Ο Θεός στο χώρο των φυσικών επιστημών σήμερα |
Ο άνθρωπος κατά την εποχή των νεωτέρων χρόνων, δηλ. κατά τα τελευταία 300 με
350 χρόνια, απέρριψε το θεό σαν τύραννο της ζωής του και σαν εμπόδιο στην
πρόοδο του, και ζήτησε να φτιάξει μόνος του και χωρίς τη βοήθεια του θεού τη
ζωή του. Με μόνη σχεδόν δύναμη τη λογική του και με αποκλειστικό μέσο την
επιστήμη, και την πρακτική εφαρμογή της, την τεχνική, προχώρησε σε διάστημα
ελαχίστων αιώνων σε μια μεγαλειώδη πορεία επιστημοτεχνικής εξελίξεως και
προόδου, της οποίας τα επιτεύγματα ζούμε στις μέρες μας. Για τα δεινά του στο
παρελθόν ο άνθρωπος των νεωτέρων χρόνων έρριξε το λίθο του αναθέματος σχεδόν
αποκλειστικά στο θεό: ο θεός και η θρησκευτική πίστις υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό η
αιτία αναστολής και καθυστερήσεως της προόδου της ανθρωπότητος, η εκκλησία και
το ιερατείο συνευθύνονται για την καταπίεσι και την εκμετάλλευσι των λαών από
απολυταρχικά και τυραννικά καθεστώτα κλπ. Αθεΐα, επιστήμη και τεχνική
συμβαδίζουν, εν πολλοίς, κατά την εποχή των νεωτέρων χρόνων.
Αλλ' ήδη η εποχή μας, παρά την αδιαμφισβήτητη επιστημοτεχνική της πρόοδο,
συγκλονίζεται από κρίσεις, και μάλιστα τέτοιας εντάσεως και εκτάσεως, ώστε
συνταράσσουν ολόκληρη την ανθρωπότητα. Τέτοιες κρίσεις είναι: ο ανταγωνισμός
στους εξοπλισμούς, και μάλιστα στα πυρηνικά όπλα, που απορροφά τεράστιο μέρος
της παγκοσμίου οικονομίας και ανθρώπινο δυναμικό το φάσμα της πείνας, που
απλώνεται απειλητικό σ' ολόκληρη την ανθρωπότητα, εν συνδυασμώ και με το
παρατηρούμενο φαινόμενο του υπερπληθυσμού· το φάσμα της ελλείψεως αγαθών και
πηγών ενεργείας· η διαρκώς αυξανομένη μόλυνσις του περιβάλλοντος η βία και η
τρομοκρατία, που κυριαρχούν σήμερα στις ανθρώπινες κοινωνίες η παγίωσις και η
αναβίωσις απολυταρχικών καθεστώτων σ'ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο· η ηθική
κατάπτωσις και η εγκληματικότης, που προχωρούν αντιστρόφως ανάλογα προς την
επιστημοτεχνική πρόοδο· και τέλος, για να συντομεύσω τα φαινόμενα παγκοσμίων
κρίσεων, η εκ της τεχνικής προερχομένη απειλή, της οποίας η δύναμις αυξάνεται
ήδη πάνω απ' τα κεφάλια μας. Ο γνωστός σύγχρονος ψυχολόγος Erich Fromm κάνει
λόγο για «κυβερνητική θρησκεία» του συγχρόνου ανθρώπου, ο οποίος ανύψωσε τη
μηχανή σε θεό και πιστεύει ότι και ο ίδιος γίνεται θεός, με το να την κυβερνά·
προ πολλού όμως έχει γίνει σκλάβος της. Ο άνθρωπος έχει παραδοθεί στην αυθεντία
της επιστήμης, την οποία όμως δεν κατευθύνει, αλλά τον κατευθύνει. Επιστήμη και
τεχνική δεν κινούνται πλέον προς τον άνθρωπο, άλλα προς τα Ρομπότ και επιζητούν
να μεταβάλουν και τον ίδιο τον άνθρωπο σε Ρομπότ.
Όλες αυτές οι παγκοσμίων διαστάσεων κρίσεις, -τις επί περιωρισμένου πεδίου
κρίσεις, όπως τις περιπτώσεις τοπικών πολέμων, εμφυλίων διχασμών και σπαραγμών
κλπ., ούτε καν τις μνημονεύω-, έχουν φέρει την ανθρωπότητα ενώπιον
εσχατολογικών φόβων και προσδοκιών, πού είναι σχεδόν παρόμοιοι προς εκείνους
των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Ο μεγάλος φιλόσοφος του Υπαρξισμού Σάρτρ,
εκφράζων το γενικό αίσθημα της εποχής μας, χαρακτήρισε τον αιώνα μας ως τον αιώνα
του φόβου και της αγωνίας.
Τα συμπτώματα αυτά παγκοσμίων κρίσεων ωδήγησαν σε κρίσι και την επιστήμη. Ο
άνθρωπος πίστευε μέχρι και προ τίνος ότι η επιστήμη, με την τεχνική της πρόοδο,
θα τον σώσει· τώρα όμως φοβάται ότι μπορεί και να τον καταστρέψει. Η επιστήμη
φαίνεται ότι θα περάσει την ίδια κρίσι, που πέρασε και η θρησκεία κατά
τους νεωτέρους χρόνους. Ιδίως η νεολαία, με το υγιές φυσικό της αισθητήριο,
εκφράζει δυσπιστία σήμερα προς την επιστήμη, και αντιδρά μάλλον
αντιεπιστημονικά στις διάφορες εκδηλώσεις της, οι οποίες συνοψίζονται στα
ποικίλα κινήματα των χίππιδων, του αναρχισμού και των επαναστάσεων, στα
ναρκωτικά, και στην αναβίωσι της θρησκευτικότητος, με έκδηλα τα συμπτώματα του
εκστατισμού και του παραλόγου. Η επιστημοτεχνική πρόοδος φαίνεται ότι παίρνει
και ιδεολογικό περιεχόμενο με την επιδίωξι του κατεστημένου να υποτάξει τον
άνθρωπο στα νομικοτεχνικά του πλαίσια και να τον θέσει υπό τον έλεγχό του.
Εντεύθεν και η μέχρι θεοποιήσεως εκτίμησις των τεχνοκρατουμένων εξουσιών προς
τους τεχνοκράτες. Τον τελευταίο καιρό γίνεται, επίσης, συνειδητό ότι και η
αθεΐα, που περπάτησε χέρι με χέρι με την επιστήμη και την τεχνική κατά τους
νεωτέρους χρόνους, δεν αποτελούσε τάχα κάποιο επιστημονικό καταστάλαγμα του
συγχρόνου, διαφωτισμένου, ανθρώπου, αλλά την ιδεολογία των τεχνοκρατουμένων
κρατικών ολοκληρωτισμών. Αθεΐα σημαίνει βασικά μια ζωή χωρίς ελπίδα αλλαγής,
ανανεώσεως και καλυτερεύσεως· μια ζωή, που αρκείται και ικανοποιείται μ' αυτά
που δίνει το εκάστοτε κατεστημένο. Αντίθετα θρησκεία, και κατ' εξοχήν χριστιανική
θρησκεία, σημαίνει «έξοδο»: δυναμική κίνησι αλλαγής προς κάτι το καλύτερο, το
αλλοιώτικο, το πιο ανθρώπινο, κατά το πνεύμα τής Αγίας Γραφής: «δεν έχομε δική
μας πατρίδα», δηλ. τώρα ζούμε σαν ξένοι στην αλλοτρίωση· «την ζητούμε όμως και
θα την βρούμε στο μέλλον» (πρβλ. Εβρ. 13, 14). Το «λυτρωτικό» αυτό στοιχείο της
θρησκείας, το οποίο εκφράζεται σαν κριτική κατά του εδώ και τώρα και σαν πόθος
να φθάσομε κάποτε στην πατρίδα μας, δηλ. σαν πόθος ταυτότητος, αποτελεί την
αιτία κοινωνικών αναταραχών, άλλα και προόδου· γι αυτό και έναντι της θρησκείας
διάκεινται εχθρικώς ή δυσμενώς όλα τα κράτη, όχι μόνο τα ανατολικά, άλλα και τα
δυτικά.
Τέλος το φαινόμενο της παγκοσμίου κρίσεως θέτει εκ νέου επί τάπητος το περί
ανθρωπισμού ερώτημα, ως τη μόνη δυνατότητα υπερβάσεως της παρούσης καταστάσεως
της ανθρωπότητος προς μια
μελλοντική επιβίωσι και συμβίωσι αυτής. Όλοι
γνωρίζομε ότι, εάν η ανθρωπότης δεν κινηθεί μελλοντικά προς ένα γνήσιο
ανθρωπισμό, ο οποίος θα βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, του σεβασμού και
της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, αλλά και της κοινωνικής δικαιοσύνης, θα
διατρέξει θανάσιμο κίνδυνο εκ βαρβαρισμού, και πιθανώς και καταστροφής της. Ήδη
ηγέτες υπερδυνάμεων επισείουν τον κίνδυνο ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά σ' ένα
πυρηνικό πόλεμο.
Με το εκ νέου όμως εκ των πραγμάτων τιθέμενο περί ανθρωπισμού ερώτημα
τίθεται συνάμα και το περί θεού ερώτημα· διότι, κατά τη χριστιανική πεποίθησι,
μόνο μια ζωή ενώπιον του θεού μπορεί να θεμελιώσει και να κατοχυρώσει ένα
γνήσιο ανθρωπισμό, βασιζόμενο στον απόλυτο σεβασμό του ατόμου σαν κατάφασι της
ζωής και των δικαιωμάτων του. Ο κόσμος δεν προσφέρει λόγους και δυνατότητες
αληθινού ανθρωπισμού. Μόνο η πίστις στο θεό, ως τον πατέρα όλων μας,
κατοχυρώνει την ισότητα όλων των ανθρώπων, ως τέκνων του αυτού θεού και ως αδελφών,
και άρα το χρέος αγάπης προς το συνάνθρωπο, κατά το παράδειγμα του ίδιου του
θεού, που θυσιάστηκε από αγάπη για μας. Η χριστιανική σκέψις είναι φυγόκεντρος
και εξωστρεφής: σκέπτεται πρώτα τον άλλο και μετά τον εαυτό της. Η κοσμική
σκέψις, αντίθετα, είναι εγωιστική και κεντρομόλος: στρέφεται πρώτα προς το
ατομικό συμφέρον και μετά προς τον άλλο. Έτσι όμως δεν μπορεί να
πραγματοποιηθεί γνήσια αγάπη και αληθινός ανθρωπισμός. Η εγωιστική σκέψις
μεταβάλλει την κοινωνία σε ζούγκλα εγωιστών και σε πεδίο ανταγωνισμών, με μόνο
νόμο: ο θάνατος σου ζωή μου.
Ποια είναι όμως η θέσις του θεού στο κοσμοείδωλο των συγχρόνων, κυρίως των
φυσικών επιστημών; Αυτό είναι κυρίως το θέμα, που μας ενδιαφέρει εδώ. Για να
προσδιορίσομε καλύτερα το όλο θέμα, θα πρέπει να κάνομε μια σύντομη αναδρομή
στο παρελθόν, όσον αφορά τη σχέσι μεταξύ θεού και επιστημών, ιδίως δε των
φυσικών επιστημών. Μια απ' τις κυριώτερες αιτίες, που επέφερε την
κρίσι της πίστεως στο θεό κατά τους νεωτέρους χρόνους, υπήρξε η
ανάπτυξις και πρόοδος της επιστήμης, και κυρίως των φυσικών επιστημών. Κατά την
περίοδο του Μεσαίωνος η πίστις προσδιόριζε τη λογική και υπαγόρευε σ' αυτήν,
τρόπον τινά, τη θέλησί της. Η λογική ανεγνωρίζετο μεν εν μέρει ως η αρμοδία
δύναμις για τη γνώσι των πραγμάτων του κόσμου, υπό τον όρο όμως, τα πορίσματα
της να μην προσκρούουν στις περί κόσμου και ανθρώπου αντιλήψεις της πίστεως,
όπως τις διετύπωνε το αλάθητο ιερατείο και ο Πάπας. Συν τω χρόνω όμως, και με
τη χειραφέτησι του ανθρώπου απ' την κηδεμονία των θεοκρατικών καθεστώτων, χειραφετήθηκε
και η λογική α π' την κηδεμονία της πίστεως, και ανέλαβε όλη την ευθύνη για τον
κόσμο και τα πράγματα του στα χέρια της. Πίστις και λογική, κατά τους νεωτέρους
χρόνους, έρχονται σε αντίθεσι και αλληλοαποκλείονται. Η λογική απορρίπτει την
πίστι και γίνεται άπιστη, η δε πίστις απορρίπτει τη λογική και γίνεται άλογη:
αποσύρεται απ' τον κόσμο, εσωτερικεύεται και περνάει, εν πολλοίς, στο χώρο του
παραλόγου.
Επάνω στη λογική βασίστηκε και βασίζεται η επιστήμη, η όποια, με τη
χειραφέτησι εκ της μεσαιωνικής πίστεως, έκαμε τεράστια άλματα προόδου κατά τους
νεωτέρους χρόνους. Τη διάστασι μεταξύ πίστεως και επιστήμης εκφράζει η γνωστή,
κλασσική, θέσις του Descartes «σκέπτομαι, άρα υπάρχω», η οποία ίσταται στην
αρχή της πορείας των νέων χρόνων, και η οποία θέτει σαν μόνη δύναμι και σαν
αποκλειστικό κριτήριο αναζητήσεως και ανευρέσεως της αληθείας τη σκέψι και τη
λογική· ό,τι δεν περνάει απ' το κόσκινο της λογικής, απορρίπτεται. Μ' αυτό τον
τρόπο όμως, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, σχετικοποιούνται και κρημνίζονται όλες
οι αυθεντίες, εφ' όσον δεν συμφωνούν με τη λογική: η αυθεντία του θεού, της
θείας αποκαλύψεως, της παραδόσεως και της εκκλησίας, αλλά και του κράτους. Η
εποχή των νέων χρόνων συμβαδίζει με την κρίσι κάθε αυθεντίας: της
εκκλησιαστικής, της πολιτικής και γενικά της πατριαρχικής. Ο άνθρωπος ζητεί
λογικές βάσεις και κατοχυρώσεις για να πεισθεί και να υπακούσει στις
εξουσίες. Η λογική είναι η νέα θεά και η επιστήμη ο ναός της.
Μεγάλο πλήγμα, κατά τα φαινόμενα, κατάφερε η λογική δια της επιστήμης εναντίον
της πίστεως στο θεό. Ο θεός κατά τους νεωτέρους χρόνους έχασε όλες τις μάχες
στον αγώνα του με την επιστήμη, γι αυτό και εγκατέλειψε όλες σχεδόν τις
περιοχές της κοσμικής πραγματικότητος. Η θεολογία, στον αγώνα της να τον
περισώσει, τον εγκατέστησε στην αρχή στα «κενά», που άφηνε η επιστήμη με την
έρευνά της. Με την πρόοδο όμως της επιστήμης και την περαιτέρω εξερεύνησι των
ανεξιχνίαστων περιοχών του κόσμου, εξετοπίζετο όλο και περισσότερο και ο θεός
εκ του κόσμου. Έτσι η θεολογία, για να τον καταστήσει απόρθητο απ' τα
επιστημονικά πυρά, αναγκάστηκε να εγκαταστήσει το θεό πέρα και εκτός του
κόσμου, στο «επέκεινα», με τις γνωστές δεϊστικές και θεϊστικές της θεωρίες και
διδασκαλίες. Κατ' αυτό τον τρόπο όμως νεκρώθηκε ό θεός· διότι, και αν υπάρχει,
δεν είναι παρών και δεν ενεργεί στον κόσμο, και συνεπώς η ύπαρξίς του δεν έχει
πλέον νόημα και σημασία για τη ζωή των άνθρωποι. Έτσι περάσαμε στην αθεΐα των
νεωτέρων χρόνων, σαν την κυριαρχούσα μορφή πίστεως, όχι μόνο έξω απ' το
χριστιανισμό, αλλά και μέσα στο χριστιανισμό, αφού κηρύχτηκε και απ' τους
ίδιους τους θεολόγους ο «θάνατος του θεού».
Καίριο πλήγμα κατά της παρουσίας και ενεργείας του θεού στον κόσμο κατάφερε
η αρχή της αιτιοκρατίας, για την οποία θα μιλήσομε ειδικώτερα πιο κάτω, και η
όποια εθεωρείτο απ' τη φυσική επιστήμη, καθ' όλη τη διάρκεια των νέων χρόνων
και μέχρι προ τίνων δεκαετιών, ως αδιασάλευτο επιστημονικό πόρισμα· η αρχή δηλ.
ότι τα πάντα συμβαίνουν στον κόσμο σε μια αδιάσπαστη αλυσίδα αιτίων
και αιτιατών, ήτοι προσδιορίζονται από προδιαγραφόμενους νόμους. Με την αρχή
της αιτιότητος, της γνωστής ως Kausalität , η οποία δημιουργεί ένα απόλυτα
κλειστό κοσμοείδωλο, απερρίφθη, όπως είναι αυτονόητο, κάθε σκέψις περί
παρουσίας και νοήματος του θεού για τον άνθρωπο και τον κόσμο, αφού, και αν ακόμη
υπάρχει θεός, δεν μπορεί πλέον να ενεργήσει στον κόσμο και στη ζωή μας το
έκτακτο και το θαύμα. Το θαύμα, σαν έκτακτη και μη υποκείμενη σε αιτιώδεις
φυσικούς νόμους ενέργεια, εξελήφθη ως μύθος, δηλ. ως ένα συμβάν της νηπιώδους
και προεπιστημονικής ηλικίας του ανθρώπου, ότε όλα τα γεγονότα, που συνέβαιναν
στον κόσμο, εθεωρούντο ως σημεία και εκδηλώσεις υπερφυσικών δυνάμεων γι αυτό
και ζήτησε η ίδια η θεολογία, στο πρόσωπο της θεολογίας του Υπαρξισμού, υπό την
πίεσι της επιστήμης, την «απομυθοποίησί του». Τον ανθρωποθεϊσμό τούτο της
φυσικής επιστήμης, σαν αίσθημα απολύτου γνώσεως και αυτοπεποιθήσεως, εκφράζει
στις αρχές του παρελθόντος αιώνος ο περίφημος Γάλλος μαθηματικός και αστρονόμος
Laplace (1749-1827) με τις γνωστές του σκέψεις, ότι «δεν χρειάζομαι την υπόθεσι
'θεός' για να κατανοήσω τον κόσμο», και ακόμη ότι, «εάν θα μπορούσα να γνωρίζω
όλους τους προσδιορίζοντας το κοσμικό γίγνεσθαι αιτιώδεις παράγοντας, θα
μπορούσα αντιστοίχως να γνωρίζω και όλη τη μελλοντική πορεία και εξέλιξι
αυτού». Η αρχή της αιτιοκρατίας, η οποία συνεχίστηκε και επί του ιστορικού
πεδίου με τη θεωρία της «εξελίξεως», αποτελεί μια απ' τις κυριώτερες πηγές
απαισιοδοξίας και μηδενισμού των νεωτέρων χρόνων: ο άνθρωπος αισθάνεται
αλυσοδεμένος σε αδιάσπαστα δεσμά, απ' τα όποια κανείς ποτέ δεν μπορεί να τον
λυτρώσει.
Το παράδοξο όμως είναι ότι όλες οι αντίθετες κοσμοθεωρίες, και κατ' εξοχήν η
θεωρία της αιτιοκρατίας, που ίσχυαν επί αιώνες και μέχρι προ τίνων δεκαετιών,
ως αδιάσειστα επιστημονικά πορίσματα, κατερρίφθησαν σήμερα ως εσφαλμένες και
πεπλανημένες απ' τους ίδιους τους φυσικούς επιστήμονας. Οι θεωρίες αυτές, τις
όποιες, όπως είπαμε, μέχρι και προ τινος είχε υιοθετήσει και η φυσική επιστήμη
ως δικά της επιστημονικά πορίσματα, δεν ήσαν τίποτε άλλο παρά απλές φιλοσοφικές
θεωρίες των φιλοσόφων της αρχής των νέων χρόνων, και προ παντός των
Ren é Descartes (1596-1650) και Giordano Bruno (1548-1600). Η φυσική επιστήμη
δηλ. πολεμούσε επί αιώνες τη χριστιανική πίστι και θεολογία για δογματισμό και
έλλειψι επιστημονικότητος όχι με επιστημονικά δεδομένα, αλλά με δογματικές και
μη-επιστημονικές δικές της θεωρίες, τις όποιες κατέρριψε η ίδια με τις έρευνες
της κατά τις πρόσφατες δεκαετίες του αιώνος μας. Εδώ, βεβαίως, δεν πρόκειται να
επεκταθούμε σ' όλο το φάσμα των ανακαλύψεων, δια των οποίων διήλθε η
φυσική επιστήμη κυρίως του αιώνος μας, αφού ούτε αρμόδιοι είμαστε ούτε και
σχετίζονται όλες αμέσως προς το θέμα, που μας απασχολεί. Θα περιορισθούμε μόνο
στα πορίσματα εκείνα της συγχρόνου πυρηνικής φυσικής, τα οποία έχουν κάποια
άμεση ή έμμεση συνάφεια προς το περί θεού, και περί θρησκείας εν γένει,
ερώτημα.
1.-Κατ' αρχήν σχετικοποιήθηκε η γνώσις της φυσικής επιστήμης, η οποία, εθεωρείτο,
μαζί και με τις άλλες συγγενείς της επιστήμες, ως η μόνη ακριβής και θετική
επιστήμη. Σημειωτέον δε ότι η σχετικοποίησις αυτή των δυνατοτήτων και των
γνώσεων της Φυσικής όχι μόνο δεν έβλαψε αυτήν, αλλ' αντιθέτως: την εβοήθησε να
κάνει τεράστια βήματα προόδου προς τα εμπρός. Ανεκαλύφθη ότι υπάρχει
όχι μόνο ένας νόμος, δηλ. ο νόμος της αιτιότητος, στον οποί ο θα αναφερθούμε
ειδικώτερα πιο κάτω, αλλ' απειρία νόμων, που διέπει την κοσμική πραγματικότητα
και τα επί μέρους της· και ακόμη, το και κυριώτερο, ότι οι φυσικοί νόμοι δεν
είναι κάτι το αιώνιο και επαναλαμβανόμενο, αλλά προσωρινές σταθερές μορφές στην
εξελικτική πορεία του σύμπαντος, το όποιο έχει δική του ιστορία και ευρίσκεται
διαρκώς εν εξελίξει και αναπτύξει. Οι πάρα πάνω διαπιστώσεις αίρουν κάθε
βεβαιότητα περί απολύτου γνώσεως, αφού το κοσμικό γίγνεσθαι, προς το οποίο
στρέφεται η έρευνα της Φυσικής, δεν είναι κάτι το απλό, αιώνιο και σταθερό,
αλλά μια εξόχως πολύπλοκη πραγματικότης με μορφές διαρκώς μεταβαλλόμενες και
προσωρινώς μόνο σταθερά υφιστάμενες.
Διαπιστώθηκε ακόμη ότι η έρευνα, όχι μόνο των άλλων επιστημών, δηλ. των
θεωρητικών και τής θεολογίας, αλλά και τής φυσικής επιστήμης φέρει έντονο
υποκειμενικό χαρακτήρα. Ο διάσημος πυρηνικός φυσικός του αιώνος μας Werner
Heisenberg παρατηρεί ότι «δεν είναι δυνατός ένας τέλειος διαχωρισμός μεταξύ του
υπό έρευνα φαινομένου και του ερευνητού», ούτε και στο πεδίο της φυσικής
επιστήμης. Το αυτό επαναλαμβάνει και ο άλλος περίφημος φυσικός του αιώνος μας
Ρascual Jordan , όταν λέγει για τους ζωντανούς οργανισμούς, επί των οποίων
επεκτείνει την αρχή της Κomplementarität θ' αναφερθούμε ειδικώτερα πιο
κάτω, ότι με τα πειράματα ποτέ δεν γνωρίζομε «τι υπάρχει αντικειμενικά στα
κύτταρα, αλλά γνωρίζομε μόνο εκείνο, που προκύπτει απ' τη χρησιμοποίησι
ωρισμένων πειραματικών (Präparation) μεθόδων. Η φύσις «απαντά» και παρουσιάζει
τις ιδιότητες της ανάλογα και αντίστοιχα, με τα πειράματα, που
εφαρμόζονται, επάνω σ' αυτήν, ποτέ δε δεν ξεύρομε, πως είναι, αντικειμενικά και
στην πραγματικότητα. Έτσι π.χ. άλλα μεν απ' τα πειράματα δείχνουν ότι το φως
είναι μόρια, ή «φωτοκύτταρα», και άλλα ότι είναι κύματα. Η έρευνα δηλ. και στη
Φυσική είναι αντικειμενικο-υποκειμενική, ήτοι εξαρτάται και προσδιορίζεται σε
μεγάλο βαθμό απ' τον ερευνητή και απ' τον τρόπο, που εφαρμόζει τα πειράματα και
κάνει τις παρατηρήσεις του. Η απάντησις, που δίνει η φύσις, δεν είναι απόλυτα
δική της, δηλ. αντικειμενική, αλλά βρίσκεται πάντοτε σε συνάφεια προς το
ερώτημα, που της γίνεται εκ μέρους του ερευνητού με την παρατήρησι και το
πείραμα του. Ο υποκειμενισμός όμως αυτός δεν σημαίνει οπωσδήποτε και μη
επιστημονικότητα, δηλ. απομάκρυνσι εκ της αλήθειας, αλλ' αντίθετα, είναι ίσως ο
μόνος τρόπος προσεγγίσεως αυτής. «Ποιος θα μπορούσε αλήθεια να ισχυρισθεί,
λέγει και πάλι ο Heisenberg, ότι η αντικειμενική όψις είναι πιο πραγματική απ'
την υποκειμενική»;
Μήπως όμως δεν υποστήριζε ανέκαθεν κάτι παρόμοιο και η θεολογία, ότι δηλ.
για τη γνώσι της αλήθειας και του θεού είναι αναγκαία η πίστις ως προσωπική και
υποκειμενική συμμετοχή; Δεν υπάρχουν απλοί παρατηρητές και καθαρή
αντικειμενικότης στην επιστημονική ερευνά και γνώσι, ούτε και στο χώρο της
φυσικής επιστήμης. Όσο δε πιο υψηλό και πιο βαθύ είναι το αντικείμενο ερεύνης,
τόσο και πιο πολύ απαιτεί την προσωπική συμμετοχή του ερευνώντος αυτό. Ο θεός,
ως η υψίστη και βαθύτατη πραγματικότης, απαιτεί απόλυτη την προσωπική συμμετοχή
εκείνου, που ζητεί να προσεγγίσει και να γνωρίσει αυτόν.
Πόσο σχετική και υποκειμενική είναι η έρευνα και στο χώρο της Φυσικής,
αποδεικνύεται και εκ του γεγονότος ότι στις αρχές μόλις του αιώνος μας φυσικοί
επιστήμονες της περιωπής των Ernst Μach (1838-1916) και Wilhelm Ostwald
(1853-1932) έφθασαν μέχρι του σημείου ν' αρνηθούν την ύπαρξι αυτών τούτων των
ατόμων, δηλ. του κατ' εξοχήν αντικειμένου, με το οποίο ασχολείται η πυρηνική
φυσική. Και σήμερα μεν, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν αδιάσειστοι
αποδεικτικοί λόγοι για το αντίθετο, δηλ. για την ύπαρξι αυτών, κανείς σχεδόν
επιστήμων δεν αρνείται την ύπαρξι των ατόμων. Το γεγονός όμως τούτο μαρτυρεί
την αβεβαιότητα, με την οποία κινείται και η πυρηνική ακόμη φυσική στον κατ'
εξοχήν δικό της χώρο, δηλ. στο χώρο των ατόμων. Ως γνωστόν δε μόλις προ τινών
δεκαετιών, ήτοι το 1932, ανακαλύφθηκε από τον James Chadwick ότι στο χώρο των
ατόμων, εκτός απ' τα πρωτόνια και τα ηλεκτρόνια, ανήκουν και τα ουδετερόνια,
χωρίς ηλεκτρική φόρτωσι. Όχι μόνον ο θεός, η υπερβατική και βαθύτατη
πραγματικότης, αλλά και η κοσμική πραγματικότης είναι στο βάθος της απρόσιτη
και ακατάληπτη απ' τον άνθρωπο. Ημείς γνωρίζομε μόνο τις ενέργειες της, όπως
και η θεολογία ανάγεται στο θεό απ' τις ενέργειες του, δηλ. γνωρίζομε μόνο, πως
ο κόσμος εκδηλώνεται προς ημάς. Πως όμως ο κόσμος είναι καθ' αυτόν και
στην πραγματικότητα, δεν το γνωρίζομε, ακριβώς όπως και η θεολογία δεν μπορεί
ποτέ να γνωρίσει, πως είναι ο θεός καθ' αυτόν και στην ουσία του.
Ο σύγχρονος γνωστός πυρηνικός φυσικός και φιλόσοφος Carl Friedrich von
Weizsäcker καταλήγει στη διαπίστωσι ότι «οι φυσικοί δεν εκφράζονται στο
αντικείμενο ερεύνης των με λιγότερη πίστι απ' ό,τι οι θεολόγοι στο δικό τους.
Στο χώρο του ατόμου η επιστήμη αδυνατεί να χρησιμοποιήσει το πείραμα, αφού δεν
μπορεί και δεν θα μπορέσει ποτέ να κατασκευάσει ο άνθρωπος όργανα αντίστοιχα
προς τη βαθύτατη και λεπτότατη αυτή δομή της πραγματικότητος. Εργάζεται δε μόνο
θεωρητικά, με βάσι τη μαθηματική λογική και τις ενέργειες, που εκπέμπουν τα
άτομα, όπως κάμνει περίπου και η θεολογία, η οποία διαπιστώνει τις ενέργειες
του θεού στη διαμόρφωσι της προσωπικότητος του πιστεύοντος. Εξ άλλου τα
προβλήματα της μαθηματικής λογικής τόσο ως προς την πρακτική εφαρμογή της, όσο
και ως προς την ανάπτυξι της μη ευκλειδείου γεωμετρίας και των αντιμαθηματικών
εν γένει, με τα οποία σχετικοποιείται η ακρίβεια της, είναι πλέον ευρύτερα
γνωστά.
2.-Σπουδαία σημασία για το περί θεού
ερώτημα έχει η αναθεώρησις και και των περί πειράματος αντιλήψεων στο χώρο των
φυσικών επιστημών. Παλαιότερα ίσχυε βασικά το αξίωμα ότι, ό,τι δεν αποδεικνύεται
πειραματικώς, τούτο και δεν υπάρχει. Το αξίωμα αυτό στηριζόταν στην περί
πραγματικότητας αντίληψι της υλιστικής φιλοσοφίας των νεωτέρων χρόνων, η οποία
πραγματικότης είναι, κατ' αυτήν, μόνο αισθητή και εμπειρική. Επάνω δε στο
αξίωμα αυτό στηριζόταν και η αθεΐα, η οποία προσπαθούσε να καταρρίψει την πίστι
στην ύπαρξι του θεού με επιστημονικά δεδομένα, θέσις της αθεΐας ήταν: ο θεός
δεν υπάρχει, διότι δεν αποδεικνύεται εμπειρικώς και πειραματικώς. Έτσι η αθεΐα,
με το να εκφράζει την επίσημη επιστημονική άποψι, πέτυχε να γίνει και το μόνο
«πιστεύω», που αρμόζει σε πραγματικούς επιστήμονας. Και σήμερα ακόμη υπάρχει
κάποια δυσπιστία εκ μέρους της ευρείας μάζας των επιστημόνων ως προς την
σοβαρότητα ενός επιστήμονος, ο οποίος θα ομολογούσε ότι πιστεύει στο θεό. Η
αθεΐα ταυτίστηκε σχεδόν με την επιστήμη και η επιστήμη με την αθεΐα κατά τους
νεωτέρους χρόνους. Αιτία όμως δεν υπήρξε η επιστημονικότης της επιστήμης, αλλά
η αντίθεη και αντιθρησκευτική υλιστική φιλοσοφία, της οποίας τις θεωρίες
υιοθέτησε και η φυσική επιστήμη ως δικά της επιστημονικά πορίσματα.
Όπως είπαμε όμως και πάρα πάνω, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνος μας
η Φυσική κατέληξε σε βασικές αναθεωρήσεις ως προς την περί πραγματικότητος
αντίληψί της, οι όποιες είχαν σαν αποτέλεσμα να σχετικοποιηθεί και να
περιορισθεί και η σημασία, που αποδιδόταν παλαιότερα στο πείραμα. Το πείραμα,
ως ελέχθη, δεν ισχύει βασικά για το βάθος του πραγματικού, αφού ο άνθρωπος ποτέ
δεν θα μπορέσει, να κατασκευάσει αντίστοιχα όργανα προς τη λεπτότατη σύστασι
της ύλης. Ακόμη: το πείραμα, προκειμένου για το μικρόκοσμο κυρίως, επιφέρει
αλλαγές και αλλοιώσεις πάνω στο αντικείμενο, επί του οποίου γίνεται, σύμφωνα με
το νόμο του Einstein , κατά τον o ποίο όλες οι φυσικές ενέργειες είναι
ενέργειες αμοιβαιότητος. Ενεργεί το Α επί του Β, τότε ενεργεί και το Β επί του
Α». Κατά συνέπεια και οι γνώσεις, που αποκτάμε με το πείραμα, φθάνουν σε μας
σχετικά αλλοιωμένες. Τέλος υπάρχουν πραγματικότητες κοινώς αποδεκτές σήμερα από
τους επιστήμονας, όπως π.χ. ο αιθέρας, τις οποίες όμως το πείραμα δεν μπορεί να
επισημάνει. Ως γνωστό, κατά το νόμο του Einstein , του οποίου όλοι έχουμε πείρα
στη σύγχρονη ζωή μας με τα αεροπορικά ταξίδια, κανένα πειραματικό όργανο, που
βρίσκεται μέσα σ' ένα κινούμενο σώμα, π.χ. αεροπλάνο, πύραυλο κλπ., το οποίο
σώμα κινείται σε ευθεία γραμμή και πάντα με την ίδια ταχύτητα, δεν μπορεί να
συλλάβει, αν το σώμα τούτο κινείται ή αν είναι σταθερό και ακίνητο σαν να είναι
κρεμασμένο κάπου στο διάστημα. Η γη κινείται, ως γνωστό, με την ιλιγγιώδη
ταχύτητα των 12.000 χιλιομέτρων περίπου την ώρα· και όμως κανένα πειραματικό
όργανο επάνω στον πλανήτη μας δεν μπορεί να συλλάβει την κίνησί της αυτή.
Αντίθετα την κυκλική γύρω απ' τον εαυτό της κίνησι επισημαίνουν τα πειραματικά
όργανα.
Τα πάρα πάνω έχουν μεγάλη σημασία όσον αφορά στο ερώτημα περί της υπάρξεως
του θεού και της πίστεως στο θεό. Όπως προαναφέραμε, η αθεΐα δούλεψε παλαιότερα
πολύ με τη βοήθεια της επιστήμης για να καταρρίψει την πίστι στην ύπαρξι του
θεού. Ο θεός, κατ' αυτήν, δεν υπάρχει, αφού δεν εμπίπτει στο χώρο της
εμπειρικής πραγματικότητος και δεν αποδεικνύεται πειραματικώς. Έτσι η αθεΐα
προσπαθούσε, και τα κατάφερε εν πολλοίς, να παρουσιάσει την πίστι στο θεό σαν
πεποίθησι μη επιστημονική και παράλογη. Αλλά τα πράγματα από άποψι της φυσικής
επιστήμης άλλαξαν· η φυσική, με βάσι τα σύγχρονα δεδομένα της, τροποποίησε το
παλαιότερο αξίωμά της: ό,τι δεν αποδεικνύεται πειραματικώς, τούτο και δεν
υπάρχει», ως εξής: «ό,τι δεν αποδεικνύεται πειραματικώς, δεν σημαίνει ότι και
δεν υπάρχει». Κατά την άποψι της σύγχρονης επιστήμης αποτελεί αναχρονισμό και
συγχρόνως παραλογισμό να ισχυρίζεται κανείς, ότι ο θεός δεν υπάρχει, διότι δεν
αποδεικνύεται πειραματικώς και εμπειρικώς. Σύμφωνα με τα σύγχρονα επιστημονικά
δεδομένα, θα έπρεπε, λοιπόν, να τροποποιήσει και η αθεΐα τη θέσι της και να
μεταβάλει, αν μη τι άλλο, την άρνησί της σε αμφιβολία, με το σκεπτικό: ότι ο
θεός δεν αποδεικνύεται πειραματικώς και επιστημονικώς, δεν σημαίνει ότι και δεν
υπάρχει. ’λλως, η εμμονή της αθεΐας στην απόρριψι της υπάρξεως του θεού, για
λόγους επιστημονικούς, μεταβάλλει αυτήν σ' ένα αναχρονιστικό δογματισμό.
3 .-Εκεί όμως, που επήλθε πραγματική επανάστασις στο χώρο της φυσικής
επιστήμης, είναι η κατάρριψις του νόμου της αιτιοκρατίας, ο οποίος ίσχυε επί
αιώνες ως αδιασάλευτο επιστημονικό πόρισμα. Κατά το νόμο αυτό, τα πάντα
προσδιορίζονται στο κοσμικό σύμπαν και γίγνεσθαι από προδιαγραφόμενους νόμους.
Τίποτε δεν συμβαίνει τυχαίως ή εκτάκτως· τα πάντα διέπει μια αδιάσπαστη αλυσίδα
αιτίων και αιτιατών. Εάν δε θα μπορούσαμε να γνωρίσομε τους νόμους αυτούς, που
διέπουν το φυσικό γίγνεσθαι, θα μπορούσαμε να προδιαγράψομε με ασφάλεια και τη
μελλοντική πορεία και εξέλιξι αυτού. Ο νόμος αυτός της αιτιότητος κατάφερε
καίριο πλήγμα κατά της παρουσίας του θεού στον κόσμο και της δυνατότητος
επενέργειας του θαύματος. Διότι και αν ακόμη υπάρχει θεός, η ύπαρξίς του δεν
έχει καμιά σημασία για τον κόσμο και τη ζωή μας, αφού στον κόσμο συμβαίνουν όλα
σε μια αδιάσπαστη και αναπόδραστη αιτιώδη συνάφεια, η οποία καθιστά αδύνατη
κάθε ενέργεια και κάθε επίδρασι του θεού στη ζωή μας. Με το δόγμα της
αιτιοκρατίας ο θεός έγινε μέσα στον κόσμο άνεργος, και το θαύμα απερρίφθη ως
μύθος.
’λλα κατά την κλασσική φράσι του μεγάλου Η eisenberg η θεωρία της
αιτιοκρατίας «κατερρίφθη τελεσίδικα» απ' τη σύγχρονη πυρηνική φυσική, με τις έρευνες
ιδίως των Bohr, Born, Heisenberg, Pauli, Jordan, Dirac, Neumann κλπ. Ο νόμος
της αιτιότητος ισχύει κυρίως για το μακρόκοσμο και ως «οριακό σύμπτωμα» ενός
άλλου νόμου, του νόμου του απροσδιορίστου, που κυριαρχεί στο μικρόκοσμο. Ο
Jordan παρομοιάζει το νόμο της αιτιότητος σαν ένα «στρώμα πάγου στην επιφάνεια
μιας λίμνης, της οποίας όμως το βάθος είναι εντελώς διαφορετικό και άγνωστο».
Στο μικρόκοσμο, δηλ. στο βάθος του πραγματικού, κυριαρχεί ο νόμος του
απροσδιορίστου, η λεγομένη «στατιστική» νομοτέλεια. Ένα ραδιοάτομο π.χ.
παραμένει αναλλοίωτα «υγιές» μέχρι τη στιγμή που αιφνιδίως καταστρέφεται.
Κανένας νόμος δεν προσδιορίζει το χρόνο της καταστροφής του. Το ίδιο ισχύει και
στον κόσμο των ζωντανών οργανισμών. Τα πειράματα απέδειξαν ότι τα βακτηρίδια, η
κατωτάτη και απλουστάτη μορφή της ζωντανής πραγματικότητος, στις διάφορες
ακτινοσκοπήσεις που τους γίνονται, αντιδρούν όχι ενιαίως και σταθερώς, αλλά με
τελείως ασταθή και απροσδιόριστο τρόπο: άλλα μεν πολλαπλασιάζονται και
αυξάνονται, και άλλα φονεύονται, τα οποία πάλιν μπορούν, με ωρισμένες χημικές
πλύσεις και υπό ωρισμένες συνθήκες, να ξαναζωντανέψουν. Και εδώ, λοιπόν,
κυριαρχεί, όπως και στα βαθιά στρώματα της αψύχου ύλης, ο νόμος του
απροσδιορίστου, ο λεγόμενος «όλα ή τίποτε νόμος». Συνεπώς: ίσχυε στην
παλαιότερη Φυσική το αξίωμα: Natura non facit saltus , δηλ. η φύσις δεν κάνει
πηδήματα, ισχύει τώρα στη σύγχρονη Φυσική το εντελώς αντίθετο: Ν atura facit
saltus δηλ. η φύσις κάνει πηδήματα.
Η κατάρριψις του νόμου της αιτιότητος επέφερε μεγάλες ανακατατάξεις όχι μόνο
στο χώρο της Φυσικής και των άλλων θετικών επιστημών, αλλά και ως προς τη σχέσι
αυτών με τη θεολογία και τη θρησκεία εν γένει. Απεδείχθη δηλ. ότι δεν υπάρχει
πραγματική αντίθεσις μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, και ότι η εχθρότης της
επιστήμης κατά της πίστεως στο θεό προερχόταν βασικά από θεωρίες της υλιστικής
και αθεϊστικής φιλοσοφίας των νεωτέρων χρόνων, τις όποιες είχε υιοθετήσει και η
επιστήμη ως δικές της θεωρίες. Σ' όλους μας είναι γνωστό ότι η μηχανική θεωρία
της αιτιότητος προέρχεται απ' τη φιλοσοφία του Descartes . Κατ' αυτό τον τρόπο
όμως αφέθηκε εκ μέρους της επιστήμης ελεύθερος και πάλιν ο χώρος του κόσμου για
την παρουσία του θεού και την επενέργεια του εκτάκτου και του θαύματος. Ο
άνθρωπος ελπίζει και πάλιν ότι τα αδύνατα, -ανίατες αρρώστιες, αποτυχίες στη
ζωή και δυστυχία-, μπορούν να γίνουν δυνατά: να ξαναβρεί την υγεία του, να
ξαναευτυχήσει κλπ. Σήμερα κανένας επιστήμων δεν μπορεί ν' απορρίψει την ύπαρξι
και την παρουσία του θεού στον κόσμο και στη ζωή μας για καθαρά επιστημονικούς
λόγους. Η αθεΐα ως απόρριψις του θεού είναι πίστις και δεν έχει καμιά διαφορά
απ' την πίστι που παραδέχεται την ύπαρξι του θεού· προέρχεται δηλ. από
προσωπικούς και υποκειμενικούς λόγους, και όχι από αντικειμενικούς και
επιστημονικούς. Αντίθετα: η πίστις, με το να αφήνει ανοικτό το ερώτημα περί της
υπάρξεως του θεού, βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια απ' την αθεΐα, που
απορρίπτει και αποκλείει εκ των προτέρων την ύπαρξι του θεού, χωρίς όμως και να
μπορεί ν' αποδείξει, αν υπάρχει ή όντως δεν υπάρχει ο θεός.
4.-Αλλά η παρουσίασις του παρόντος θέματος θα ήταν ατελής, εάν δεν γινόταν
μια, έστω και σύντομη, αναφορά στην αρχή της Komplementarität με την οποία
εργάζεται σήμερα η φυσική επιστήμη. Την αρχή της Κ. εισήγαγε στο χώρο της
πυρηνικής φυσικής, από το 1927, ο Δανός Νiels Bohr, ένας απ' τους μεγαλύτερους
φυσικούς όλων των αιώνων είχε δε πει για την αρχή αυτή ο άλλος περίφημος
φυσικός Ρ. Jordan ότι αποτελεί «την πιο βαθιά γνώσι της Φυσικής, από τότε που
υπάρχει ιστορικά».
Κατά την αρχή της Κ. τα φαινόμενα του μικρόκοσμου, δηλ. των βαθυτάτων και
λεπτότατων στρωμάτων της ανόργανου και οργανικής ύλης, παρουσιάζουν κατά την
εφαρμογή των διαφόρων πειράματος διάφορες όψεις, ιδιότητες ή αντιδράσεις, οι
οποίες εκ πρώτης όψεως φαίνονται αντιθετικές και δεν συμβιβάζονται μεταξύ των,
όπως π.χ., προκειμένου περί του φωτός, τούτο εμφανίζεται στα διάφορα πειράματα
άλλοτε να είναι μόρια ή φωτοκύτταρα και άλλοτε κύματα, ποτέ δε και τα δύο μαζί.
Το πρόβλημα τούτο, το οποίο βασάνιζε για πολύ καιρό τους επιστήμονας, είναι στη
βάσι του φαινομενικό, αφού κατ' ουσίαν, όπως είπαμε και πάρα πάνω, ποτέ δεν
εξαντικειμενικεύεται τελείως ο φυσικός κόσμος, αλλ' αφήνει να έρχονται εις φως
και στην επιφάνεια τέτοιες μόνο ιδιότητες του, οι οποίες είναι
αντίστοιχες με το είδος του πειράματος, που εφαρμόζεται πάνω σ' αυτόν. Ποτέ δεν
ξεύρομε, πως είναι ο φυσικός κόσμος αντικειμενικά και καθ' αυτόν. Ξεύρομε μόνο,
πως ούτος παρουσιάζεται σε μας με τα διάφορα πειράματα, που εφαρμόζομε πάνω σ'
αυτόν. Οι ερχόμενες εις φως ιδιότητες του μικρόκοσμου είναι, μεν πραγματικές
και αληθινές, συγχρόνως όμως είναι αντίστοιχες και ανάλογες με το είδος των
διαφόρων δικών μας πειραμάτων. Η γνώσις δηλ., που έχομε για το φυσικό κόσμο,
δεν είναι καθαρά αντικειμενική, άλλα αντικειμενικο-υποκειμενική, ήτοι γνώσις του
κόσμου, εξαρτημένη και προσδιοριζόμενη από μας και τις δικές μας πειραματικές
έρευνες και παρατηρήσεις.
Τα διάφορα πειράματα, που εφαρμόζαμε πάνω σ' ένα φυσικό αντικείμενο, φέρουν
στο προσκήνιο μια ή και μερικές μόνο απ' τις πολλές ιδιότητες και όψεις, που
έχει το αντικείμενο αυτό. Και συνεπώς, για να γνωρίσομε το υπό πειραματική
έρευνα αντικείμενο, όσο το δυνατό πληρέστερα, πρέπει να φέρομε σε σχέσι και
συνάφεια όλες τις ιδιότητες και όψεις του αντικειμένου τούτου, τις όποιες
αποκτούμε με τα πειράματα. Οι όψεις όμως και ιδιότητες αυτές, καίτοι είναι
όψεις και ιδιότητες του αυτού αντικειμένου, έρχονται μετά διάφορα πειράματα
στην επιφάνεια αντιθετικά· γι αυτό και δεν αφήνονται να συμβιβασθούν και να
εναρμονισθούν σε μια ανώτερη λογική ενότητα, κατά το πνεύμα της αριστοτελικής
λογικής και φυσικής. Η γνώσις δηλ. του υπό έρευνα αντικειμένου είναι δυνατή
μόνο με την αλληλοσυμπλήρωσι των φαινομενικά αλληλοαναιρούμενων όψεων και
ιδιοτήτω ν αυτού δε πρέπει όμως και να μπαίνομε στον πειρασμό μιας λογικής
εναρμονίσεως αυτών. Μόνο κατ' αυτόν τον τρόπο πλησιάζαμε προς την αλήθεια του
ερευνωμένου αντικειμένου, χωρίς όμως και να μπορούμε ποτέ να φθάσομε στην πλήρη
κατάληψι αυτού. Αυτή είναι περίπου η αρχή της Κ., που εφαρμόζεται σήμερα σε
ευρεία έκτασι στο χώρο της φυσικής επιστήμης προς έρευνα του μικρόκοσμου, αλλά
και σε όλες σχεδόν τις άλλες φυσικές -και τελευταία και θεωρητικές- επιστήμες,
όπως π.χ. στη Βιολογία, στη Ραδιο-Αστρονομία κλπ. Οι Ρ auli και Jordan
επεξέτειναν την αρχή της Κ. και επί της Ψυχολογίας, κυρίως στην παραδοξότητα
της αντιθετικής σχέσεως μεταξύ της αιτιότητος όλων των ψυχικών φαινομένων και
του απροσδιορίστου της ηθικής ελευθερίας, και εν συνδυασμώ με την περίφημη
θεωρία του Freud περί υποσυνειδήτου και απωθημένων, ενώ o Weizäcker προσπάθησε
να εφαρμόσει την αρχή της Κ. επί της λογικής, της οποίας όλη η υποδομή είναι το
μη λογικό και το παράλογο της ανθρώπινης υπάρξεως.
Με τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να καταλήξομε στα ακόλουθα, προκειμένου περί
της πραγματικότητας, συμπεράσματα: 1. Η πραγματικότης ποτέ δεν
εξαντικειμενικεύεται απολύτως, δηλ. ποτέ δεν γνωρίζεται αντικειμενικά και καθ'
αυτήν, πως είναι. 2. Η πραγματικότης γνωρίζεται μόνο εν σχέσει προς ημάς, δηλ.
γνωρίζομε περί της πραγματικότητος μόνο ό,τι έρχεται απ' αυτήν εις φως και στην
επιφάνεια με τις διάφορες πειραματικές παρατηρήσεις, που κάνομε πάνω σ' αυτήν.
3. Οι ιδιότητες των ερευνούμενων αντικειμένων έρχονται αντιθετικά εις φως,
αποκλείουσαι η μία την άλλη, ήτοι, όταν προσπαθούμε να γνωρίσομε την κίνησι του
ηλεκτρονίου, χάνομε τον τόπον αυτού, και αντιστρόφως· ή το φως παρουσιάζεται
στα πειράματα πότε ως μόρια και πότε ως κύματα, ποτέ όμως και τα δύο μαζί. Και
4. για μια κατά το δυνατό πλήρη γνώσι του αντικειμένου χρειάζεται να
συνυπολογίσομε όλες τις αποκτηθείσες δια του πειράματος όψεις και ιδιότητες
αυτού, χωρίς όμως και να μπορούμε να εναρμονίσομε λογικώς αυτές, διότι, όπως
είπαμε, έρχονται εις φως αντιθετικώς και ως αλληλοαναιρούμενες.
Ίσως φανεί κάπως παράξενο, αλλά την αρχή αυτή της Κ. εφήρμοζε ανέκαθεν η
θεολογία στο έργο της, -ένα γεγονός, το οποίο επικαλείται και αναγνωρίζει και ο
ίδιος ο Βohr , ο κύριος εφευρέτης της Κ. στο χώρο της πυρηνικής φυσικής. Η
θεολογία εξεφράζετο ανέκαθεν περί του θεού με παράδοξες προτάσεις, οι οποίες
φαίνονται για την κοινή λογική παράλογες και μη επιστημονικές. Ενώ δηλ. για την
κοινή λογική ο θεός είναι «ή-ή»: ένας ή τριαδικός, αγάπη ή δικαιοσύνη,
υπερβατικός και ακατάληπτος ή κοσμικός και προσιτός, παρών ή απών κλπ., για τη
θεολογία ο θεός είναι «και-και»: δηλ. μονάδα και τριάδα, αγάπη και δικαιοσύνη,
υπερβατικός-ακατάληπτος και κοσμικός καταληπτός, απών και παρών κλπ. Αντίστοιχα
με το είναι αυτό του θεού εφάρμοζε η θεολογία για τη γνώσι αυτού μια διπλή
μέθοδο, την λεγομένη αποφατική-καταφατική, της οποίας το ένα μέρος φαίνεται ότι
αναιρεί το άλλο. Η μέθοδος αυτή, η οποία βλέπει το ναι μέσα στο όχι και το όχι
μέσα στο ναι, φαίνεται, όπως είπαμε, ν' αντιστοιχεί προς το είναι του θεού,
όπως εκφράζεται στην αποκάλυψί του, όπου ο παντοδύναμος θεός αποκαλύπτεται ως
αδύνατος, με το να σταυρώνεται και να θανατώνεται απ' τους αδυνάτους ανθρώπους·
ο δίκαιος θεός αποκαλύπτεται ως άδικος, με το να τιμωρεί πάνω στο σταυρό ένα
αθώο και να συγχωρεί τους αμαρτωλούς και ενόχους· ο πάνσοφος θεός φανερώνεται
ως άσοφος, για την ανθρώπινη λογική, με το να διαλέγει ένα τόσο φρικτό δρόμο
για τη σωτηρία των ανθρώπων: το δρόμο της θυσίας και του σταυρού του Υιού του
κλπ.
Η «διαλεκτική» αυτή δομή, ως ενότης στην αντιθετικότητα και στην ποικιλία,
προσδιορίζει, όπως φαίνεται, και όλη την κοσμική πραγματικότητα, σε όλα τα
στρώματα της. Έτσι ο γνωστός φυσικός Ε rwin Schr ö dinger (1887-1961, 1933
Βραβείο Νόμπελ) διετύπωσε την παράδοξη θεωρία ότι η φυσική πραγματικότης είναι
Wellenpakete , δηλ. όχι ουσία και κάτι το σταθερό, όπως φαίνεται, αλλά κύματα
και ενέργεια· ενώ ο διάσημος άγγλος αστρονόμος Α rthur Stanley Eddington
(1882-1944) προχωρεί ακόμη πιο πέρα, όταν λέγει ότι η πραγματικότης στο βάθος
της είναι όχι υλική, αλλά «πνευματικο-υλική» ( mind - stuff ). Το συμπέρασμα
όλων των ανωτέρω είναι ότι σήμερα, όπως δείχνουν τα τελευταία επιστημονικά
πορίσματα, υπάρχει μεγάλη προσέγγισις μεταξύ θεολογίας και των υπολοίπων
επιστημών - ακόμη και των θετικών - όσον αφορά τόσο στην κατανόησι της
πραγματικότητος όσο και στις μεθόδους και τους τρόπους ερεύνης και προσεγγίσεως
αυτής.
5.-Όχι όμως μόνο οι έρευνες της Φυσικής, αλλά και πολλών άλλων επιστημών
αφήνουν πλέον ανοικτό το περί θεού ερώτημα. Ιδίως τα σύγχρονα πορίσματα της
Αστρονομίας οδηγούν σε αναθεώρησι πολλών παλαιών της θεωριών, οι οποίες
εστρέφοντο κατά της πίστεως στην ύπαρξι του θεού. Βασική αντίληψις της
παλαιοτέρας Αστρονομίας ήτο ότι το σύμπαν είναι άπειρο και αιώνιο. Την άποψι
αυτή επεκαλεΐτο και η αθεΐα για να στηρίξει επιστημονικώς τις δικές της θέσεις
και ν' αποκλείσει κάθε σκέψι περί υπάρξεως του θεού. Αλλά οι περί σύμπαντος
αυτές θεωρίες εκλονίσθησαν τελευταία σοβαρώς από επιστημονικής πλευράς, πολλοί
δε επιστήμονες δεν πιστεύουν πλέον ότι ο κόσμος είναι άπειρος και αιώνιος.
Πολλές βάσιμες ενδείξεις συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι το σύμπαν είναι
πεπερασμένο, και ακόμη ότι έχει αρχή χρονική: κανένα ουράνιο σώμα δεν είναι
παλαιότερο των 12 δισεκατομμυρίων ετών.
Βέβαια οι νέες αυτές περί του σύμπαντος θεωρίες δεν έχουν απόλυτα
επαληθευθεί και δεν γίνονται αποδεκτές απ' όλους τους ειδικούς επιστήμονας.
Σημασία όμως έχει εδώ για μας το γεγονός ότι οι παλαιές θεωρίες της
Αστρονομίας, που εθεωρούντο σαν αδιάσειστα επιστημονικά δεδομένα, εκλονίσθησαν
τελεσιδίκως και αμφισβητούνται πλέον από σοβαρούς επιστήμονας, τα δε νέα
πορίσματα της Αστρονομίας, που εργάζεται με πολύ πιο τελειοποιημένα όργανα απ'
το παρελθόν, προσεγγίζουν μάλλον προς τις περί κόσμου αντιλήψεις της Αγίας
Γραφής. Ως γνωστό, οι θεωρίες ότι ο κόσμος είναι άπειρος και αιώνιος είναι
φιλοσοφικής και όχι επιστημονικής προελεύσεως, προερχόμενες κυρίως απ' το φιλόσοφο
της Αναγεννήσεως Giordano Bruno (1548-1600), ο οποίος για τις πεποιθήσεις του
αυτές κάηκε πάνω στη φωτιά απ' την Ιερή Εξέτασι της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
Με βάσι τα όσα ελέχθησαν πάρα πάνω, θα μπορούσαμε συμπερασματικά να
συνοψίσομε την αλλαγή σκέψεως, δια της όποιας διήλθε η επιστήμη του αιώνος μας
εν συγκρίσει με παλαιότερες εποχές, στα ακόλουθα σημεία:
α) «Οι φυσικοί επιστήμονες έμαθαν την αμαρτία», είχε πει κάποτε ο γνωστός
κοινωνιολόγος Franz Oppenheimer (1864- 1943). Η συνείδησις αυτή της αμαρτωλότητος
εκ μέρους τής επιστήμης θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ριζική αυτοκριτική, ως
συναίσθησις των ανθρωπίνων ορίων και ως σχετικότης πάσης γνώσεως. Δεν υπάρχει
αντικειμενική έρευνα και γνώσις σε καμιά επιστήμη, αλλά μόνο
αντικειμενικο-υποκειμενική, έρευνα δηλ. και γνώσις προσδιοριζόμενη απ' το άτομο
του ερευνητού και τα πειράματα του. Ο λόγος αυτός όμως δεν εμποδίζει την
επιστήμη να κάνει πραγματικά βήματα προόδου στους τομείς, με τους οποίους
ασχολείται αυτή.
β) Η αλλαγή τής επιστημονικής σκέψεως όσον αφορά την περί προόδου αντίληψι.
Μέχρι και προ τίνος η πρόοδος και η απεριόριστη ανάπτυξις των ανθρωπίνων
δυνατοτήτων και δυνάμεων εθεωρούντο σαν κάτι μόνον το θετικό. Τα τελευταία όμως
χρόνια γίνεται πλέον συνειδητό ότι απεριόριστη ανάπτυξις και πρόοδος μπορεί να
σημαίνει και καταστροφή για την ανθρωπότητα· γι αυτό και ακούονται από παντού
κηρύγματα περί «λιτότητος», αυτοσυγκρατήσεως, και περιορισμού υπερβάσεων. Τι
άλλο σημαίνει αυτό, αν όχι το χριστιανικό κήρυγμα περί μετανοίας ως αλλαγής
σκέψεως και συναισθήσεως των επιτρεπομένων ορίων. Ο άνθρωπος μπορεί να
πράξει πολλά· δεν επιτρέπεται όμως και να τα πράττει όλα, όσα μπορεί. Το
«εωσφορικό» στοιχείο, να πράττει ο άνθρωπος πέρα απ' ό,τι του επιτρέπεται,
υπήρξε η αιτία πτώσεως όχι μόνο του Αδάμ, του Ιούδα και των ανθρώπων του πύργου
της Βαβέλ, αλλά και της συγχρόνου ανθρωπότητος. Μνεία των τεραστίων προβλημάτων
και των κρίσεων, που προκάλεσε ό άνθρωπος, με την αλόγιστη και εγωιστική χρήσι
των αγαθών και των πηγών ενεργείας του φυσικού του περιβάλλοντος, αλλά και με
την υπέρβασι και κατάχρησι των δικών του δυνατοτήτων και δυνάμεων, με τη
βοήθεια και της επιστημο-τεχνικής προόδου, έγινε ήδη στην αρχή της παρούσης
μελέτης.
γ) Η επιστήμη εγκατέλειψε, εν πολλοίς, το πρόσχημα της ουδετερότητος, που
επεκαλείτο για την έρευνά της, και άρχισε να συνειδητοποιεί πιο έντονα την
ευθύνη, που έχει, για τις πρακτικές επιπτώσεις και τους κινδύνους, που
εγκυμονεί η έρευνα και τα πορίσματα της. «Αναζητούσαμε τους νόμους του πυρήνος
των ατόμων και καταλήξαμε να φτιάξομε την ατομική βόμβα», λέγει ο Weizs ä cker
. Και συνεχίζει: ο χριστιανός έχει χρέος και δικαιούται «να ερωτά το φυσικό
επιστήμονα, αν αυτό πού κάνει στον κόσμο δεν είναι ίσως αντικειμενικά
εγκληματικό, έστω και αν η υποκειμενική του πρόθεσις δεν είναι κακή». Σκοπός
της επιστήμης είναι να βελτιώσει τη ζωή του ανθρώπου· γι αυτό και δεν μπορεί να
μένει αδιάφορη ως προς το ποιος και πως χρησιμοποιεί τα δεδομένα της....,
δ) Η επιστήμη, με τη συνειδητοποίηση του τελικά απροσίτου και ακατάληπτου
της κοσμικής πραγματικότητος, απέκτησε συνείδησι και του μυστηρίου, που
περιβάλλει τη ζωή και τον κόσμο μας. Η περί φυσικής αποκαλύψεως χριστιανική
διδασκαλία βρίσκει σήμερα έδαφος και στο χώρο της φυσικής επιστήμης. Είπαμε
πάρα πάνω, ότι δεν υπάρχουν νόμοι κατ' ουσίαν, ή καλύτερα νόμοι σταθεροί,
επαναλαμβανόμενοι και αιώνιοι, αλλ' ότι οι νόμοι είναι προσωρινές σταθερές
μορφές στην εξελικτική πορεία του σύμπαντος. Ποιος μας λέγει τότε ότι «πίσω»
απ' αυτό το αδιάκοπο κοσμικό γίγνεσθαι και τη ρευστότητα του δεν «κρύπτεται»
ένα αιώνιο πνεύμα, το οποίο κρατεί τα πάντα («παντοκράτωρ»); Ήδη η Γραφή μας
λέγει σαφώς ότι «ο ων», δηλ. ο μόνος πιστός και σταθερός, ο μόνος, που μένει,
σε αντίθεσι με όλα τα πράγματα του κόσμου, που παρέρχονται, είναι ο θεός. Παρ'
όλον ότι ο Einstein δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως θεϊστής, με τη στενή του
όρου έννοια, αναφέρει ότι «στο σύμπαν αποκαλύπτεται, μια τόσο υπέροχη λογική,
προς την οποία συγκρινόμενη η ανθρώπινη λογική δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά
μηδαμινό αποσκίασμα». Οι σκέψεις αυτές, συνδυαζόμενες και με τα συναφή
φαινόμενα του απροσδιορίστου του φυσικού κόσμου και της ικανότητος αυτού να
αυτορυθμίζεται, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι όχι μόνο ο άνθρωπος, αλλά και η
φύσις έχει προσω πικό βάθος.
Καμιά επιστήμη, λοιπόν, δεν είναι απόλυτη και καμιάς επιστήμης τα πορίσματα
και οι γνώσεις δεν είναι απόλυτα ακριβείς και αντικειμενικές, διότι και ό
άνθρωπος δεν είναι απόλυτος και το αντικείμενο ερεύνης όλων των επιστημών είναι
στο βάθος του απρόσιτο και ανέφικτο. Ούτε η Φυσική, που ασχολείται με την ερευνά
της ανόργανου ύλης, ούτε η Βιολογία, που ασχολείται με τους ζωντανούς
οργανισμούς και με το φαινόμενο της ζωής, ούτε η Ανθρωπολογία, η Ιατρική και η
Ψυχολογία, που ασχολούνται με τον άνθρωπο, ούτε η Αστρονομία, που ζητεί να
γνωρίσει το σύμπαν, αλλά ούτε και οι υπόλοιπες επιστήμες, που ασχολούνται με
τις διάφορες πτυχές τής κοσμικής πραγματικότητος, γνωρίζουν τελικά και στο
βάθος του το αντικείμενο, το οποίο ερευνούν, και το οποίο είναι σχεδόν εξ ίσου
απρόσιτο, όπως ο θεός, το αντικείμενο τής θεολογίας. Όλες οι επιστήμες, και όχι
μόνο η θεολογία, συλλαμβάνουν τελικά τις ενέργειες και τα «φαινόμενα» των
αντικειμένων τους, ποτέ όμως αυτό τούτο το αντικείμενο, όπως είναι καθ' αυτή
και στην πραγματικότητα.
Την μεταξύ θρησκείας και επιστήμης αντίθεσι προκάλεσε κατά τους νεωτέρους
χρόνους η αθεϊστική και υλιστική φιλοσοφία, της οποίας τις θεωρίες είχε για
μεγάλο χρονικό διάστημα υιοθετήσει, χωρίς όμως επιστημονική επαλήθευσι, και η
Φυσική, για να τις καταρρίψει και να τις απορρίψει η ίδια κατά την περίοδο
κυρίως του 20ου αιώνος ως μη επιστημονικές. Μεταξύ επιστήμης και θεολογίας δεν
υπάρχει κατ' ουσίαν αντίθεσις: η επιστήμη ερευνά το μερικό και αποδίδει μεγάλη
σημασία στο αντικειμενικό· η Θεολογία, με αφετηρία και κέντρο το θεό, ως την τα
πάντα προσδιορίζουσα δύναμι και πραγματικότητα, ζητεί να δει και να φέρει τον
άνθρωπο σαν όλο σε σχέσι προς τον κόσμο σαν όλο και προς τις ποικίλες συνάφειες
του. Διότι μόνο οποίος ανυψώνει την επί μέρους πραγματικότητα και τους επί
μέρους σκοπούς τής ζωής, σε συνάφεια προς τον ολικό και τελικό σκοπό της δικής
του ζωής και ολοκλήρου του κόσμου, γνωρίζει σωστά τον κόσμο και ζει συνειδητά,
δηλ. κινείται προς το θεό, ο οποίος είναι η «υπόθεσι», για να μιλήσομε
πλατωνικά, η συνισταμένη και η συγκεφαλαίωσις των πάντων. Επιστήμη και θεολογία
φαίνονται εκ πρώτης όψεως ότι αλληλοσυγκρούονται και αλληλοαναιρούνται, στην
ουσία όμως αλληλοσυμπληρώνονται: η επιστήμη δίδει στη θεολογία, ως ελέχθη, το
συγκεκριμένο και το αντικειμενικό, ενώ ή θεολογία δίδει στην επιστήμη μια
συνολική θεώρησι της κοσμικής πραγματικότητος και στις υποκειμενικές της
απηχήσεις. Και εδώ, λοιπόν, στο θέμα της σχέσεως μεταξύ Θεολογίας και
επιστήμης, Ισχύει η αρχή της Komplementarität γι αυτό και είναι αναγκαίος o
διάλογος προς αλληλοσυμπλήρωσι, όχι μόνο για τη θεολογία, αλλά και για την
επιστήμη. Απ' την επιστήμη δεν περιμένει και δεν απαιτεί η θεολογία να
μεταβληθεί σε απολογητική υπέρ της θρησκείας, διότι ο θεός δεν εμπίπτει στα
άμεσα ενδιαφέροντα της. Απαιτεί όμως απ' την επιστήμη να μη ζει με
προκαταλήψεις κατά της πίστεως στο θεό και να μη γίνεται ιδεολογικό όργανο της
αθεΐας. Διότι η αθεΐα, τελικά, δεν στρέφεται εναντίον του θεού, αλλ' εναντίον
του ανθρώπου, του οποίου παραγνωρίζει και διαστρέφει τις βασικές δομές και
δυνάμεις. Κρείνω την παρούσα μελέτη με μια υπέροχη διαπίστωση του Ρ. Jordan, ο
όποιος λέγει: «όλα τα εμπόδια, όλα τα τείχη, που είχε ανυψώσει η παλαιοτέρα
φυσική επιστήμη στο δρόμο προς τη θρησκεία, δεν υπάρχουν πλέον σήμερα».
Μέγα Φαράντου, Αντίδωρον Πνευματικόν,
τιμητικός τόμος επί τη 50ετηρήδι επιστημονικής δράσεως και τη 40ετηρήδι
καθηγεσίας και εκκλησιαστικής δράσεως Γερασίμου Ιω. Κονιδάρη, Αθήνα
1981, σελ. 501-517
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.