Η έννοια του προσώπου |
Μιχαλάκη Ι.
Μαραθεύτη, Προσωπισμός και Παιδεία,
Μελέτες και Δοκίμια, έκδ. Ομίλου Πνευματικής Ανανεώσεως,
Λευκωσία 2011, σελ. 112-122
Μελέτες και Δοκίμια, έκδ. Ομίλου Πνευματικής Ανανεώσεως,
Λευκωσία 2011, σελ. 112-122
|
Ο άνθρωπος
αποτελεί ένα ξεχωριστό και μοναδικό είδος της δημιουργίας. Από οργανισμός και
φυσική ύπαρξη έγινε άτομο και ύπαρξη· πνευματική. Ο άνθρωπος γεννιέται ως
άτομο, αλλά με έμφυτη τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε πρόσωπο. Το άτομο ξεπέρασε
τη φυσική·, ζωική κατάσταση του οργανισμού και απέκτησε μια νέα επιπρόσθετη
διάσταση, τη μεταφυσική. Η μεταφυσική αυτή διάσταση αποτελεί εκείνο που συνήθως
αποκαλούμε «πνεύμα» και εκδηλώνεται με το αυτεξούσιο, τον λόγο και τη
μεταφυσική πίστη. Το άτομο μετέχει της φυσικής ζωής των οργανισμών, αλλά
μετέχει συγχρόνως και των ξεχωριστών γνωρισμάτων του πνεύματος, εξ αιτίας των
οποίων σημειώθηκε μια αλλοίωση όσον αφορά τη λειτουργία των ενστίκτων. Στον
άνθρωπο τα ένστικτα έπαυσαν να είναι ο απόλυτος ρυθμιστής της συμπεριφοράς του.
όπως συμβαίνει στα ζώα.
Τα
γνωρίσματα του πνεύματος δίνουν στο άτομο τη δυνατότητα να εξελίσσεται και να
αναπτύσσει δημιουργική δράση πέρα από τις φυσικές υποκινήσεις των ενστίκτων.
Του δίνουν τη δυνατότητα και το υποκινούν έσωθεν να πλάσει τον εαυτό του. Είναι
η μοίρα του ανθρώπου να χρειάζεται η προσωπική του συμβολή για να επιτευχθεί η
ολοκλήρωση του. Σε τούτο διαφέρει ο άνθρωπος από τα άλλα ζώα της δημιουργίας
που γεννιούνται «τελειωμένα». Επιτυγχάνουν δηλαδή την ολοκλήρωση τους με μόνες
τις ενστικτώδεις δυνάμεις που φέρνουν μέσα τους. Σε αντιδιαστολή με τα ζώα. Ο άνθρωπος
για να ολοκληρωθεί πρέπει να καταβάλει ο ίδιος ιδιαίτερη προσπάθεια,
χρησιμοποιώντας προς τούτο το αυτεξούσιο και τις άλλες πνευματικές δυνάμεις με
τις οποίες είναι προικισμένος.
Αυτή η
δυνατότητα δίνει στο άτομο το μεγάλο προνόμιο να συμβάλει και το ίδιο στη
συνέχεια της δημιουργίας. Του δίνει τη δυνατότητα να επιδιώξει και με τις δικές
του πνευματικές δυνάμεις την αυτοτελείωση και την αυτοπραγμάτωση του. Αυτό όμως
το προνόμιο αποτελεί και τη μεγάλη του αδυναμία, επειδή η δημιουργική του δράση
μπορεί να εκδηλωθεί είτε προς το καλό είτε προς το κακό. Είναι γι' αυτό που ο
άνθρωπος μπορεί να εξελιχθεί σε ένα άγιο ή να μεταβληθεί στο αγριότερο θηρίο.
Ο σκοπός και
το τέρμα της αυτοπραγμάτωσης δεν είναι το ίδιο για όλους τους ανθρώπους.
Εξαρτάται από τις φιλοσοφικές και τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Είναι γι'
αυτό που μέσα στην πορεία του χρόνου χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν την
έννοια της αυτοπραγμάτωσης διαφορετικοί όροι και δόθηκαν διαφορετικές ερμηνείες
όσον αφορά το περιεχόμενο της. Το «γένοιο οίος εσσί. μαθών» του Πινδάρου, το
«γνώθι σεαυτόν» του Σωκράτη, η «μέθεξη με τον κόσμο των Ιδεών» του Πλάτωνα, η
επίτευξη της «εντελέχειας» του Αριστοτέλη, η πορεία από το «κατ' εκόνα στο καθ'
ομοίωσιν» του Χριστιανισμού, ο «εξανθρωπισμός του ανθρώπου» της σύγχρονης
επιστήμης κλπ. αποτελούν διαφορετικούς όρους και υπονοούν διαφορετικές
διαδικασίες για την αυτοπραγμάτωση του προσώπου.
Σ' αυτά τα
πλαίσια της αυτοπραγμάτωσης του ανθρώπου εν τάσσεται και η έννοια του προσώπου.
Το πρόσωπο διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα των προσπαθειών που καταβάλλει το άτομο
για να επιτύχει
την ολοκλήρωση του. Ιστορικά η έννοια του προσώπου άρχισε να
αναπτύσσεται από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους πήρε μια συγκεκριμένη σημασία
στον χριστιανισμό και αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο από τη σύγχρονη φιλοσοφία
του προσωπισμού.
Προορισμός
του ανθρώπου στον χριστιανισμό είναι να διαπλάσει τον εαυτό του. ασκώντας προς
τούτο ελεύθερα τη θέληση του. σε εικόνα και ομοίωση του θεού. που νοείται και ο
ίδιος ως πρόσωπο. Η επιδίωξη όμως της εξομοίωσης του ανθρώπου με τον Θεό περνά
απαραίτητα μέσα από τις προσωπικές του σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους. Περνά
μέσα από την κοινότητα. Κατά τη χριστιανική διδασκαλία μόνο με τη δημιουργία
προσωπικών σχέσεων με τους άλλους ανθρώπους, ως συμπλήρωση της σχέσης του με
τον Θεό. επιτυγχάνει ο άνθρωπος την τελείωση του και εξελίσσεται σε πρόσωπο.
Συναντούμε,
δηλαδή, στον χριστιανισμό δυο βασικές σχέσεις. Τη σχέση του ανθρώπου με τον
Θεό. δηλαδή τη σχέση Εγώ-Αιώνιο Συ και τη σχέση Εγώ-Συ που είναι η σχέση του ανθρώπου
προς τους άλλους ανθρώπους. Η σχέση Εγώ-Αιώνιο Συ είναι ο τελικός στόχος. Είναι
η σχέση που συμβάλλει στην επίτευξη του «καθ' ομοίωσιν». Η σχέση όμως αυτή δεν
μπορεί να επιτευχθεί, αν δεν περάσει μέσα από τις διαπροσωπικές σχέσεις με τους
άλλους ανθρώπους. Η σχέση επομένως. Εγώ-Αιώνιο Συ, εκτός από τελικός σκοπός,
γίνεται και το κίνητρο για την ανάπτυξη της σχέσης Εγώ-Συ. Λέγει σχετικά ο
Ευαγγελιστής Ιωάννης:
«εάν τις
είπη ότι αγαπώ τον Θεόν και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν. Ο γαρ μη
αγαπών τον αδελφόν ον εώρακε. τον Θεόν ον ουκ εώρακε πώς δύναται αγαπάν; και
ταύτην την εντολήν έχομεν απ' αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον
αδελφόν αυτού» (Ιω. Α' 5. 20-2ί),
Η σχέση
Εγώ-Συ θεμελιώθηκε, κατά την ορθόδοξη πνευματικότητα. από τον ίδιο τον Θεό, ο
οποίος με τη δημιουργία της Εύας, θέλησε να βοηθήσει τον Αδάμ να ξεπεράσει τον
ατομοκεντρισμό του που ήταν το αποτέλεσμα της υπαρξιακής μοναξιάς του. Με τη
δημιουργία της Εύας από την πλευρά του Αδάμ, γεγονός που τονίζει την ισοτιμία
του άνδρα και της γυναίκας, διαμορφώθηκε η συζυγία ως η πρώτη και πρωταρχική
διαπροσωπική σχέση Εγώ-Συ. Μια σχέση απαραίτητη για την ολοκλήρωση της
ανθρώπινης ύπαρξης. Το ατομικό Εγώ του Αδάμ πέρασε στο κοινωνικό Εμείς.
Με τη
συζυγία ο Αδάμ ξεπέρασε τον ατομοκεντρισμό του, και κατ' επέκταση την υπαρξιακή
του μοναξιά. Μαζί όμως με τον ατομοκεντρισμό του ξεπεράστηκε και η προσωπική
του ανεξαρτησία επειδή υποτάχθηκε στην επικυριαρχία της δυαδικής σχέσης Εγώ-Συ.
Η προσωπική του ελευθερία θα πρέπει από τώρα και στο εξής να εναρμονίζεται με
την ελευθερία της Εύας και η προσωπική του ευθύνη να μετέχει και της δικής της
ευθύνης. Τη διαπίστωση ότι η ευθύνη του Συ γίνεται και ευθύνη του Εγώ την έκαμε
πολύ γρήγορα ο Αδάμ όταν ο Θεός δεν του βρήκε ελαφρυντικά και ούτε τον απάλλαξε
από την ευθύνη για την παρακοή στην οποία τον οδήγησε η Εύα.
Η έξοδος του
Αδάμ από τον Παράδεισο σήμανε και την επιστροφή του στην αρχική του μοναξιά
στον αρχικό ατομοκεντρισμό του. Για να μπορέσει να επιστρέψει πίσω στον
Παράδεισο, για τον οποίο ήταν εξαρχής πλασμένος, πρέπει να αγωνίζεται να
ξεπερνά τον ατομοκεντρισμό του και σε συνεργασία με τη σύντροφο του να
εναρμονίζουν τόσο την ελευθερία όσο και τις ευθύνες τους, έτσι ώστε η
συμπεριφορά τους να ανταποκρίνεται στο θέλημα του θεού. Ο Αδάμ, ο κάθε
άνθρωπος, πλάστηκε να βρίσκεται κοντά στον Θεό. Η έξοδος του από τον Παράδεισο
δεν του στέρησε το προνόμιο τούτο. Του επέβαλε όμως την υποχρέωση να αγωνίζεται
ο ίδιος για να το επιτύχει με έντονο προσωπικό αγώνα. Ο αγώνας αυτός της
επιστροφής στον χαμένο παράδεισο είναι ο αγώνας για την αυτοπραγμάτωση του
ανθρώπου, ο αγώνας για τη μετάβαση του ανθρώπου από το «κατ' εικόνα» στο «καθ'
ομοίωσιν».
Στη νεότερη
διανόηση κ«ι ανεξάρτητα από τη χριστιανική διδασκαλία η έννοια του προσώπου ως
ενός ατόμου που βρίσκεται σε σχέση προς άλλο άτομο τονίζεται για πρώτη φορά από
τον Feuerbach (1804 - 1872), ο οποίος στο έργο του «Αρχές της φιλοσοφίας
του μέλλοντος» (1843) γράφει:
Το άτομο δεν
έχει από μόνο του την πληρότητα του ολοκληρωμένου ανθρώπου, είτε ως ηθικού όντος
είτε ως σκεπτόμενου όντος. Η πληρότητα του ανθρώπου ολοκληρώνεται μόν o στην
κοινότητα, στην ενότητα του ανθρώπου προς τον άνθρωπο. Αυτή όμως η ενότητα
στηρίζεται πάνω στη διαφορά που πάντα υπάρχει μεταξύ του Εγώ και του Συ.
Η έννοια του
προσώπου άρχισε να αναπτύσσεται πιο συστηματικά και να τίθεται στο επίκεντρο
του φιλοσοφικού στοχασμού μετά τη διαμόρφωση της φιλοσοφίας του προσωπισμού
λίγο πριν από τον Β' παγκόσμιο πόλεμο. Η φιλοσοφία του προσωπισμού είχε ως
αφόρμησή της τη φιλοσοφία του υπαρξισμού και τη διδασκαλία του για τη σχέση
Εγώ-Συ. Προχώρησε όμως πολύ πέρα από τη φιλοσοφία του υπαρξισμού με τον σαφή
διαχωρισμό της έννοιας του προσώπου από εκείνη του ατόμου. Θεμελιωτής του
προσωπισμού ως ξεχωριστής φιλοσοφικής κίνησης θεωρείται ο Ε mmanuel Mounier ,
οι ρίζες του όμως βρίσκονται στη φιλοσοφική σκέψη των Feuerbach , Lotze ,
Scheler , Kierkergaard , Berdyaev , Maritain , Jaspers και G . Μ arcel . Η
προσθήκη της έννοιας του Συ ως απαραίτητου στοιχείου στην έννοια του προσώπου,
αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο από τους προσωπιστές φιλοσόφους Μ artin Buber ,
John Macmurray , B . Coates και άλλους.
Κατά τη
φιλοσοφία του προσωπισμού το ανθρώπινο ον που βρίσκεται σε ψυχοκοινωνική
απομόνωση δεν μπορεί να ονομαστεί πρόσωπο. Δεν μπορεί όμως ούτε και να
ταυτιστεί με τους ζωικούς οργανισμούς, λόγω των πνευματικών του γνωρισμάτων.
Είναι άτομο. Το άτομο στρέφεται προς τον εαυτό του. ενώ το πρόσωπο στρέφεται
και προς τον άλλο. Κανένας άνθρωπος δεν είναι απόλυτο πρόσωπο και κανένας δεν
είναι απόλυτο άτομο. Και όπως τονίζει ο Μ ounier « το πρόσωπο τότε μόνο
αναπτύσσεται, όταν ο άνθρωπος συνεχώς αποκαθαίρει τον εαυτό του από το άτομο
που είναι μέσα του ».
*
Ο
προσωπισμός δεν πρέπει να θεωρηθεί ως φιλοσοφικό σύστημα, αλλά ως ένα κίνημα
πνευματικού προσανατολισμού, που επιδιώκει με την αποσαφήνιση της έννοιας του
ανθρώπινου προσώπου να δώσει διέξοδο στην πνευματική σύγχυση των καιρών μας. Η
πνευματική σύγχυση που χαρακτηρίζει την εποχή μας οφείλεται στην απολυτοποίηση
του ατόμου, γεγονός στο οποίο συνέβαλε πολύ η φιλοσοφία του υπαρξισμού. Ο
άνθρωπος ταυτίστηκε με το άτομο. Η ανθρώπινη ελευθερία απομονώθηκε από τη σχέση
Εγώ-Συ και περιορίστηκε σε μόνη την αυτονομία του Εγώ. Γι' αυτό και η ελευθερία
μετετράπη σε ασυδοσία. Το άτομο απέκτησε υπερδικαιώματα σε βάρος της κοινότητας.
Οι
εκδηλώσεις του πνευματικού αυτού ατομισμού είναι εμφανείς σ' όλους τους τομείς
της πνευματικής και της κοινωνικής ζωής. Στην τέχνη η έμφαση δόθηκε στην
έκφραση του εσωτερικού κόσμου του καλλιτέχνη και παραμελήθηκε εντελώς η
παράμετρος της επικοινωνίας με το κοινό. Στην εκπαίδευση η έμφαση δόθηκε σ'
ό.τι ενδιαφέρει τον μαθητή και παραμελήθηκε η ανάπτυξη της υπευθυνότητας του
έναντι του κοινωνικού συνόλου. Στο εμπόριο η έμφαση δόθηκε στον ούτω καλούμενον
φιλελευθερισμό, που στην πράξη έγινε ταυτόσημος με την κεφαλαιοκρατία, ένα
σύστημα που υποδουλώνει τον άνθρωπο στην όλη και στα οικονομικά συμφέροντα.
Το κίνημα
του προσωπισμού επιζητεί να δώσει διέξοδο στην ατομοκεντρική αυτή κοινωνία με
την αποκατάσταση του ανθρώπινου προσώπου. Οι διάφοροι όμως προσωπιστές
φιλόσοφοι έδωσαν έμφαση σε διαφορετικές πτυχές του όλου θέματος και διατύπωσαν,
όπως είναι φυσικό, διαφορετικές απόψεις. Ο Coates για παράδειγμα, τονίζει
περισσότερο την κοινωνική πτυχή, ενώ ο Μ acmurray τη λογική και τη φιλοσοφική.
O Buber επιμένει πιο πολύ στον διάλογο, ενώ ο Μ ounier εμμένει στη διαγραφή της
έννοιας του προσώπου. Πολλοί άλλοι υποστήριξαν άλλες θέσεις, τονίζοντας άλλοτε
την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του προσώπου και άλλοτε την πνευματική του υπόσταση.
Οι σκέψεις τους όπως είναι φυσικό, άλλοτε συγκλίνουν και άλλοτε αποκλίνουν
μεταξύ τους.
Εξετάζοντας
το σύνολο των απόψεων που έχουν διατυπωθεί μπορούμε να διαπιστώσουμε το ίδιο
φαινόμενο που παρατηρήθηκε και στη φιλοσοφία του υπαρξισμού, η οποία, ως
γνωστόν, διαχωρίζεται σε δυο κλάδους στον θεϊστικό κλάδο και στον αθεΐστικό
κλάδο. Και στο φιλοσοφικό κίνημα του προσωπισμού μπορούμε να διακρίνουμε τον
παγανιστικό και τον θρησκευτικό προσωπισμό και κατ' επέκταση το ανθρωποκεντρικό
και το θεοκεντρικό πρόσωπο.
Στο
ανθρωποκεντρικό πρόσωπο τονίζεται η σχέση Εγώ-Συ, η οποία περιορίζεται στα
πλαίσια της εγκοσμιότητας και αποτελεί τη θεωρητική βάση του ανθρωπισμού. Το
ανθρωποκεντρικό πρόσωπο ενδιαφέρεται για τον άλλον άνθρωπο, τον οποίο σέβεται
ως ισότιμο με τον εαυτό του και επιζητεί μαζί του μέσα στα πλαίσια της
πανανθρώπινης δικαιοσύνης το «κοινό συμφέρον» ή το «κοινό καλό».
Το
θεοκεντρικό πρόσωπο επεκτείνει τους σκοπούς του στην αιωνιότητα. Το κοινό καλό
και η δικαιοσύνη δεν επαρκούν για την ολοκλήρωση της ανθρώπινης υπόστασης.
Αποτελούν όμως το απαραίτητο σκαλοπάτι για να επιτύχει ο άνθρωπος τη θέωση και
την ένωση του με τον θεό. Στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους το
θεοκεντρικό πρόσωπο προσπαθεί να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του με βάση όχι μόνο
την πανανθρώπινη δικαιοσύνη, αλλά και με ό.τι θεωρεί ότι αποτελεί αποκάλυψη και
θέλημα του Θεού.
Το
θεοκεντρικό πρόσωπο της φιλοσοφίας του προσωπισμού δεν πρέπει να ταυτισθεί με
το χριστιανικό πρόσωπο, παρόλο ότι έχουν μεταξύ τους πολλές ομοιότητες.
Υπάρχουν όμως και μερικές βασικές διαφορές, όπως για παράδειγμα, η δέσμευση του
χριστιανικού προσώπου από το δόγμα και η εξουδετέρωση του θελήματος του ιδίου
Εγώ αντί της προσωπικής ελευθέριας και της υπέρβασης του ατομοκεντρισμού, όπως
τονίζεται στο θεοκεντρικό πρόσωπο της φιλοσοφίας.
Επειδή ο
τελικός προσανατολισμός προς τον οποίον τείνουν το ανθρωποκεντρικό και το
θεοκεντρικό πρόσωπο είναι διαφορετικός, η εγκοσμιότητα και η αιωνιότητα
αντίστοιχα, είναι επόμενο να υπάρχουν και διαφορετικές επιπτώσεις τόσον ως προς
το εννοιολογικό περιεχόμενο των δυο αυτών βασικών τύπων του προσώπου, όσον και
ως προς τη συμπεριφορά τους.
Ο
προσωπισμός ως φιλοσοφία στηρίζεται στη «λογική του παραδόξου», σύμφωνα με την
οποία η κάθε έννοια νοείται ως μια συνέχεια, στο ένα άκρο της οποίας βρίσκεται
μια θέση. π.χ. το καλό και στο άλλο η αντίθεση της, το κακό. Η λαϊκή ρήση
«ουδέν καλόν αμιγές κακού και ουδέν κακόν αμιγές καλού » στηρίζεται στην
παραδοξολογική λογική. Η αντίθεση που ενυπάρχει στην παραδοξολογική έννοια δεν
είναι εννοιολογική αντίφαση, αλλά μια δυναμική αντίληψη της ζωής και του
κόσμου, σε αντιδιαστολή προς τη στατική θεώρηση την οποία υποδηλούν οι έννοιες
της κοινής λογικής.
Το πρόσωπο
κατανοείται καλύτερα με την παραδοξολογική λογική. Με την κοινή λογική το
πρόσωπο είναι ένα ον αντιφατικό, επειδή μετέχει συγχρόνως του φυσικού και του
πνευματικού κόσμου, του πρόσκαιρου και του αιώνιου, της αρετής και της κακίας
κλπ. Με την παραδοξολογική λογική οι αντιφάσεις αυτές δεν υπάρχουν, επειδή
αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία που είναι αδιάσπαστα και συνυπάρχουν στην παραδοξολογική
έννοια του προσώπου. Το πρόσωπο είναι ένα παράδοξο. Υπάρχει, αλλά και γίνεται
συνεχώς. Για να επιτύχει την αυτοπραγμάτωση του πρέπει να αναπτύξει την
αυτονομία του ιδίου Εγώ και συγχρόνως να την ξεπερνά αδιάκοπα για να
ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του Συ και από κοινού να επιδιώκουν το κοινό
καλό.
Η εξέλιξη
του ατόμου σε πρόσωπο είναι μια ισόβια πορεία που αρχίζει από τη γέννηση και
τελειώνει με τον θάνατο. Στην πορεία αυτή διακρίνονται τα ακόλουθα βασικά
στοιχεία, που είναι απαραίτητα για την ολοκλήρωση και την αυτοπραγμάτωση του
προσώπου:
α) Η
αυτονομία του Εγώ. Το Εγώ είναι ο πυρήνας της ύπαρξης και της πνευματικής
υπόστασης του ατόμου. Βασικό γνώρισμα του Εγώ είναι η ελευθερία ή το
αυτεξούσιο. Με τη λειτουργία του το άτομο γίνεται ηθικά υπεύθυνο για τη
συμπεριφορά του. Η λειτουργία του Εγώ συναρτάται άμεσα με τη διαμόρφωση ενός
ιδεολογικού πιστεύω και τον καθορισμό στόχων για τη ζωή, καθώς και με τη
λειτουργία της ηθικής συνείδησης και τη λήψη υπεύθυνων αποφάσεων. Αποτέλεσμα
της λειτουργίας του Εγώ είναι η ηθική πράξη. Πολύ συχνά η ανάπτυξη της
αυτονομίας του Εγώ διαταράσσεται από πιέσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος,
γεγονός που περιορίζει την υπεύθυνη και αυτοκατευθυνόμενη συμπεριφορά του
ατόμου. Χωρίς όμως την υπεύθυνη συμπεριφορά δεν μπορεί να επιτευχθεί η υπέρβαση
του ατομοκεντρισμού, που αποτελεί το δεύτερο βασικό στοιχείο για την πορεία από
το άτομο στο πρόσωπο.
β) Η
υπέρβαση του ατομοκεντρισμού. Αποτελεί το πέρασμα από το Εγώ στο Συ. Είναι το
άνοιγμα του εαυτού μας στον κόσμο των ανθρώπων και την ψυχική επικοινωνία μαζί
του. Χωρίς την υπέρβαση του ατομοκεντρισμού το άτομο θα βρισκόταν σε μια συνεχή
μοναξιά και απομόνωση. Η αυτονομία του Εγώ θα μετατρεπόταν σε εγωισμό, που
αποτελεί ψυχοκοινωνική αρρώστια και παρεμποδίζει τη λειτουργία της σχέσης
Εγώ-Συ. Γι' αυτό και η υπέρβαση του ατομοκεντρισμού είναι τόσο πνευματική
ανάγκη του ατόμου όσο και εκδήλωση προσωπικής ελευθερίας. Η αγωγή, και
ιδιαίτερα η κοινωνική αγωγή, προϋποθέτει την υπέρβαση του ατομοκεντρισμού, τη
σκόπιμη δηλαδή, υπέρβαση των ατομικών επιθυμιών με σκοπό την ανταπόκριση στον
άλλο. Αυτή η ελεύθερη απάρνηση των προσωπικών μας επιθυμιών και αναγκών, με
στόχο την ανταπόκριση στον άλλο αποτελεί την ουσία της ταπείνωσης και την
απαρχή της αγάπης. Αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο της πνευματικής καλλιέργειας
του ανθρώπου και της προσωποκεντρικής αγωγής. Με την υπέρβαση του
ατομοκεντρισμού η ελευθερία του ατόμου περιορίζεται από την παρουσία του άλλου.
Ενώ το αυτόνομο άτομο είναι ελεύθερο να αποφασίζει όπως αυτό θέλει, το πρόσωπο
είναι ελεύθερο να αποφασίζει μόνο ό.τι επιβάλλουν οι διαπροσωπικές του σχέσεις
με τους άλλους.
γ) Ο
διάλογος με το Συ. Είναι το τρίτο βασικό στοιχείο στην πορεία από το άτομο στο
πρόσωπο. Ο διάλογος είναι μια δυναμική αλληλεπίδραση του Εγώ με το Συ και παρουσιάζει
δυο διαστάσεις. Μία ψυχολογική, που αναφέρεται στην ψυχική διάθεση του Εγώ προς
το Συ και μια κοινωνική, που αναφέρεται στη συνεργασία των δύο μερών να
ανεύρουν έναν κοινά αποδεκτό τρόπο συμβίωσης. Ο διάλογος αρχίζει με την αποδοχή
του άλλου ως προσώπου που έχει την ίδια ακριβώς αξία με τη δική μου. Η αποδοχή
της αρχής αυτής οδηγεί στην αμοιβαιότητα του Εγώ προς το Συ και επιβάλλει μια
αναθεώρηση του ατομοκεντρικού τρόπου ζωής. Ο δρόμος του διαλόγου είναι ο δρόμος
της κοινής προσπάθειας. Ο διάλογος αποτελεί μια από τις ουσιαστικές διαφορές
μεταξύ του υπαρξισμού και του προσωπισμού. Βασικό δίδαγμα του υπαρξισμού είναι
ότι «ο καθένας καλείται να βρει τον δικό του δρόμο» (Σ άρτρ). Το δίδαγμα αυτό ο
προσωπισμός δεν το απορρίπτει, αλλά και δεν το αποδέχεται όπως είναι. Το
συμπληρώνει με την προσθήκη της φράσης «συνεργαζόμενος με το Συ». Ο διάλογος
ξεκινά από την υπέρβαση του ατομοκεντρισμού και φθάνει στη· συμβίωση που
στηρίζεται στο κοινό καλό.
δ) Το κοινό
καλό. Ο διάλογος ουδέποτε πρέπει να γίνεται χάριν του διαλόγου, αλλά πάντα με
σκοπό την ανεύρεση του κοινού ή αμοιβαίου καλού. Το κοινό καλό αποτελεί την
κοινωνική διάσταση του διαλόγου. Χωρίς αυτή ο διάλογος θα παρέμενε μια απλή
ψυχική διάθεση του ατόμου χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα στην καθήμενη ζωή. Το
κοινό καλό δεν είναι σταθερό και απόλυτο, εξελίσσεται και διαμορφώνεται μαζί με
τη σχέση Εγώ-Συ. Το Συ δεν έχει πάντα το ίδιο εύρος. Κάποτε νοείται ως ένα άλλο
πρόσωπο, κάποτε ως μια μικρή ή μεγάλη ομάδα και κάποτε ως ολόκληρη ανθρωπότητα.
Είναι αυτονόητο ότι το κοινό καλό συνεχώς διαφοροποιείται ανάλογα με τον αριθμό
των εμπλεκομένων προσώπων.
Όταν ως Συ
νοείται ολόκληρη η ανθρωπότητα το κοινό καλό ισούται με την πανανθρώπινη
δικαιοσύνη, όπως αυτή εκφράζεται με την οικουμενική διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η πανανθρώπινη δικαιοσύνη πρέπει να αποτελεί το κριτήριο για το ποιο είναι το
κοινό καλό και σε όλες τις άλλες διαπροσωπικές σχέσεις διαφορετικά το κοινό
καλό της μιας ομάδας θα συγκρούεται με το κοινό καλό της άλλης. Με την εφαρμογή
της πανανθρώπινης δικαιοσύνης το πρόσωπο ταυτίζεται με τον οικουμενικό άνθρωπο.
Τα τέσσερα
αυτά στοιχεία είναι αποδεκτά από όλες τις μορφές της φιλοσοφίας του προσωπισμού
τόσο τις ανθρωποκεντρικές, όσο και τις θεοκεντρικές. Οι θεοκεντρικές όμως
μορφές του προσωπισμού προσθέτουν στα τέσσερα αυτά στοιχεία και ένα πέμπτο, την
αγάπη. Χωρίς την αγάπη η ολοκλήρωση του προσώπου είναι ελλιπής. Η δικαιοσύνη
είναι καρπός της λογικής διανόησης. Η αγάπη αναβλύζει μέσα από το βάθος
ολόκληρης της ύπαρξης και συνδέεται άμεσα με τη θρησκευτικότητα, που αποτελεί
υπαρξιακό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης.
Από τα
προϊστορικά χρόνια, μόλις ο άνθρωπος ξέφυγε από την απόλυτη κυριαρχία των
ενστίκτων και απέκτησε αυτοσυνειδησία, από την ίδια στιγμή άρχισε να στοχάζεται
για τον εαυτό του και τον κόσμο και να αναζητεί την Πρώτη Αρχή. τον δημιουργό
του σύμπαντος. Την αναζήτηση αυτή δεν την υποκινούσε μόνο η επιθυμία του
ειδέναι ή ο φόβος που του προκαλούσαν τα φυσικά φαινόμενα και οι θεομηνίες,
αλλά και μια εσωτερική ανάγκη να επικοινωνήσει με τη Δύναμη εκείνη στην οποία
οφειλόταν και η δική του ύπαρξη. Η εσωτερική αυτή ανάγκη είναι η
θρησκευτικότητα, από την οποία γεννήθηκαν, με τη βοήθεια του λογικού, οι
θρησκείες. Γι' αυτό χωρίς την ικανοποίηση και της θρησκευτικότητας δεν μπορεί ο
άνθρωπος να επιτύχει την πνευματική του πληρότητα και να ολοκληρώσει την
αυτοπραγμάτωση του.
Η
θρησκευτικότητα συνδέεται άμεσα με την αγάπη, η οποία πρέπει να διακριθεί από
τη στοργή, τη φιλία και τον έρωτα, που είναι φυσικές εκδηλώσεις, γι' αυτό
παρατηρούνται και στα ζώα. Η αγάπη έχει μεταφυσικό χαρακτήρα. Προϋποθέτει πίστη
και πνευματική επικοινωνία με τον Θεό. Η επικοινωνία αυτή επιτρέπει στο Εγώ να
τροφοδοτείται από την ίδια την πηγή της αγάπης, τον Θεό, και όχι από τις
εσωτερικές δυνάμεις που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος. Χωρίς τη μεταφυσική σύνδεση
με τον Θεό, ό.τι ονομάζουμε αγάπη δεν είναι παρά στοργή, φιλία ή έρωτας δηλαδή
φυσικές και όχι πνευματικές εκδηλώσεις. Χωρίς την πίστη και την πνευματική
επικοινωνία με τον Θεό η αγάπη υποβιβάζεται σε ανθρωπισμό.
Η αγάπη
είναι επίσης κάτι παραπάνω από την υπέρβαση του ατομοκεντρισμού και τη
δικαιοσύνη. Στη δικαιοσύνη το πρόσωπο επιδιώκει την ικανοποίηση των έννομων
δικαιωμάτων του. Στην αγάπη απαρνείται και αυτά τα έννομα δικαιώματα χάριν του
άλλου, «η αγάπη ου ζητεί τα εαυτής (Α' Κορ. ιγ΄ 5 ). Αυτή η προσφορά της αγάπης
που ξεπερνά τις υποχρεώσεις που δημιουργεί ο διάλογος και το κοινό καλό της
διαπροσωπικής σχέσης Εγώ-Συ, αποτελεί μια μορφή προσωπικής θυσίας γι' αυτό και
σε καμιά περίπτωση η αγάπη δεν είναι υποχρεωτική. Η αγάπη αποτελεί πάντα
προσωπική επιλογή, ισχύει γι' αυτή το « όστις θέλ ει». Με την αγάπη το πρόσωπο
συνδέει το αιώνιο με το πρόσκαιρο και ανάγει το πρόσκαιρο σε αιώνιο. Με την
αυτοθυσία της αγάπης το πρόσωπο κατακτά το μέγιστο έπαθλο, την τελείωση της υπόστασης
του.
Ομιλία σε
μεταπτυχιακούς φοιτητές της Παιδαγωγικής Σχολής Φλώρινας του Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης στις 13 Μαΐου 1998 . Δημοσιεύθηκε στον τόμο Μαραθεύτη-Κουτσελίνη:
«Η λειτουργία και τα προγράμματα
της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου». Λευκωσία 2000.
της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου». Λευκωσία 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.