Ορθόδοξη βιοηθική και ηθικά διλήμματα |
του Ρένου Κωνσταντίνου, Θεολόγος
Στη σύγχρονη εποχή η βιοηθική διαχειρίζεται
ορισμένα από τα πιο κρίσιμα, ηθικά ζητήματα και απαντά σε ορισμένα από τα πιο
τραγικά διλλήματα, που προκύπτουν στο πλαίσιο της παρέμβασης του ανθρώπου στη
βιολογική διαδικασία μέσω της τεχνολογικής εξέλιξης. Πραγματεύεται κεφαλαιώδη
ζητήματα για τον άνθρωπο, την κοινωνία και την επιστήμη, όπως είναι η
ευθανασία, οι αμβλώσεις, η δωρεά οργάνων, οι μεταμοσχεύσεις κ.α.
Προτού όμως εξετάσουμε κάποια επιμέρους
ζητήματα, επιβάλλεται να ξεκαθαρίσουμε τι είναι η ετερονομία και τι η αυτονομία στην ηθική και τέλος τι είναι
η χριστονομία (ή ορθόδοξη βιοηθική). Στην ετερονομία γενικά το κριτήριο σύμφωνα με το οποίο
διαμορφώνεται η ηθική κρίση του ανθρώπου επιβάλλεται από κάποια εξωτερική
αυθεντία με θρησκευτικό ή άλλο κύρος. Η ηθική, που πηγάζει από την ετερονομία,
ονομάζεται ετερόνομη ηθική. Ο
ηθικός νόμος, που ορίζει την ηθική κρίση και τη ζωή του ανθρώπου δεν προέρχεται
από το ίδιο το πρόσωπο, που ενεργεί, αλλά θεσπίζεται από κάποιον «έτερον», ο
οποίος μπορεί να είναι ο Θεός ή η θεία αρχή, που πιστεύει ο πιστός ή το
πολιτικοκοινωνικό σύστημα, στο οποίο είναι ενταγμένος ο πολίτης[1].
Στην αυτονομία ο
«νόμος» βάσει του οποίου διαμορφώνεται η ηθική κρίση του ανθρώπου αντλείται από
τον εαυτό του και δεν επιβάλλεται από κάποια εξωτερική αυθεντία. Η ηθική, η
οποία θεμελιώνεται στην αυτονομία, ονομάζεται αυτόνομη[2]. Ηαυτόνομη ηθική δεν επηρεάζεται από
εξωτερικούς παράγοντες αλλά πηγάζει από τον ίδιο τον άνθρωπο και συμβάλλει στον
αυτοπροσδιορισμό του. Ο ηθικός νόμος διαπλάθεται σύμφωνα με την ατομική
επιθυμία κάθε ανθρώπου. Ο άνθρωπος αποτελεί το μέτρο όλων των πραγμάτων και
κυρίως αποτελεί το μέτρο του εαυτού του[3].
Πέρα από τα δύο ανωτέρω είδη ηθικής, που
αντιπαρατίθενται στο σύγχρονο κόσμο και αφήνουν το στίγμα τους στον άνθρωπο,
στην κοινωνία, στον πολιτισμό και στην επιστήμη, υπάρχει και ένα τρίτο
είδος
ηθικής, η ορθόδοξη, χριστιανική
ηθική ή χριστονομία. Ο καθηγητής κ. Αγόρας τονίζει ότι η αγάπη και η
φιλανθρωπία του Χριστού είναι το πραγματικό μέτρο του ανθρώπου. Η ανθρωπιά Του
θεμελιώνει και πλαισιώνει μία ευχαριστιακή βιοηθική της χριστονομίας, μία
χριστόνομη βιοηθική με ευχαριστιακό χαρακτήρα. Η χριστονομία διακρίνεται τόσο
από την ετερονομία όσο και από την αυτονομία, οι οποίες χαρακτηρίζουν το
θεοκρατικό Μεσαίωνα και την εκκοσμίκευση του Μεσαίωνα στη Νεωτερικότητα αντίστοιχα.
Η χριστονομία είναι εσχατολογική και εκκλησιολογική κατηγορία, ενώ η ετερονομία
και η αυτονομία είναι ιστορικές και πολιτισμικές κατηγορίες. Η κύρια διαφορά
τους όμως, εντοπίζεται στην προοπτική τους σε σχέση με την ελευθερία της
ύπαρξης. Ενώ η ετερονομία και η αυτονομία υπονοούν προοπτικές φύσης, δηλαδή
έχουν φυσιοκεντρικό χαρακτήρα, η χριστονομία υπονοεί προοπτική χάρης, άρα έχει
προσωποκεντρικό χαρακτήρα[4].
Ας εξετάσουμε τώρα ορισμένα σύγχρονα βιοηθικά
διλλήματα. Το ζήτημα της ευθανασίαςτίθεται,
όταν ένας ασθενής συντηρείται ουσιαστικά στη ζωή αποκλειστικά με ιατρική και
τεχνολογική υποστήριξη, ενώ σε παλαιότερους χρόνους θα είχε τελειώσει φυσικά.
Στην περίπτωση αυτή εκφράζονται δύο αντικρουόμενες απόψεις. Η πρώτη άποψη
υποστηρίζει τη συνέχιση της τεχνητής υποστήριξης, έστω και αν ο ασθενής είναι
«φυτό», καθώς η ζωή αποτελεί απαραβίαστη αξία και ο κάθε ασθενής έχει δικαίωμα
στη ζωή. Η δεύτερη άποψη υποστηρίζει τη διακοπή της τεχνητής υποστήριξης, γιατί
ο ασθενής ευρισκόμενος σε μία μόνιμη, «φυτική κατάσταση», ζει μία αλλοτριωμένη
ζωή και ο κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στο θάνατο.
Οι δύο ανωτέρω απόψεις απηχούν τον ουσιοκρατικό
και τον υπαρξιοκρατικό φυσιοκεντρισμό αντίστοιχα. Η πρώτη άποψη επιχειρεί μία
ετερόνομη προσέγγιση της ανθρώπινης ζωής και του θανάτου. Επενδύει την
ανθρώπινη ζωή (ως ουσία) με μία φυσική ιερότητα. Κατά συνέπεια η ζωή ως
υπερφυσικό δώρο αναστέλλει την ελευθερία του ανθρώπου, διότι την περιορίζει.
Αντίστροφα η δεύτερη άποψη επιχειρεί μία αυτόνομη προσέγγιση της ζωής και του
θανάτου και επενδύει την ανθρώπινη ζωή (ως υπαρκτικό γεγονός) με μία φυσική
κοσμικότητα ευτελίζοντάς την[5].
Όμως η ανθρώπινη ζωή δεν αποτελεί
απόκτημα φυσικής ή υπαρκτικής αναγκαιότητας αλλά δώρο προσωπικής ελευθερίας. Η
πραγματική ζωή – η αναστάσιμη – δε συμβαδίζει με μία ζωή βιωμένη σαν
αποκλειστικό κτήμα, σαν κατοχή αλλά συμβαδίζει με μία ζωή, που προσφέρθηκε σα
δώρο προσωπικής ελευθερίας (στο Σταυρό)[6]. Μέσα από το
προσωποκεντρικό πρίσμα της χριστονομίας η βιοψυχική ύπαρξη του κάθε ανθρώπου
δεν αποτελεί αξία αυτή καθαυτή αλλά μόνο ιδωμένη μέσα από το πρόσωπο. Η ζωή
αξίζει, διότι αποτελεί τη ζωή του προσώπου. Του προσώπου εκείνου, το οποίο
ελεύθερα αναλαμβάνει τη διαχείριση της ζωής του έναντι του Θεού, έναντι του
εαυτού του και έναντι των άλλων προσώπων[7].
Σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Αγόρα η ευθανασία
στη συμπτωτική της μορφή – όταν το υποκείμενο επιθυμεί την ευθανασία για τον
ίδιο του τον εαυτό – σχετίζεται με την αυτοκτονία και χαρακτηρίζεται ως
«αυτοκτονία με ιατρική υποστήριξη». Η επιλογή του θανάτου είναι μεν μία πράξη
μηδενιστική, αλλά δεν παύει να είναι προσωπική και ελεύθερη. Γι’ αυτόν το λόγο
η επιλογή του θανάτου από το πρόσωπο παρόλη την τραγικότητά της πρέπει να
γίνεται σεβαστή. Η ευθανασία στη μη συμπτωτική της μορφή – όταν ο επιθυμών και
ο υφιστάμενος την ευθανασία δεν ταυτίζονται – σχετίζεται με την ανθρωποκτονία.
Η επιχειρηματολογία υπέρ της στηρίζεται σε λόγους κοινωνικής αλληλεγγύης και σε
λόγους ανθρωπολογικούς. Η θανάτωση ενός «καταδικασμένου» ασθενούς οφείλεται
είτε στην προσπάθεια να εξοικονομηθούν ιατρικά μέσα για άλλους ασθενείς, οι
οποίοι έχουν ακόμη ελπίδες, είτε γιατί θεωρείται ότι ο ασθενής – «φυτό» έχει
παύσει να είναι πρόσωπο και ότι συνεπώς είναι ανίκανος να δημιουργεί σχέσεις
και ότι έχει χάσει την ελευθερία του. Όμως η επιχειρηματολογία αυτή
αντιμετωπίζει το ανθρώπινο πρόσωπο ως απλό μέσο, που υπηρετεί το κοινωνικό
σύνολο και αντικειμενοποιεί την υπερβατικότητα – ελευθερία του προσώπου
ταυτίζοντας την υπερβατική ελευθερία της υπόστασής του με τη δυνατότητά του να
δημιουργεί σχέσεις. Γι’ αυτόν το λόγο η μη συμπτωτική ευθανασία δεν είναι
αποδεκτή[8].
Ο καθηγητής κ. Engelhardt σχολιάζει ότι το
ενδεχόμενο της ευθανασίας ενός ασθενούς, που βρίσκεται σε κώμα και που
κρατιέται στη ζωή με μηχανική υποστήριξη, πρέπει να εξετάζεται στα πλαίσια του
Πατερικού πνεύματος. Παραθέτει την άποψη του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος
τονίζει ότι η χρήση της ιατρικής περίθαλψης είναι θεμιτή υπό την προϋπόθεση
όμως ότι η ιατρική δε μεταβάλλεται σε αυτοσκοπό. Όταν ο άνθρωπος επιδιώκει τη
διατήρηση της υλικής ζωής με κάθε μέσο, ιεροποιεί τη ζωή και καθιστά την
ιατρική είδωλο. Σύμφωνα με τον καθηγητή Engelhardt, η ευθανασία προϋποθέτει
εκτός από την πράξη ή την παράλειψη για την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής και
την πρόθεση. Όταν ο ιατρός ενεργεί για να απαλλάξει τον ασθενή από τους
ανυπόφορους πόνους ή όταν διακόπτει τη θεραπεία, η οποία του κλονίζει την
πνευματική ζωή, τότε προστατεύει τον ασθενή ηθικά και πνευματικά. Το κόστος
όμως είναι η απώλεια της συμπόνοιας για την ανθρώπινη ζωή, καθώς η πίστη του
ανθρώπου στην τεχνολογία υποκαθιστά την πίστη του στο Θεό[9]. Ο ίδιος ο
καθηγητής δηλώνει αποφασιστικά ότι θα επιθυμούσε να κρατηθεί στη ζωή με τη
βοήθεια της ιατρικής, προκειμένου να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει των
Αχράντων Μυστηρίων. Μετά θα επιθυμούσε να αφεθεί να πεθάνει, διότι η ιατρική θα
μετατρεπόταν σε μία υπερκαταναλωτική διαδικασία, που θα παράτεινε την απόγνωσή
του[10].
Σε σχέση με τις αμβλώσεις και πάλι έχουμε δύο αντικρουόμενες απόψεις. Ο καθηγητής
κ. Αγόρας επισημαίνει ότι η ουσιοκρατική εκδοχή του φυσιοκεντρισμού ιεροποιεί
το έμβρυο, θεωρεί ότι είναι ίσο με το πρόσωπο, αποτελεί μία αξία υπέρτερη από
όλες τις άλλες, η μητέρα δεν έχει κανένα δικαίωμα επάνω του και ότι συνεπώς η
άμβλωση ισοδυναμεί με το φόνο ενός αθώου[11]. Αντίθετα η
υπαρξιοκρατική εκδοχή του φυσιοκεντρισμού θεωρεί ότι το έμβρυο δεν είναι
πρόσωπο παρά μόνο γενετικό υλικό, διότι δεν έχει συνείδηση και συναισθήματα,
δεν επικοινωνεί και δεν τυγχάνει κοινωνικής αναγνώρισης. Η μοναδική αξία, που
αποκτά το έμβρυο είναι σε σχέση με τους γονείς του και το κοινωνικό του
πλαίσιο. Είναι ιδιοκτησία των γονέων του, οι οποίοι τελικά έχουν το δικαίωμα να
το σκοτώσουν[12]. Αυτή η άποψη
είναι σίγουρα απαράδεκτη.
Όμως σύμφωνα με την προσωποκεντρική θεώρηση της
χριστοειδούς ανθρωπολογίας, ενώ το έμβρυο δεν είναι φύσει – πρωτολογικά
προσωπική ταυτότητα και υπόσταση, (λόγω της ψυχής του) είναι χάριτι –
εσχατολογικά (εν Χριστώ) προσωπική ταυτότητα και υπόσταση. Το έμβρυο από την
πρώτη στιγμή εισέρχεται στην προοπτική της αιωνιότητας. Η ευχαριστιακή
χριστονομία, από την άλλη, αναγνωρίζει ότι το φορτίο της εγκυμοσύνης είναι ιδιαίτερα
επαχθές για τη μητέρα, η οποία, εξαιτίας ορισμένων περιστάσεων (προβλήματα
υγείας, οικογενειακά προβλήματα κ.τ.λ.) λαμβάνει ελεύθερα και υπεύθυνα τη
σκληρή απόφαση να διακόψει την εγκυμοσύνη. Η ηθική σκέψη της χριστονομίας δε
δικαιώνει την άμβλωση. Μάλλον θα λέγαμε ότι την καταδικάζει. Την κατανοεί μόνο
στο πλαίσιο της ηθικής αρχής του «ελάσσονος κακού»[13]. Όπως για
παράδειγμα όταν η συνέχιση της εγκυμοσύνης αποτελεί άμεση απειλή για τη ζωή της
μητέρας. Το όλο θέμα πρέπει να εξεταστεί όμως υπεύθυνα από τους γονείς, τους
ιατρούς και τον Πνευματικό, ώστε να ληφθεί η κατά τα δεδομένα και τις
περιστάσεις σωστή απόφαση.
Ο καθηγητής κ. Engelhardt παρατηρεί ότι η
άμβλωση είναι ένας από τους σημαντικότερους στυλοβάτες του κοσμικού,
σεξουαλικού ήθους. Επιτρέπει στους σύγχρονους ανθρώπους να αναβάλλουν το γάμο,
να συνάπτουν επιπόλαιες, ερωτικές σχέσεις, να αποφεύγουν τις υποχρεώσεις, που
συνεπάγεται η γέννηση ενός παιδιού προκειμένου να εξοικονομήσουν χρόνο για την
προσωπική τους αυτοεκπλήρωση[14]. Ο κοσμικός πολιτισμός παρουσιάζει στις
μητέρες την άμβλωση ως μία διαδικασία θεμιτή – ακόμη και αν είναι ουσιαστικά η
δολοφονία του αθώου παιδιού τους – και τη συνδέει με τη γονική υπευθυνότητα. Η
λύση, που προτείνει ο κ. Engelhardt για την αντιστροφή αυτής της στρεβλής
αντίληψης, είναι η ασκητική ζωή. Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να χαλιναγωγήσουν την
έντονη σεξουαλικότητά τους και να αντιμετωπίσουν το γάμο ως ένα θεσμό για τη
δημιουργία οικογένειας και όχι σα μία ευκαιρία για πιο άνετη ζωή με την κατοχή
δύο εισοδημάτων[15].
Ερχόμαστε τώρα στην περίπτωση της δωρεάς ενός από τα διπλά αλλά μη
αντικαταστάσιμα όργανα κατά τις μεταμοσχεύσεις, η οποία εγείρει πολλά, κρίσιμα,
ηθικά ερωτήματα, καθώς είναι σωτήρια για το λήπτη, αλλά ο δωρητής ζει μία ζωή
χαμηλής αποδοτικότητας. Για τη λήψη της σχετικής απόφασης συνεκτιμώνται η
υποχρέωση του δωρητή να σέβεται και να διαφυλάττει τη σωματική ακεραιότητά του
σύμφωνα με την αρχή της ολότητας, και το καθήκον του για αγάπη και αλληλεγγύη
προς το συνάνθρωπό του. Επίσης σημαντικό κριτήριο αποτελεί η σοβαρότητα της
σωματικής αλλοίωσης του δωρητή και η σοβαρότητα της ευεργετικής επίδρασης για
τη ζωή του λήπτη[16].
Οι περισσότεροι ερευνητές υιοθετούν μία
φυσιοκεντρικού τύπου θεώρηση της ανθρώπινης σωματικότητας και εφαρμόζουν την
αρχή της ολότητας, η οποία απαγορεύει τις μεταμοσχεύσεις. Θεωρούν ότι το σώμα,
που είναι ιερό ή κοσμικό, αποτελεί κτήμα και ότι δε μπορεί να αλλοιωθεί
προκειμένου να γίνει μία μεταμόσχευση. Όμως σύμφωνα με την ηθική της
χριστονομίας το ανθρώπινο σώμα δεν είναι κτήμα κανενός, αλλά δώρο και το
στοιχείο, που το προσδιορίζει κυρίως, δεν είναι η αναγκαιότητα της κτιστής
φύσης του (εκ του μηδενός…εις το μηδέν) αλλά η ελευθερία της προσωπικής κλήσης
του (από χάριτος…εις χάριν). Η απόφαση για τη δωρεά οργάνου και για τη μεταμόσχευση
αποτελεί ένα γεγονός ελεύθερης αγάπης και κοινωνίας, το οποίο αποκαλύπτει την
προσωπική υπόσταση του ανθρώπου σα δώρο στο συνάνθρωπό του και νοηματοδοτεί την
ύπαρξή του[17].
Ο καθηγητής κ. Engelhardt τονίζει ότι το σώμα
δεν ανήκει στον άνθρωπο αλλά είναι ένα θείο δώρο και ό,τι έχει λάβει ο άνθρωπος
ως δώρο από το Θεό είναι καλό και ευγενές πράγμα να το προσφέρει με αγάπη στο
συνάνθρωπό του, που το έχει ανάγκη. Στην περίπτωση όμως της δωρεάς και της
μεταμόσχευσης αναντικατάστατων οργάνων του σώματος θέτει ορισμένα όρια. Η
επιλογή πρέπει να είναι ελεύθερη και να μην κοστίζει τη ζωή του δωρητή. Επίσης
η δωρεά δε μπορεί να καθιστά αδύνατη την τέλεση μίας κηδείας, επειδή δεν
έμειναν αρκετά μέρη του σώματος. Η τέλεση της κηδείας είναι σημαντική, διότι
αποτελεί μυστήριο της Εκκλησίας και η Εκκλησία ευλογεί το σώμα του νεκρού.
Επίσης οι άνθρωποι έχουν την ευκαιρία να προσευχηθούν για το νεκρό, να
συνειδητοποιήσουν το γεγονός και να συμφιλιωθούν με την ιδέα του θανάτου[18].
Τα παραδείγματα που αναφέραμε πιο πάνω είναι
μόνο μερικά από τα θέματα που απασχολούν την ορθόδοξη βιοηθική. Πέραν από την
ετερονομία και αυτονομία στην ηθική, υπάρχει και η χριστονομία (ή ορθόδοξη
βιοηθική), ως ενδιάμεση και ορθότερη λύση και ως διέξοδος από τη διελκυνστίνδα.
[2] Γ.
Μαντζαρίδη, Στο ίδιο., σ. 123
[3] Γ.
Μαντζαρίδη, Ο.π., σ. 124
[4] Κ.
Αγόρα, Ηθική και Βιοηθική, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2013, σ.σ. 322 - 323
[5] Κ.
Αγόρα, Στο ίδιο, σ. 330
[6] Κ.
Αγόρα, Ο.π., σ. 331
[7] Κ.
Αγόρα, Ο.π., σ. 333 - 334
[8] Κ.
Αγόρα, Ο.π., σ. 335
[9] H.T.
Engelhardt, «Σοφές απαντήσεις σε πολύπλοκα ερωτήματα», μτφρ. Ν. Κόϊος, Δ.
Αλβανός, Πεμπτουσία, Tόμος 20, 2006, σ. 136
[10] H.T.
Engelhardt, Στο ίδιο, σ. 138
[11] Κ.
Αγόρα, Ο.π., σ. 336 - 337
[12] Κ.
Αγόρα, Ο.π., σ. 340
[13] Κ.
Αγόρα, Ο.π., σ. 345
[14] H.T.
Engelhardt, Ο.π., σ. 132
[15] H.T. Engelhardt, Ο.π., σ. 133
[16] Κ.
Αγόρα, Ο.π., σ. 355
[17] Κ.
Αγόρα, Ο.π., σ.σ. 355 - 356
[18] H.T.
Engelhardt, Ο.π., σ.
141
Αναδημοσίευση από: http://archive.imconstantias.org.cy/2058.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.