Το καλό και το κακό κατά την Χριστιανική αντίληψη |
Ιγνατίου Ε.Γ.
Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε την
Πατερική Θέση περί του κακού και του Αγαθού. Το θέμα είναι μεγάλο και δεν
μπορεί να αναλυθεί σε ένα άρθρο. Σκοπός μας εδώ είναι να δώσουμε μια σφαιρική
αντίληψη και επιλεκτική ανάλυση του κακού σε σχέση με το αγαθό αλλά και να
τονίσουμε την απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου να επιλέξει όποιο από τα δύο θέλει
να πράξει...
Το Αγαθό δεν είναι κάτι απρόσωπο όπως είναι το κακό αλλά είναι ο ίδιος ο Θεός και κατά συνέπεια η αρετή του ανθρώπου και η πράξη του αγαθού προκύπτει από τον Θεό. Υπάρχει πάντοτε το αγαθό σε σχέση με το Θεό επειδή αυτός είναι το πλήρωμα των αγαθών ενώ ο άνθρωπος που είναι κατ’ εικόνα Θεού είναι μέτοχος του πληρώματος αυτού[1]. Ο Θεός ως μόνος αγαθός[2] ή ως «το πρώτον και κυρίως αγαθόν» που έχει ως φύση την αγαθότητα[3] δεν βρίσκεται μόνο έξω από τον κόσμο αλλά και μέσα σε αυτόν. Προσφέρεται εξίσου το αγαθό σε όλους τους ανθρώπους γιατί όλοι είναι δημιουργήματα «κατ’ εικόνα» και «καθ’oμοίωσιν[4]» Θεού και η οικείωση του γίνεται αιτία για την ολοκλήρωση τους όπως επίσης και για τη σύνδεση μεταξύ τους...
Ο άνθρωπος ως δημιούργημα του Θεού φέρει τη σφραγίδα της θείας αγαθότητας και έχοντας αρχή υπόκειται σε τροπή γιατί η ίδια η αρχή είναι η πρώτη τροπή[5α]. Αυτός «η των όλων αιτία (ο Θεός)» είναι και παραμένει κατά φύσιν ο μόνος άτρεπτος και αναλλοίωτος[5β] γιατί είναι αδημιούργητος ενώ ο άνθρωπος που είναι κτιστός και «φύσει τρεπτός[5γ]» μπορεί να μεταβάλλεται.
Ο Θεός ως ο μόνος αγαθός και πηγή κάθε αγαθού βρίσκεται πάνω από τη διάκριση αγαθού και κακού. Η φύση του Θεού είναι αγαθή[5δ]. Δεν υπάρχει τίποτε «εναντίον» στη φύση του Θεού όπως δεν υπάρχει τίποτε εναντίον στην αγαθότητά του.
Έτσι το αγαθό δεν είναι ιδέα αλλά πραγματικότητα.
Η απόδοση του όρου αγαθός στο Θεό έχει αποφατική έννοια και έτσι τοποθετείται πάνω από κάθε ανθρώπινη έννοια ή αγαθότητα του Θεού.
Το κακό κατά τον Ωριγένη[6] και κατά τους Πατέρες γενικότερα δεν είναι παράγωγο του αγαθού Θεού αλλά και δεν προέρχεται από κάποιον άλλο Θεό πονηρό επειδή η διαρχία δεν υφίσταται. Δεν έχουμε δύο Θεούς έναν αγαθό και έναν πονηρό αλλά έναν Θεό αγαθό. Αλλά και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει «Την δε κακίαν, ουκ ουσίαν αλλά συμβεβηκός φησιν, έννοιάν τινα και λόγον και πράξιν παρά τον νόμον του Θεού εν τω εννοείσθαι και λέγεσθαι και πράττεσθαι την ύπαρξιν έχουσαν και άμα τω παύσασθαι αφανιζομένην[7]».
Η επιθυμία του αγαθού είναι έμφυτη στον άνθρωπο[8]. Αυτό αποδεικνύεται από την αποστροφή που
Το Αγαθό δεν είναι κάτι απρόσωπο όπως είναι το κακό αλλά είναι ο ίδιος ο Θεός και κατά συνέπεια η αρετή του ανθρώπου και η πράξη του αγαθού προκύπτει από τον Θεό. Υπάρχει πάντοτε το αγαθό σε σχέση με το Θεό επειδή αυτός είναι το πλήρωμα των αγαθών ενώ ο άνθρωπος που είναι κατ’ εικόνα Θεού είναι μέτοχος του πληρώματος αυτού[1]. Ο Θεός ως μόνος αγαθός[2] ή ως «το πρώτον και κυρίως αγαθόν» που έχει ως φύση την αγαθότητα[3] δεν βρίσκεται μόνο έξω από τον κόσμο αλλά και μέσα σε αυτόν. Προσφέρεται εξίσου το αγαθό σε όλους τους ανθρώπους γιατί όλοι είναι δημιουργήματα «κατ’ εικόνα» και «καθ’oμοίωσιν[4]» Θεού και η οικείωση του γίνεται αιτία για την ολοκλήρωση τους όπως επίσης και για τη σύνδεση μεταξύ τους...
Ο άνθρωπος ως δημιούργημα του Θεού φέρει τη σφραγίδα της θείας αγαθότητας και έχοντας αρχή υπόκειται σε τροπή γιατί η ίδια η αρχή είναι η πρώτη τροπή[5α]. Αυτός «η των όλων αιτία (ο Θεός)» είναι και παραμένει κατά φύσιν ο μόνος άτρεπτος και αναλλοίωτος[5β] γιατί είναι αδημιούργητος ενώ ο άνθρωπος που είναι κτιστός και «φύσει τρεπτός[5γ]» μπορεί να μεταβάλλεται.
Ο Θεός ως ο μόνος αγαθός και πηγή κάθε αγαθού βρίσκεται πάνω από τη διάκριση αγαθού και κακού. Η φύση του Θεού είναι αγαθή[5δ]. Δεν υπάρχει τίποτε «εναντίον» στη φύση του Θεού όπως δεν υπάρχει τίποτε εναντίον στην αγαθότητά του.
Έτσι το αγαθό δεν είναι ιδέα αλλά πραγματικότητα.
Η απόδοση του όρου αγαθός στο Θεό έχει αποφατική έννοια και έτσι τοποθετείται πάνω από κάθε ανθρώπινη έννοια ή αγαθότητα του Θεού.
Το κακό κατά τον Ωριγένη[6] και κατά τους Πατέρες γενικότερα δεν είναι παράγωγο του αγαθού Θεού αλλά και δεν προέρχεται από κάποιον άλλο Θεό πονηρό επειδή η διαρχία δεν υφίσταται. Δεν έχουμε δύο Θεούς έναν αγαθό και έναν πονηρό αλλά έναν Θεό αγαθό. Αλλά και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει «Την δε κακίαν, ουκ ουσίαν αλλά συμβεβηκός φησιν, έννοιάν τινα και λόγον και πράξιν παρά τον νόμον του Θεού εν τω εννοείσθαι και λέγεσθαι και πράττεσθαι την ύπαρξιν έχουσαν και άμα τω παύσασθαι αφανιζομένην[7]».
Η επιθυμία του αγαθού είναι έμφυτη στον άνθρωπο[8]. Αυτό αποδεικνύεται από την αποστροφή που
αισθάνεται κάποιος προς το κακό.
Το αγαθό είναι πάντοτε ωραίο ενώ το κακό είναι άσχημο[9].
Η άρνηση του αγαθού είναι το κακό. Η κακία δεν είναι κάποια ιδιαίτερη ουσία ή ιδίωμα ουσίας[9α] αλλά εναντίωση στη αρετή και εκτροπή από το «καταφύσιν» στο «παραφύσιν».
Το αγαθό είναι πάντοτε ωραίο ενώ το κακό είναι άσχημο[9].
Η άρνηση του αγαθού είναι το κακό. Η κακία δεν είναι κάποια ιδιαίτερη ουσία ή ιδίωμα ουσίας[9α] αλλά εναντίωση στη αρετή και εκτροπή από το «καταφύσιν» στο «παραφύσιν».
Αυτό υποστηρίζει και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός ότι η απομάκρυνση του ανθρώπου από την αρετή και το
αγαθό που είναι ο Θεός τον οδηγεί στο παραφύσιν που δεν είναι άλλο από το κακό:
«Διότι μία αρχή του
αγαθού υπάρχει, η οποία είναι ελεύθερη από κάθε κακία. Αλλά, ρωτούν, αν
συμβαίνει αυτό, από πού προέρχεται το κακό; Διότι είναι αδύνατο να δημιουργηθεί
το κακό από το αγαθό. Λέμε, λοιπόν, ότι το κακό δεν είναι τίποτε άλλο παρά
στέρηση του αγαθού και παρεκτροπή από τη φυσική κατάσταση στην παρά φύση· διότι
κανένα κακό δεν αποτελεί φυσική κατάσταση. Όλα, δηλαδή, όσα ο Θεός δημιούργησε
είναι πολύ καλά, σύμφωνα με το δημιουργικό τους σκοπό. Αν, λοιπόν, παραμένουν
έτσι, όπως δημιουργήθηκαν, «είναι πολύ καλά»· αν όμως απομακρυνθούν με τη
θέλησή τους από τη φυσική κατάσταση και έλθουν στο παρά φύση καταλήγουν στο κακό. [9β]»
Ενώ το αγαθό ενοποιεί και συνέχει τα διηρημένα το κακό
διαιρεί και φθείρει τα ενωμένα[10]. Το κακό με τη σειρά του κατά τη διδασκαλία της
Εκκλησίας δεν έχει οντολογική αρχή δεν έχει υπόσταση[10α] αλλά είναι η έλλειψη του αγαθού. Αν και δεν έχει
οντολογική αρχή προκαλεί όμως διάστροφες οντολογικές καταστάσεις επειδή
εκτρέπει τα όντα στο μη ον. Το κακό όμως πολλές φορές εμφανίζεται στον κόσμο ως
πιο δυνατό από το αγαθό και έτσι φαίνεται να παραμερίζεται το καλό και να
θριαμβεύει το κακό. Κατά τον
Άγιο Συμεών όταν όμως επιλεγούν τα αιώνια αγαθά το
φως και η ζωή τότε το σκοτάδι υποχωρεί και εξαφανίζεται και κάνει το κακό να
φαίνεται ανυπόστατο[10β]. Αυτός είναι και ο λόγος ότι δεν υπάρχει πουθενά από μόνο του αλλά
πάντοτε παρουσιάζεται με το σώμα του αγαθού που διαβρώνει. Η εγκατάλειψη του αγαθού από τον άνθρωπο επιφέρει το
κακό το οποίο είναι η έλλειψη του αγαθού και οφείλεται στην προαίρεση του
ανθρώπου.
Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να πράξει είτε το αγαθό είτε το κακό. Το γεγονός λοιπόν ότι υπάρχει ο άνθρωπος ως αυτεξούσιο ελεύθερο ον με προαίρεση, του δίνει τη δυνατότητα να αρνηθεί το αγαθό. Έτσι το κακό που είναι ανύπαρκτο όσο ο άνθρωπος πράττει το αγαθό, τώρα με την άρνηση του αγαθού το κακό φανερώνεται και αποκτά ύπαρξη στα αυτεξούσια όντα.
Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός εξαίρει τη δύναμη του αυτεξουσίου θέλοντας να πει ότι η ελευθερία του ανθρώπου προξενεί και το κακό όπως δημιουργεί το καλό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μετά την ελεύθερη κίνηση προς την εκτροπή ο άνθρωπος δεν υποδουλώνεται στο Διάβολο και δεν γίνεται θύμα του όπως το δέχεται η γενική γραμμή της Πατερικής θεολογίας κατά την οποία άλλωστε η σατανική επιρροή εξασθενίζει τη βούληση και την αντίσταση του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να πράξει είτε το αγαθό είτε το κακό. Το γεγονός λοιπόν ότι υπάρχει ο άνθρωπος ως αυτεξούσιο ελεύθερο ον με προαίρεση, του δίνει τη δυνατότητα να αρνηθεί το αγαθό. Έτσι το κακό που είναι ανύπαρκτο όσο ο άνθρωπος πράττει το αγαθό, τώρα με την άρνηση του αγαθού το κακό φανερώνεται και αποκτά ύπαρξη στα αυτεξούσια όντα.
Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός εξαίρει τη δύναμη του αυτεξουσίου θέλοντας να πει ότι η ελευθερία του ανθρώπου προξενεί και το κακό όπως δημιουργεί το καλό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μετά την ελεύθερη κίνηση προς την εκτροπή ο άνθρωπος δεν υποδουλώνεται στο Διάβολο και δεν γίνεται θύμα του όπως το δέχεται η γενική γραμμή της Πατερικής θεολογίας κατά την οποία άλλωστε η σατανική επιρροή εξασθενίζει τη βούληση και την αντίσταση του ανθρώπου.
Η πτώση του Εωσφόρου
Ο Διάβολος δεν ήταν
κακός εξ αρχής όπως ξέρουμε αλλά έγινε έτσι λόγω της
απομάκρυνσής του από το Θεό. Επομένως ο Θεός «εποίησε» και τον διάβολο αγαθό
και αυτεξούσιο εξ’ αρχής. Κάθε αυτεξούσιο ον είναι και ένα λογικό ον. Αυτό
δηλώνει και η φράση «ουδέν
κακόν αμιγές καλού». Έτσι δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτο κακό
ενώ η φράση «ουδέν
καλόν αμιγές κακού» δεν αληθεύει. Μπορεί όμως να υπάρξει
απόλυτο καλό και αυτό είναι ο Θεός. Απόλυτη εξουσία δεν έχει το κακό. Ο Διάβολος εν συνέχεια με δική του
προαίρεση έγινε κακός και προξένησε ο ίδιος την τιμωρία του.
Η τιμωρία αυτή δεν κατανοείται σαν μια τιμωρία που
επιβάλλει κάποιος άνθρωπος σε άλλο άνθρωπο αλλά είναι αυτοτιμωρία. Δεν είναι ο Θεός αυτός που τιμωρεί τον
διάβολο εκδικητικά αλλά ο ίδιος ο διάβολος αυτοτιμωρείται αφού δεν θέλει να έχει σχέση – κοινωνία με το Θεό που
είναι το όντως ον[11]. Έτσι η απομάκρυνση από το Θεό συνεπιφέρει την
αυτοκαταδίκη. Αυτό συνέβη επειδή μόνος του ο διάβολος προτίμησε να εκθρονίσει
το Θεό και να καταστεί ο ίδιος Θεός κατά τον προφήτη Ησαΐα.
Αλλά και ο Κύριος στο κατά
Λουκάν ευαγγέλιο λέγει «εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού
πεσόντα[12]».
Ερμηνεύοντας αυτά τα λόγια ο Ωριγένης παρατηρεί
ότι αυτό το γεγονός μάλλον έχει να κάνει με την πτώση του Εωσφόρου επειδή
προκύπτει ότι ήταν άγγελος που μετείχε του Θείου φωτός[13].
Με τον άνθρωπο δεν έγινε έτσι. Δεν άφησε από μόνος του
το αγαθό όπως ο σατανάς αλλά και δεν υπήρξε αφ’ εαυτού αίτιος της πτώσης του. Ο
εισηγητής του κακού δεν είναι ο άνθρωπος. Ο εισηγητής του κακού είναι ο διάβολος. Ο άνθρωπος είναι θύμα του αρχέκακου διαβόλου επειδή
ελεύθερα επέλεξε να δεχθεί αυτή ακριβώς την εισήγηση του διαβόλου να πράξει το
κακό[13β].
Αυτή είναι η διδασκαλία της Αγίας Γραφής η οποία επιβεβαιώνεται και από την
καθημερινή ζωή. Κανένας δεν επιλέγει το κακό ως κακό αλλά εξαπατάται και
παρασύρεται από το αγαθό φαινομενικό – ψεύτικο στοιχείο που παρουσιάζει το
κακό. Αυτό όμως δεν αποβάλλει την ευθύνη του ανθρώπου αλλά αντιθέτως ο καθένας
μας πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του αρχηγό της κακίας που έχει μέσα του. Έτσι
καταπολεμώντας την κακία που υπάρχει μέσα του καταπολεμάει την κακία στη ρίζα
της.
Για το κατάντημα του σατανά ο Θεός δεν φέρει ευθύνη
αφού τώρα και πάντοτε ο Θεός ως αγαθός παρέχει και προσφέρει το αγαθό στα όντα
και τα καλεί προς μέθεξη. Θα μπορούσε ο Θεός να στερήσει το αγαθό από τα όντα
του αλλά αυτό δεν το κάνει επειδή αντίκειται στη φύση του. Αυτής της αγαθότητας
του Θεού κοινωνός μπορεί να γίνει και ο διάβολος αλλά δεν θέλει «ο Θεός και τω διαβόλω αεί παρέχει τα
αγαθά αλλ’ εκείνος ου θέλει λαβείν».
Τέλος ο Θεός «πηγή
γαρ εστί των αγαθών βρύουσα την αγαθότητα έκαστος δε καθώς εαυτόν κατεσκεύασε
δεκτικόν μετέχει του αγαθού[14]».
Ομοίως και τα πάθη του ανθρώπου δεν έχουν δική τους
υπόσταση αλλά εμφανίζονται ως παραφύσιν καταστάσεις εξαιτίας της παραφθοράς της
ψυχικής υγείας. Τα
πάθη είναι αρρώστιες της ψυχής. Οι αρρώστιες
αυτές όταν χρονίζουν στον άνθρωπο γίνονται δεύτερη φύση του και δεν απομακρύνονται. Ακόμα κι αν μετανοεί ο
άνθρωπος δεν απαλλάσσεται δια μιας από τα πάθη αλλά όπως και στην περίπτωση της
Μαρίας της Αιγυπτίας χρειάζεται να αφιερώσει κανείς χρόνο για την
καταπολέμησή τους. Όσα χρόνια δούλευε στα πάθη η Μαρία η Αιγυπτία τόσα χρόνια χρειάσθηκε να αγωνιστεί για να εξαλείψει
τις μνήμες των παθών.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Γρηγορίου Παλαμά, Περί κατασκευής του ανθρώπου 16,PG
44,184B.
2. Ματθ 19,17.Μαρκ 10,18.O χαρακτηρισμός του Θεού ως
αγαθού δεν ορίζει και δεν περιορίζει τον Θεό σε ανθρώπινες έννοιες αλλά
ικανοποιεί την εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου να σκεφτεί και να πει κάτι για το
Θεό. Ο χαρακτηρισμός αυτός όπως και κάθε ανάλογος χαρακτηρισμός του Θεού
αποτελεί μέσο αγαπητικής αναφοράς του ανθρώπου βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί
θείων ονομάτων 13,3,PG 3,981ΑΒ.
3. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς
τον βίον του Μωυσέως 1, PG 44, 301A.
4. Γεν 1,26. Η αιτία της δημιουργίας των πάντων δεν
είναι καμία άλλη από την άπειρη αγαθότητά του «ο γαρ του κάλλους γενεσιάρχης
έκτισεν αυτά·» Σοφ. Σολ 13, 3.
5. Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 22, PG 151,288B.
5β. Ιωάννου Δαμασκηνού, κατά Μανιχαίων Διάλογος, 68, PG
94, 1568 «Μόνον ουν φύσει άτρεπτον το Θείον, ως άκτιστον και αεί ον. Τα δε
κτίσματα , όσα μεν λογικά εθελότρεπτα, τω θελήματι τρεπόμενα · τα δε λοιπά κατά
το σώμα». Αλλά και ο Άγιος Συμεών σημειώνει σχετικά «έχει και μόνος εκείνος (ο
Θεός) το άτρεπτον». Βλ. και Κατήχησις 19,SC 104,316. Ακόμη και οι Άγγελοι είχαν
λάβει από την αρχή την τρεπτή φύση. Βλ. Ύμνος 2,SC 156,186. Σε άλλο ύμνο
επισημαίνει ότι τίποτα στη ζωή δεν μένει άτρεπτο.
5γ. Ο άνθρωπος είναι φύσει τρεπτός «τρεπτής υπάρχων
φύσεως ο προπάτωρ Αδάμ», Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Η βίβλος των θησαυρών, PG
75,336.
5δ. Ιω 4:8. Όταν ο άνθρωπος έρχεται σε σχέση με τα
δημιουργήματα του Θεού ή μετέχει των άκτιστων ενεργειών του Θεού τότε έρχεται
έμμεσα ή άμεσα σε σχέση με το αγαθό. Η γνώση αυτή του Θεού γίνεται αγάπη και η
αγάπη γνώση. Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Περί Ψυχής και Αναστάσεως, PG 46,96D. Αρχιμ
Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, σελ.260.
6. Ωριγένους, Περί της εις Θεόν ορθής πίστεως, 3,PG 11,
1805B.
7. Ιωάννου Δαμασκηνού, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας
εικόνας,2,3,PG 94,1285C.Βλ. επίσης Έκδοσις Ακριβής της Ορθόδοξου Πίστεως κεφ.93
«Ότι ου δύο αρχαί .Ότι ου δύο αρχαί, μία αγαθή και μία πονηρά, εντεύθεν
εισόμεθα ·εναντία γαρ αλλήλοις το αγαθόν και το πονηρόν και αλλήλων φθαρτικά
και εν αλλήλοις ή συν αλλήλοις ουχ υφιστάμενα.»
8. Αριστοτέλους Νικομάχεια I,1,1094a1-3 «Πάσα τέχνη και
πάσα μέθοδος , ομοίως δε πράξίς τε και προαίρεσις, αγαθού τινος εφίεσθαι δοκεί
· διο καλώς απεφήναντο τα’ αγαθόν, ού παντ’εφίεται». Αλλά και ο Μ. Βασίλειος
λέγει στο έργο του «Όροι κατά πλάτος» 2,1PG 31,912A. «Ούτω μεν ουν φυσικώς
επιθυμητικοί των καλών οι άνθρωποι. Κυρίως δε καλόν και αγαπητόν το αγαθόν.
Αγαθός δε ο Θεός · αγαθού δε πάντα εφίεται · Θεού άρα πάντα εφίεται».
9. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων 4,7,PG
3,701C.
9α. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής Ορθόδοξου Πίστεως
93,Ε.Π.Ε τ.1, σελ 529. «Όταν ουν εκουσίως τι των κτισμάτων αφηνιάση και
παρήκοον του ποιήσαντος αυτό γένηται, εν εαυτώ συνεστήσατο την κακίαν· κακία
γαρ ουκ ουσία τις εστιν, ουδέ ουσίας ιδίωμα, αλλά συμβεβηκός, ητοι εκ του κατά
φύσιν εις το παρά φύσιν εκούσιος παρατροπή, όπερ εστίν η αμαρτία. Πόθεν ουν η
αμαρτία; Της αυτεξουσίου γνώμης του Διαβόλου εύρημα.»
9β. Ένθα ανωτέρω.
10. Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον 16,PG 90,301A.
10α. Η αγαθή φύση του Θεού είναι και άτρεπτη και το κακό
είναι το «μη ον». Σύμφωνα με την διδασκαλία της Ορθοδόξου Παραδόσεως το κακό
είναι μη ον, είναι ανυπόστατο δεν έχει υπόσταση αλλά είναι «παρυπόστασις» είναι
η στέρησις του αγαθού. Κατά τον Γρηγόριο Νύσσης η άρνηση του Θεού εκ μέρους του
ανθρώπου είναι άρνηση και του εαυτού του της αυθεντικής υπάρξεώς του «Ο ουν
εκβάλλων της εαυτού διανοίας του Θεού το είναι, εκ του εκείνον μη είναι
λέγειν,εαυτού το είναι διέφθειρεν, έξω του όντος γενόμενος» Εις τας επιγραφάς
των Ψαλμών 2, 13, PG 44, 565.
10β. Κατήχησις 17,SC 104,256 «Ώσπερ γαρ του Ηλίου κατά μικρόν
ανατέλλοντος υποχωρεί το σκότος και αφανίζεται ούτω και της αρετής αυγαζούσης
οία δη σκότος η κακία ελαύνεται και ανυπόστατος δείκνυται».
11. Ιωάννου Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων 69,PG 94,1568Β.
12. Λουκ 10,18.
13. Ωριγένους, Περί της εις Θεόν ορθής πίστεως, 3,PG
11,1804D – 1805A. «Ο γαρ Σωτήρ βουλόμενος, το μεν πρότερον άγγελον υπό Θεού
γενόμενον και φωτός μετέχοντα, ύστερον δε τη αυτεξουσιότητι τραπέντα επί το
χείρον και πεσόντα από στάσεως, (ου γαρ ενδέχεται από πτώματος πίπτειν, αλλά
από του εστάναι) λέγει το «ως αστραπήν» σαφώς δείξας ότι μετείχε φωτός,πριν ή
τραπήναι και πεσείν, η γαρ αστραπή φωτός εστι δεκτική».
13β. Όταν κάποιος αμαρτάνει αποχωρίζεται από την Εκκλησία.
Εκδύεται τη θεία ενδυμασία την οποία έχει ενδυθεί με το βάπτισμά του. Αυτό
σημαίνει ότι τελικά εκδύεται τον ίδιο το Χριστό κατά τον Άγιο Συμεών «Και ώσπερ
ο Αδάμ μετά την παράβασιν του παραδείσου και της τρυφής και της μετ’ Αγγέλων
διαγωγής εκβάλλεται και γυμνούται και από όψεως γίνεται του Θεού, ούτω δη και
ημείς της Εκκλησίας των αγίων δουλών αυτού χωριζόμεθα αμαρτάνοντες και της
θείας καταστολής ην ενεδυσάμεθα οι βαπτιζόμενοι, αυτόν δηλαδή τον Χριστόν, ως
πιστεύομεν, τούτον δια της αμαρτίας αποδυόμεθα…και των αιωνίων αγαθών, του
αγιασμού και της υιοθεσίας στερούμεθα».Ηθικός 13,SC 129,414.
14. Ιωάννου Δαμασκηνού, ενθ. ανωτέρω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.