορέα και το ενεργόν υποκείμενο στην κοινωνική του
δράση. Αυτό δεν αποκλείει όμως το ενδεχόμενο το ίδιο το υποκείμενο να γίνει
αντικείμενο της πράξης του. Σε αυτό το σημείο για να φωτίσουμε
αποτελεσματικότερα τον προβληματισμό μας είμαστε υποχρεωμένοι να προσθέσουμε εδώ
την Καντιανή (Immanuel Kant, 1724-1804), (καθαρή) ηθική, η οποία είχε
αποφασιστική επίδραση στη θεώρηση της συνάφειας ετερονομίας και αυτονομίας.
Ηθική την οποία θεμελιώνει στην ανθρώπινη αγαθή βούληση που στην αναζήτησή της,
υπαγορεύει την έννοια του καθήκοντος ως οντολογικά αναπόδραστης αλήθειας, που
σημαίνει να πράττω από καθήκον, θεώρηση που με τη σειρά της αποκτά εγκυρότητα
όταν αποδίδει σεβασμό στον ηθικό νόμο (υπέρτατη ηθική αρχή) πράγμα που
ελέγχεται μέσω της αναζήτησης του γνώμονα( υποκειμενική αρχή της βούλησης
σύμφωνα με την οποία το άτομο πράττει και μέτρο στο οποίο επιτυγχάνεται η ορθή
άσκηση των αγαθών πράξεων) και της επικύρωσης της αρχής (ύψιστη ηθική βούληση)
με την οποία δρα το υποκείμενο, από το ίδιο το υποκείμενο. Εφόσον καταδειχθεί
ότι η αρχή που διέπει τις πράξεις του υποκειμένου αναγνωρίζει σε αυτές σεβασμό
προς το νόμο, τότε το υποκείμενο έχει καθήκον να καταστήσει την προσωπική του
αρχή καθολικό νόμο, πράγμα που σημαίνει την υποχρέωση της βούλησης να υπακούσει
σε μια ηθική εντολή και συνιστά κατά τον Καντ την απόλυτη έκφραση της
αυτονομίας.
Διατρέξαμε εν συντομία τόσο την ιστορική πορεία
των εννοιών της αυτονομίας και του πατερναλισμού μέχρι τις ημέρες που διανύουμε
όσο και τις εννοιολογικές τους διαστάσεις, ψηλαφώντας τις πολυδιάστατες τροπές
που μπορεί να πάρει κάθε απόπειρα ερμηνείας ή ακριβούς ορισμού εντός του
πλαισίου της βιοηθικής αξιολόγησής τους στο πεδίο της ιατρικής φροντίδας.
Επιχειρώντας την περιγραφή των ιδιοτήτων των εν λόγω όρων μέσα από τη βιοηθική
τους διάσταση σε ζητήματα ιατρικής φροντίδας, αναφερθήκαμε σε θέματα όπως στην
αρχή, το τέλος αλλά και στην πορεία της ζωής. Συμπερασματικά διαφαίνεται να
υπάρχουν πειστικοί λόγοι πως η οριοθέτηση του ιατρικού πατερναλισμού από την
αυτονομία παραμένει μια ανοιχτή διαδικασία καθώς η ερμηνευτική ή η αξιολογική
παρερμηνεία, η εισπήδηση, η μετάπλαση η σύγχυση ακόμη και η διαστροφή των δύο
όρων, είναι άμεσα εξαρτώμενη από τις πεποιθήσεις και την υποκειμενική αξιολογική
κρίση του εκφραστή τους και δημιουργεί πλήθος οριακών νομικών και ηθικών
ζητημάτων. Καταφανώς λοιπόν σε πολλές περιπτώσεις η διεστραμμένη άσκηση των
αρχών μπορεί να έχει αιτιώδη σχέση με την προαγωγή υπερατομικών συμφερόντων από
συγκεκριμένες ομάδες και να εξυπηρετεί σκοπιμότητες, ή να αποτελέσει βάση για
την εξυπηρέτησή τους, που δεν αποκλείεται να είναι επίσης ιδεολογικές, ή ακόμα
και κρατικές.
Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει μια πολυπρισματική
ερμηνευτική ανάπτυξη των όρων και ποικιλομορφία προσεγγίσεων εμπνεόμενων από
την κοσμική θέαση των πραγμάτων, που ενδέχεται να μεταβάλουν τις αρχές ενίοτε
σε σχολαστικές απλουστεύσεις της αξίας της ζωής και σε ιδεολογήματα βλαπτικά
για τη συνοχή της κοινωνίας, σε βαθμό που αφενός να τροποποιούν ποιοτικά και
ποσοτικά το αποτύπωμα στην ιατρική φροντίδα των δύο όρων- ,α) να ερμηνεύονται
κατά το δοκούν, β) να εφαρμόζονται διασταλτικά- και αφετέρου να υποθάλπουν την
καταστρατήγηση των βιοηθικών αρχών με την εισαγωγή ή τη διολίσθηση σε
παρεμβατικές λογικές. Ευαίσθητο θέμα αποτελεί και το γεγονός ότι η σύλληψη
βιοηθικών αρχών ως ανασχετικών μέσων στις ενδεχόμενες καταχρήσεις των ιατρικών
επιστημών και τεχνολογιών βασίζεται περισσότερο στη διαφορετική ανάγνωση της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας και όχι τόσο στις οντολογικές διαφωνίες για την αρχή
και το τέλος της ζωής. Δηλαδή η βιοηθική θεμελιώνεται κατά κόρον σε ένα ηθικό
πλαίσιο που δεν αναφέρεται στην ύπαρξη του Θεού, και το ίδιο ισχύει και για τις
αρχές τις οποίες στεγάζει. Με άλλα λόγια δίδεται σημασία στη «λογική»
προσέγγιση των ζητημάτων και αποκλείεται η οντολογική, με την πρώτη να χρήζει
ενδελεχούς διερεύνησης για το βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια. Ως εκ
τούτου είναι άκρως τεκμηριωμένη η άποψη κατά την οποία «δυστυχώς ζούμε σε μια
εποχή η οποία δεν αντιμετωπίζει τα θέματα φιλοσοφικά και θεολογικά, αλλά
εμπορικά ασφαλιστικά και ατομιστικά».
Έχοντας αναλύσει ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα των
επιστημονικών και ανθρωπιστικών παραμέτρων που συνδιαμορφώνουν την άσκηση της
αυτονομίας και του πατερναλισμού γίνεται αισθητό ότι: δε διασφαλίζονται σαφώς
οι προϋποθέσεις της άσκησης ενός θετικού πατερναλισμού και μιας υγιώς νοούμενης
αυτονομίας. Οι αλλοιώσεις, οι αποκλίσεις, οι μετασχηματισμοί και οι αντιφάσεις
στην ερμηνεία του περιεχομένου των όρων αφήνουν ορατό το ενδεχόμενο για ένα
πατερναλισμό(προβληματικό) που θα επιβάλει αξίες και τρόπο ζωής και μια
αυτονομία(ελλειμματική) εκφράζουσα έναν ιδιότυπο περσοναλισμό που δε θα είναι
κατ’ανάγκη αντιθεσμικός αλλά βαθειά ατομοκεντρικός. Σε αυτό άλλωστε συντείνουν
οι σχετικοί νόμοι, τα ψηφίσματα και οι διακηρύξεις που αφορούν το χώρο της
υγείας, που παρά το ότι σαφώς αντανακλούν ένα πνεύμα κατανόησης των επιφυλάξεων
και των αντιδράσεων και διάθεσης διαλόγου, δείχνουν ταυτόχρονα και την αγωνία
να οριοθετηθούν οι επεμβάσεις της ιατρικής επιστήμης. Συγχρόνως η προστασία και
προαγωγή της αυτονομίας είναι ζήτημα που παραμένει ανοιχτό όσο η επιστήμη θα
κινείται στη μεθόριο των θεμελιωδών χαρακτηριστικών των δύο αρχών παραβλέποντας
τον πραγματικό σκοπό της ζωής που είναι η επιδίωξη της αγιότητας και η μετοχή
στη Βασιλεία των ουρανών. Συνεπώς το αξιολογικό υπόβαθρο της Ορθοδοξίας που
στηρίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας για την προέλευση, το σκοπό και τον
προορισμό του ανθρώπου, συλλαμβάνει διαφορετικά την ανθρώπινη αξία και βελτίωση
με τη βασική προϋπόθεση ότι η δεύτερη δε λογίζεται βιολογικά αλλά πνευματικά.
Ο χαρακτήρας λοιπόν της χριστιανικής ηθικής η
οποία θεμελιώνεται στη διαρκή εμπειρία του προσωπικού και υπερβατικού Θεού,
γεγονός που καλύπτει όλο το φάσμα της ζωής σε χρονικό, θεωρητικό και πρακτικό
επίπεδο, ενδεχομένως να σχετικοποιεί κάπως τα θέματα της ιατρικής φροντίδας.
Αυτό σημαίνει ότι οι ασυντόνιστοι ηθικά με τη Χριστιανοσύνη ίσως κάποτε
αντιστρέψουν και παραθεωρήσουν αυτή την αξία καλύπτοντας έτσι βιοηθικά
αμφιλεγόμενες πρακτικές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ζητούμενο παραμένει, αν η
υπαρξιακή πρόταση του Χριστιανισμού και δη της ορθόδοξης παράδοσης (κενωτική
αγάπη,θυσία,συναλληλία) θα κατορθώσει να μεταστρέψει την ροπή της ισοστάθμισης
των ηθικών στη διαχείριση της ανθρώπινης υγείας και να ανακόψει την επικράτηση
της ηθικής πολλαπλότητας και πολυφωνίας, πού στην καλύτερη περίπτωση υπόσχονται
την επικράτηση μιας διαδικαστικής-(«λειτουργικής»,«μεθοδολογικής») ηθικής
ανάμεσα σε άτομα που δεν εμπνέονται από τις ίδιες ηθικές αρχές αλλά που αφήνουν
χώρο σε ετερόκλητες ομάδες να επιλέγουν τον τρόπο που θα «μοιράζονται» τη ζωή
τους με κοσμικούς όρους, χωρίς να εμπεριέχεται κάπου η εμπειρία της Θείας
πρόνοιας και αυθεντίας, δηλαδή η παρουσία της Χάριτος στη ζωή του ανθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.