Ρατσισμός: Η λογική του παραλόγου |
1. Ο ρατσισμός επιστρέφει
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και από το 2000 όλο και εντονότερα η
Ευρώπη ξαναβλέπει μπροστά της εφιάλτες ενός παρελθόντος, που το θεωρούσε
οριστικά ξεπερασμένο: Ο ρατσισμός (= φυλετισμός) με τη μορφή του νεοναζισμού
στη Γερμανία, με διάφορα προκαλύμματα σε άλλες χώρες, κάνει ολοένα και πιο
αισθητή την παρουσία του, με εκδηλώσεις που χαρακτηρίζονται για την ακρότητά
τους. Αν η δολοφονία δύο γυναικών από την Τουρκία στο Μελν υπήρξε η «κορυφή του
παγόβουνου» και η αφετηρία αντιδράσεων στη λογική της τυφλής βίας, ένα πλήθος
άλλων ενεργειών ορισμένες από τις οποίες σε βάρος Ελλήνων μεταναστών — δείχνουν
το βάθος της διείσδυσης των ρατσιστικών αντιλήψεων και την κοινωνική δυναμική
που τις εκτρέφει.
Πέρα από τους νεοναζιστές της Γερμανίας — οι οποίοι στρέφονται αδιακρίτως
εναντίον όλων των ξένων, που ζουν στην πατρίδα τους — ισχυρό ρατσιστικό ρεύμα
υπάρχει εδώ και χρόνια στη Γαλλία, ενώ σταδιακά καλλιεργείται σε χώρες χωρίς
ιδιαίτερο «παρελθόν» όπως η Ιαταλία, η Ισπανία, η Αυστρία, ακόμη και η Ουγγαρία
και η Τσεχία – όπως βέβαια, σε άλλο επίπεδο, και στη μαρτυρική χώρα της Σερβίας
και Μαυροβουνίου.
Για την πατρίδα μας οι κοινωνιολογικές έρευνες υποστήριζαν μέχρι πρότινος,
ότι πρόβλημα ρατσισμού δεν φαίνεται να υπάρχει. Σήμερα, από πολλούς ο ρατσισμός
προβάλλεται ως «πατριωτική ιδεολογία».
2. Η θεωρητική βάση
Ρατσισμός |
Ανεξάρτητα από τη «φαινομενολογική» αυτή προσέγγιση του προβλήματος του
ρατσισμού, αξίζει να παρατηρηθεί ότι οι αντιλήψεις που στηρίζουν την κατάταξη
των ανθρώπων σε «ποιοτικές» κατηγορίες έχουν μεγάλη προϊστορία, που τους
επιτρέπει, παρά τον αντιεπιστημονικό και απάνθρωπο χαρακτήρα τους, να
επιβιώνουν και σήμερα.
Είναι ίσως αδύνατο να βρούμε κάποια κοινωνία, από τις αρχαιότερες ως τις
σύγχρονες, στην οποία να μην παρατηρούνται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό,
ρατσιστικές (=φυλετικές) εκδηλώσεις. Με βάση μάλιστα την κοινωνιολογική
προσέγγιση του ρατσισμού, που διακρίνει τα κριτήρια του ρατσιστικού διαχωρισμού
σε κοινωνικά-πολιτισμικά (γλώσσα, θρησκεία, πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και
συνήθειες) και σε βιολογικά-φυλετικά (εθνική καταγωγή, φυσιολογία,
χαρακτηριστικά), γίνεται σαφές το εύρος που αποκτά ο όρος τόσο στο
θεωρητικό
επίπεδο, όσο και στην καθημερινή πρακτική του αναφορά: η βεβαιότητα της εθνικής
υπεροχής (σε κάποιον έστω από τους παραπάνω τομείς) και της αυτονόητης
μειονεκτικότητας των άλλων εθνικών ομάδων – που αποδίδεται σε εγγενείς
κληρονομούμενους και όχι σε επίκτητους πολιτισμικούς παράγοντες – οδήγησε και
οδηγεί σε ενέργειες και εκδηλώσεις σύμφωνες προς αυτήν την υποτιθέμενη
ανωτερότητα. Στη λογική αυτή στηρίχθηκε π.χ. κυρίως η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία
για να εκπολιτίσει ή και να «εξημερώσει» τους λαούς της Ν. Αμερικής, της
Αφρικής και της Ασίας· και στις περισσότερες περιπτώσεις άφησε στο πέρασμά της
εκατόμβες νεκρών και συσσωρευμένα μίση. Κορυφαίο ασφαλώς παράδειγμα της
σύγχρονης ιστορίας αποτελούν τα εγκλήματα του ναζισμού, που στο όνομα της
υπεροχής της αρίας φυλής δε δίστασε να χρησιμοποιήσει φρικιαστικά μέσα
εξόντωσης και εξευτελισμού του ανθρώπου.
Αυτές οι πρακτικές ωστόσο που σήμερα αναβιώνουν – χωρίς ποτέ να έχουν πάψει
ολοκληρωτικά να υπάρχουν είτε στη μορφή του «απαρτχάιντ» της Ν. Αφρικής είτε
του σιωνισμού – μολονότι έχουν ιδιαίτερα επηρεάσει την παγκόσμια ιστορία, δεν
κατόρθωσαν να αποκτήσουν αξιόλογη θεωρητική υποστήριξη. Πρωτοπόρος θεωρητικός
θα μπορούσε να θεωρηθεί ο Γάλλος Gobineau [1] τον 19ο αιώνα, ο οποίος μαζί με
τον Άγγλο Chamberlain [2] υπήρξαν ίσως οι «πνευματικοί πρόδρομοι» της
ναζιστικής πολιτικής ιδεολογίας. Τόσο όμως στις δικές τους συλλήψεις, όσο και
σε παρόμοιες άλλων συγγραφέων, η αντιφατικότητα και η αδυναμία επιστημονικής
τεκμηρίωσης δεν επέτρεψαν να λειτουργήσουν ως στέρεο ιδεολογικό υπόβαθρο.
Τίθεται εδώ λογικά το ερώτημα για τους παράγοντες που ωθούν εκατομμύρια
ανθρώπους σε μια αντιπαράθεση βιαιότητας και μίσους, τη στιγμή μάλιστα που οι
θεωρίες για την ποιοτική διαφορά των ανθρώπινων φυλών έχουν προ πολλού
καταρρεύσει και η σημασία της πολυτυπίας προβάλλει ως οικουμενική αξία.
3. Αίτια της αναβίωσης
Αναμφίβολα σε κάθε ιστορική περίοδο οι συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη
τάσεων και φαινομένων εκφράζουν την πολυπλοκότητα των συγχρονικών πολιτικών,
κοινωνικοοικονομικών, διακρατικών, διανθρώπινων και ηθικών δεδομένων. Στη
σύγχρονη συγκυρία ένας συνδυασμός αλλαγών και καταστάσεων προσφέρει το έναυσμα
για την αναβίωση του φαινομένου του ρατσισμού.
1. Οι χώρες του λεγόμενου δυτικού κόσμου παρουσιάζουν
συμπτώματα οικονομικής ύφεσης. Σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό ασφαλώς, η οικονομική
κρίση πλήττει τις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς και αυτές του πρώην ανατολικού
μπλοκ. Αν για τους φτωχούς το όραμα της ζωής στην «εύρωστη Δύση» αποτελεί ίσως
τη μοναδική λύση και ελπίδα, η αύξηση του αριθμού των μεταναστών
συνειδητοποιείται συχνά από το μέσο πολίτη, αλλά και από τους νέους που τώρα
μπαίνουν στον εργασιακό χώρο ως απειλή – που μπορεί να είναι πραγματική ή όχι –
για τη δική τους θέση εργασίας, για τη δική τους ευημερία, για τη δική τους
επιβίωση ίσως. Και φυσικά για λαούς που έχουν μεγαλώσει με τις καπιταλιστικές
αξίες του ατομικού ευδαιμονισμού, δύσκολα υπάρχει θέση ή περίσσευμα για τον αδύναμο
«άλλον». Τα 10 εκατομμύρια μετανάστες στη Γερμανία (σε πληθυσμό περίπου 80
εκατομμυρίων) μαρτυρούν τις διαστάσις του φαινομένου της οικονομικής
μετανάστευσης και τον κοινωνικό ρόλο, που είναι δυνατόν να παίξει
2. Η φάση των οικουμενικών αλλαγών, που διανύουμε μετά το
Σεπτέμβρη του 2001, φέρνει στην επιφάνεια την αρχέγονη ανάγκη συλλογικού
προσδιορισμού και ένταξης. Κάθε στοιχείο, συνεπώς πολιτισμικής διαφοράς
τονίζεται και ενισχύεται, συχνά σε αντιπαραβολή με τα αντίστοιχα στοιχεία άλλων
λαών και εθνοτήτων. Το αποτέλεσμα είναι καθετί που δεν εντάσσεται σε ένα
κυρίαρχο εθνικό πολιτισμικό πλαίσιο να θεωρείται απειλή και κίνδυνος και να
αντιμετωπίζεται με επιθετικότητα. Πέρα από τους πολιτικούς και θρησκευτικούς
στόχους που εξυπηρετεί η εξωτερική αμερικανική πολιτική εκφράζει αυτήν ακριβώς
τη σύγκρουση πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων.
3. Η αίσθηση της αλλαγής διαμορφώνει, συχνά υποσυνείδητα, ένα
συναίσθημα ανασφάλειας και αβεβαιότητας σε ατομικό επίπεδο. Η ανασφάλεια
εκφράζεται με τη διάθεση περιχαράκωσης γύρω από ό,τι σταθερό υπάρχει – αυτό που
είμαι ή αυτό που έχω – και ευνοεί τη μονομέρεια και την έλλειψη
αντικειμενικότητας. Παράλληλα ενεργοποιεί προκαταλήψεις, που κατά καιρούς έχουν
διαμορφωθεί και τις φέρνει άκριτα στο κέντρο της τοποθέτησης απέναντι σε άλλες
εθνικές ή πολιτισμικές ομάδες. Οι προκαταλήψεις-στερεότυπα αυτές βρίσκουν στη
νεολαία, η οποία δε διαθέτει δικές της εμπειρίες, ιδιαίτερη απήχηση.
4. Η πτώση των ιδεολογιών διαμορφώνει μιαν ιδεολογική ασάφεια,
ένα ιδεολογικό κενό, που πρέπει να καλυφθεί. Μέχρι να βρεθούν τα νέα
υποκατάστατα – με τη γνωστή σχετικότητα που χαρακτηρίζει όλες τις κοσμικές
θεωρίες – ο ρατσισμός δίνει μια κάποια διέξοδο σε ανθρώπους χωρίς σαφή
ιδεολογικό προσανατολισμό προσφέροντάς τους έναν στόχο, ένα σύστημα «αξιών» και
κυρίως μια πρακτική έκφρασή τους. Ίσως θα έπρεπε να προβληματίσει η ταύτιση
πολλών νέων με τις ρατσιστικές πρακτικές. Και μόνο άλλωστε το γεγονός ότι νέοι
άνθρωποι έχουν βρεθεί στο κοινωνικό περιθώριο, αποτελεί δείγμα κοινωνικής
κρίσης.
5. Δεν είναι τυχαίο, τέλος, ότι πολλοί από τους λαούς όπου
ανθεί σήμερα ο ρατσισμός, έχουν παραδοσιακά μιαν αίσθηση υπεροχής ή
ανωτερότητας. Ίσως η αναβίωση του ρατσισμού να ευνοείται από αυτή την, μη
συνειδητή πιθανώς, αντίληψη που μεταβιβάζεται κληρονομικά μέσα από τους εθνικούς,
κοινωνικούς και πολιτισμικούς μηχανισμούς.
4. Αντιρατσιστικές προσπάθειες
Δεν είναι χωρίς σημασία το αποτέλεσμα αυτής της πίεσης του ρατσισμού που
δέχονται οι ομάδες των μεταναστών. Στη χώρα μας αλλά και διεθνώς, βλέπουμε μία
συσπείρωση κάποιων μεταναστών και εκδήλωση μιας συσσωρευμένης αντίδρασης στην
περιφρόνηση που αυτοί δέχονται. Επίσης, διάφορες πολιτικές ομάδες
δραστηριοποιούνται ενάντια σε αυτόν το ρατσισμό, συχνά καταδικάζοντας –
φτάνοντας έτσι στο άλλο άκρο – και την αγνότερη εθνική συνείδηση. Η βία είναι
σε χρήση και από αυτές τις ομάδες και συσσωματώσεις. Έτσι ο φαύλος κύκλος της
βίας δεν κλείνει ποτέ.
5. Η προοπτική
Ένα «σύμπτωμα» όπως ο ρατσισμός, που τα αίτιά του βρίσκονται κυρίως στο
φόβο, την αβεβαιότητα, αλλά και την αλαζονεία του σύγχρονου ανθρώπου, το οποίο
«σημαία» του έχει τη σύγκρουση και την αντιπαράθεση ως αυτοσκοπό, χωρίς
επιστημονικά ερείσματα παρά μόνο αδρές ιστορικές αναφορές έντεχνα
παρουσιασμένες, δεν μπορεί να έχει προοπτική. Αυτό δείχνει το τέλος όλων των
ανάλογων προσπαθειών του παρελθόντος. Αυτό δείχνει η κινητοποίηση των
εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών που αντιδρούν στη Γερμανία, στη Γαλλία και αλλού.
Έχει πλέον συνειδητοποιηθεί το παράλογο της ρατσιστικής λογικής· μιας λογικής
στηριγμένης στην απομάκρυνση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, στον κυνισμό και
τελικά στον στείρο εγωκεντρισμό.
Δεν είναι βέβαια τυχαίο το ότι ο ρατσισμός αναπτύσσεται σε χώρους και σε
άτομα που δεν έχουν καμιά σχέση με το χριστιανικό ήθος – το πολύ με μιαν
επιφανειακή γνώση ικανή να παραμορφώσει μάλλον παρά να φωτίσει. Ένα ήθος και
μια πρακτική που εκφράζεται με την αγάπη, η οποία δεν εμποδίζεται από όρια και
φραγμούς κανενός είδους· αυτήν που «έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄ Ιωαν. δ΄ 18) και
κατευθύνει το σεβασμό προς την εικόνα του Θεού σε δρόμους αληθινού ανθρωπισμού
και ειλικρινούς αφοσίωσης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο Κύριός μας είχε
πάρει το δρόμο της προσφυγιάς κάποτε, βάζοντας έτσι τον εαυτό του στη θέση του
κάθε πρόσφυγα ή και μετανάστη.
Ίσως για να γίνει κατανοητός ο παραλογισμός του ρατσισμού να αρκεί μια
πρόταση μόνο· μια πρόταση που εκφράζει ένα όραμα και μια πραγματικότητα εντελώς
διαφορετική: «Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ
ένι άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς είς εστε εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. γ΄ 28). Όσο
θα μας διαφεύγει αυτή η θεόπνευστη διακήρυξη της λογικής της καρδιάς, της
αγάπης και της αδελφοσύνης, τόσο το παράλογο θα βρίσκει χώρο ύπαρξης με τη
μορφή του ρατσισμού ή του όποιου υποκατάστατου.
Δ.Τ.
Φοιτητής Φιλοσοφικής Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.