Αρχική σελίδα Ηθικά προβλήματα

1 Ιανουαρίου 2020

Η αξία της ανθρώπινης ζωής κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας


Η αξία της ανθρώπινης ζωής κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας
Η αξία της ανθρώπινης ζωής κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας
Γεωργίου Μαντζαρίδη, Ομότιμου Καθηγητού Πανεπιστημίου


Κανένας δεν έχει τη ζωή του από τον εαυτό του. Η ζωή στον κόσμο υπάρχει ως δώρο. Σ’ αυτό τον κανόνα δεν έχουμε καμία εξαίρεση.

Φαινομενολογικά η ζωή παρουσιάζεται ως κίνηση. «Η γαρ κίνησις της ψυχής», παρατηρεί ο Μ. Αθανάσιος, «ουδέν έτερον έστιν ή η ζωή αυτής· ώσπερ αμέλει και το σώμα τότε ζην λέγομεν, ότε κινείται, και τότε θάνατον αυτού είναι, ότε της κινήσεως παύεται». Η ζωή όλων των κτιστών όντων υπάρχει κατά μετοχή της ζωοποιού ενεργείας του Θεού. Αυτοζωή και χορηγός της ζωής είναι μόνο ο Θεός. Ανεξάρτητα από το Θεό δεν υπάρχει ζωή ούτε κίνηση: «Αντανελείς το πνεύμα αυτών, και εκλείψουσι και εις τον χουν αυτών επιστρέψουσιν. Εξαποστελείς το πνεύμα σου, και κτισθήσονται, και ανακαινιείς το πρόσωπον της γης».

Η ζωή και η κίνηση του ανθρώπου είναι δώρα του Θεού. Η αλλοτρίωση από το Θεό αλλοτριώνει την ανθρώπινη φύση. Την κάνει να φέρεται «κακώς προς εαυτήν… μηδεμίαν έχουσαν στάσιν, δια την περί έκαστον της γνώμης αστάθμητον κίνησιν». Η σωστή κίνηση της ξαναβρίσκεται στο Χριστό. Γι’ αυτό και ο Χριστός, που λέγεται «φως» και «ανάστασις» και «αλήθεια», λέγεται και ζωή των ανθρώπων, «ως την πρέπουσαν ψυχαίς αγαπώσαις τον Κύριον εν τοις θείοις παρεχόμενος κίνησιν».

Ο άνθρωπος μακρυνόμενος από το Θεό και περιοριζόμενος στον κόσμο οδηγείται σε φοβερές πλάνες και αδιέξοδα. Λησμονεί υπαρκτές σχέσεις και επινοεί ανύπαρκτες αντιθέσεις. Εγκαταλείπει ουσιαστικές ομοιότητες και απολυτοποιεί σχετικές διαφορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και καλής διαθέσεως Εκείνος προς πάντας, μας καλεί να διατηρούμε την πραότητα, τη γλυκύτητα, την εσωτερική ισορροπία και ειρήνη μας σε οποιαδήποτε στιγμή αντιξοότητας στη ζωή μας, μπροστά σε οποιαδήποτε ανωμαλία που μας δημιουργείται από καταστάσεις και από πρόσωπα, που φέρονται αντίθετα προς την ομαλή ροή της ζωής μας και που ανατρέπουν την ισορροπία και την γαλήνη μας.

Αυτό είναι και  το άμεσα προς εμάς, δίδαγμα και μήνυμα του Αγίου Νικολάου.

Αλλ’ ας θελήσουμε να συλλάβουμε και το ευρύτερο μήνυμά του προς τον έξω κόσμο, σήμερα, ήμερα του ιστορικού προσκυνήματος μας στον ιερό χώρο του τάφου του και της ιστορικής Βασιλικής του.

Αυτές τις μέρες, το μήνυμα του Αγίου είναι μήνυμα ειρήνης,  αγάπης,  αδελφοσύνης,  αυτοσυγκράτησης,
  πραότητας, και γαλήνης, και καταλλαγής προς πάντας, ώστε ο κόσμος να βγει από το άγχος και την αγωνία μιας αύριον αβέβαιης, που κρύβει μέσα της όλα τα σπέρματα και όλα τα προμηνύματα μιας τρομερής αυτοκαταστροφής και ενός συνολικού ολέθρου, μιας γενικής κατάρρευσης ηθικής και υλικής, ενός τρίτου παγκοσμίου πολέμου με απρόβλεπτες συνέπειες.

Ο Άγιος Νικόλαος, πράος και ειρηνικός, μέσα στη σιγή που δημιουργεί ο άδειος τάφος του, διαλαλεί σε όλο τον κόσμο αυτό το ειρηνευτικό κήρυγμα και θέλει να ξεσηκώσει άρχοντες και αρχόμενους, σε μια γενική κίνηση, σε μια γενική εκστρατεία προς την εσωτερική και εξωτερική ειρήνη στη ζωή κάθε ανθρώπου και κάθε λαού, στη ζωή ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Είμαστε ταπεινοί προσκυνητές εδώ στον τάφο του. Η παρουσία μας είναι μια μαρτυρία. Υπάρχουμε. Υπάρχουμε ειρηνεύοντες και υπενθυμίζοντας προς όλους και προς όλες τις κατευθύνσεις ότι οι ηθικές αξίες, οι ηθικές αρχές, τα μεγάλα πνευματικά αποκτήματα δεν πεθαίνουν αλλά ζουν, ζουν δια μέσου των αιώνων, όπως κι’ αν έλθουν τα πράγματα. Φθάνει να το θέλει ο Θεός. Και «τα αδύνατα παρά τοις ανθρώποις, δυνατά εισί παρά τω Θεώ».

Με αυτή τη βεβαία ελπίδα στο Θεό και με τη χάρη του Αγίου Νικολάου, σας εύχομαι γαλήνη ψυχής, πραότητα, ειρήνη και ευλογημένη ζωή για φέτος και για πάμπολλα χρόνια. Ο Θεός μαζί σας.

Τα δύο αυτά φαινόμενα αντιμετωπίζονται από τον άνθρωπο ως διαμετρικά αντίθετα. Οι σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα τους, και που κάνουν αδύνατο τον προσδιορισμό του ενός χωρίς την αναφορά στο άλλο, αλλά πολύ περισσότερο η τελική υπέρβαση της διαφοράς των φαινομένων αυτών με την αναγωγή τους σ’ ένα άλλο επίπεδο πέρα από τον κόσμο των φαινομένων, συνήθως αγνοούνται. Κι εδώ ακριβώς εφιστούν την προσοχή μας οι Πατέρες της Εκκλησίας.

Δεν είναι βέβαια δυνατό στά πλαίσια μιας διαλέξεως να αναλύσει κανείς σε όλο του το πλάτος το κεφαλαιώδες αυτό θέμα. Πολλές επιμέρους πτυχές του, που θα μπορούσαν μάλιστα να φωτιστούν και από τη σκοπιά άλλων επιστημονικών ειδικοτήτων, είναι φυσικό να παραλειφθούν ή απλώς να σημειωθούν. Η δική μας προσπάθεια θα περιοριστεί να προσεγγίσει το θέμα από θεολογική σκοπιά με κεντρικό άξονα την πατερική παράδοση.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον «Επιτάφιο» του πατέρα του, που εκφωνήθηκε παρόντος του Μ. Βασιλείου, παρατηρεί τα εξής: «Ζωή γουν και θάνατος, ταυθ’ άπερ λέγεται, πλείστον αλλήλων διαφέρειν δοκούντα, εις άλληλα περιχωρεί πως και αντικαθίσταται. Η μεν γαρ εκ φθοράς αρχομένη της μητρός ημών και διά φθοράς οδεύουσα της αεί του παρόντος εκστάσεως, εις φθοράν καταστρέφει την του βίου τούτου κατάλυσιν ο δε των ενταύθα κακών απαλλαγήν έχων καί πύρος την άνευ πολλάκις μετάγων ζωήν, ουκ οίδα ει κυρίως προσαγορεύοιτο θάνατος, εν ονόματι μάλλον ή πράγματι το φοβερόν έχων». Με ελεύθερη απόδοση το κείμενο λέει τα εξής: Η ζωή και ο θάνατος, αυτά που φαίνονται να διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους, συνυπάρχουν και εναλλάσσονται. Γιατί η ζωή αρχίζει με φθορά, προχωρεί με φθορά και καταλήγει στη φθορά που καταλύει τον παρόντα βίο. Και ο θάνατος, που μας απαλλάσσει από τα κακά του κόσμου και μας μεταφέρει πολλές φορές στην άνω ζωή, δεν ξέρω, αν θα έπρεπε στην κυριολεξία να ονομάζεται θάνατος, γιατί το φοβερό βρίσκεται μάλλον στο όνομά του παρά στο πράγμα.

Μια επιπόλαια θεώρηση της θέσεως αυτής, που αντιπροσωπεύει και γενικότερα την πατερική διδασκαλία στο θέμα που μας απασχολεί, θα μπορούσε ίσως να δημιουργήσει την εντύπωση ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας αδιαφορούν για την ανθρώπινη ζωή ή ακόμα ότι την περιφρονούν. Στην πραγματικότητα όμως συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Οι Πατέρες της εκκλησίας όχι μόνο δε δείχνουν οποιαδήποτε περιφρόνηση ή έστω απλή αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή, αλλά και εκδηλώνουν γι’ αυτήν τεράστιο ενδιαφέρον. Αυτό άλλωστε υπαγορεύει και η αντίληψη για τον άνθρωπο που υπάρχει στην Αγία Γραφή και στα συγγράμματα τους: «Μεγάλου γαρ αξιώματος έστιν ο άνθρωπος. Ίδε πόσος εστίν ο ουρανός και η γη, ο ήλιος και η σελήνη, και ουκ ευδόκησεν εν αυτοίς ο Κύριος, ει μη εν τω ανθρώπω μόνω επαναπαύεται. Τιμιώτερος ουν έστιν ο άνθρωπος υπέρ πάντα τα δημιουργήματα, τάχα δε τολμήσω λέγειν, ότι μη μόνον των ορατών δημιουργημάτων, αλλά και των αοράτων, ήγουν των λειτουργικών πνευμάτων».

Η ζωή του ανθρώπου αξίζει περισσότερο από ολόκληρο τον κόσμο: «Τί γάρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;. Ή τί δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού»; Μια αξία όμως που υπερβάλλει τον κόσμο δεν μπορεί να φανερωθεί στο επίπεδο του κόσμου. Γι’ αυτό και η καταξίωση της πραγματοποιείται με το παράδοξο του αφανισμού της στο κοσμικό επίπεδο: «Ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν ος δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν». Η ζωή του ανθρώπου έχει θεϊκό χαρακτήρα. Και μια τέτοια ζωή δεν περιορίζεται στο επίπεδο της φθοράς και του θανάτου, αλλά το υπερβάλλει: «Νυν τέκνα Θεού εσμέν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα· οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθώ όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς έστιν».

Η παρούσα και η μέλλουσα ζωή, η προσκαιρότητα και η αιωνιότητα δε διαχωρίζονται στεγανά, αλλά συνδέονται και συνυπάρχουν. Η μόνη βασική διάκριση για τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι η διάκριση ανάμεσα στο κτιστό και στο άκτιστο, ανάμεσα στον κτιστό και δημιουργημένο κόσμο από τη μια μεριά, και στον άκτιστο και αδημιούργητο Θεό από την άλλη. Και η διάκριση αυτή γεφυρώνεται, χωρίς όμως και πάλι να καταργείται, με τη μετοχή του κτιστού κόσμου στην άκτιστη χάρη του Θεού. Η μετοχή αυτή ανακαινίζει και μεταμορφώνει τον κόσμο.

Μέσα στην προοπτική αυτή όλα συνδέονται και συλλειτουργούν αρμονικά. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στο φυσικό και το υπερφυσικό, στο πρόσκαιρο και το αιώνιο, στη ζωή και το θάνατο καταργούνται. Η φύση λαμπρύνεται με τη χάρη, το πρόσκαιρο μετέχει στο αιώνιο, το θνητό αφθαρτίζεται και ο θάνατος καταλύεται. Το θαύμα δε βρίσκεται έξω από την καθημερινή ζωή ούτε εξοβελίζεται με τη μέθοδο της απομυθεύσεως. Ολόκληρη η ζωή της Εκκλησίας στηρίζεται στο θαύμα και είναι η ίδια ένα διαρκές θαύμα. Η ένωση του πιστού με το Χριστό, που γίνεται με το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, δεν είναι συμβολική, αλλά πραγματική. Ο άνθρωπος γίνεται κοινωνός της χάριτος του Θεού και μέτοχος της βασιλείας του. Και η βασιλεία του Θεού υπάρχει μέσα στον κόσμο, αλλά και τον υπερβάλλει. Η παρούσα ζωή αποτελεί προανάκρουσμα της μέλλουσας και η μέλλουσα καταξίωση της παρούσας.

Βέβαια στο επίπεδο της κοσμικής νομοτέλειας κυριαρχεί σταθερά ο θάνατος, που εμφανίζεται ισχυρότερος από τον άνθρωπο και τη ζωή του. Ο άνθρωπος δεν έχει καμιά εναλλακτική επιλογή μπροστά στο θάνατο. Η ζωή στον κόσμο εξελίσσεται ως πορεία προς το θάνατο. Και σ’ αυτόν τον κανόνα δεν υπάρχει εξαίρεση. Ο Χριστιανός δεν καλείται να βαδίσει διαφορετικό δρόμο. Καλείται όμως ν’ ακολουθήσει διαφορετικό τρόπο. Καλείται να χρησιμοποιήσει το θάνατο ως τίμημα ζωής: «Την ζωήν εαυτοίς δια του θανάτου πραγματευσώμεθα», λέει ο Μ. Βασίλειος- «εκούσιον ποιήσατε το κατηναγκασμένον. Μη φείδεσθε ζωής ης αναγκαία  στέρησις».

Η ζωή του ανθρώπου δεν περιορίζεται στα πλαίσια της βιογραφίας του. Η ζωή αυτή είναι πρόσκαιρη. Είναι ψεύτικη. Ο Μ. Αθανάσιος σχολιάζοντας ένα ψαλμικό χωρίο που αναφέρεται στη ματαιότητα της ανθρωπινής ζωής παρατηρεί: «Επειδή εν εικόνι και ουκ εν αληθεία νυν διαπορεύεται ο άνθρωπος – η γαρ αληθής ζωή κατά τον μέλλοντα αιώνα έστιν – εικότως ο ψάλλων την εικόνα ματαιότητα προσείπεν». Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης χρησιμοποιώντας την εικόνα του σταριού λέει. Η παρούσα ζωή αναλογεί προς τον κόκκο, ενώ η μέλλουσα φανερώνεται με την ομορφιά του σταριού. Κατά τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο η ζωή αυτή είναι ένα πανηγύρι. Αν εμπορευτείς, κερδίζεις: «Πανήγυριν νόμιζε τον δε τον βίον. Ην πραγματεύση, κέρδος».

Η παρούσα ζωή ανοίγει την προοπτική της αιώνιας ζωής. Η πρόσκαιρη ζωή του ανθρώπου κατευθύνεται στην αληθινή ζωή· στη μοναδική ζωή· στη ζωή του Θεού: «Μια ζωή προς την ζωήν βλέπειν», λέει επιγραμματικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Όπως και από την άλλη πλευρά ένας είναι ο πραγματικός θάνατος, «η αμαρτία· ψυχής γαρ όλεθρος».

Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος οδηγούμενος στη Ρώμη να θανατωθεί, πληροφορήθηκε ότι οι εκεί Χριστιανοί φρόντιζαν να τον απαλλάξουν από το μαρτύριο. Βλέποντας όμως ο ίδιος το θάνατο ως απαρχή της αληθινής ζωής γράφει προς τους Ρωμαίους: «μη με εμποδίζετε να ζήσω. Μη θελήστε να πεθάνω. Αυτόν που θέλει ν’ ανήκει στο Θεό μην τον χαρίστε στον κόσμο, ούτε να τον ξεγελάσετε με υλικά πράγματα. Αφήστε να πάρω καθαρό φως. Όταν φθάσω εκεί, θα γίνω αληθινός άνθρωπος».

Η παρουσία της ζωής ως δωρεάς φανερώνει την άμεση σχέση της με την αγάπη. Η ζωή μέσα στον κόσμο είναι καρπός αγάπης. Και η μετοχή στη ζωή είναι μετοχή στην αγάπη. Οι θέσεις αυτές αποτελούν κοινοτυπίες στη Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Ο άνθρωπος είναι δημιούργημα της αγάπης του Θεού. Και η διατήρηση της κοινωνίας του με το Θεό της αγάπης αποτελεί την προϋπόθεση της διατηρήσεως του στη ζωή. Θάνατος για τον άνθρωπο είναι ο πνευματικός θάνατος, που οφείλεται στην αλλοτρίωσή του από τον Θεό. Ο σωματικός θάνατος αποτελεί συνέπεια του πνευματικού θανάτου. Και ο θάνατος αυτός παραχωρήθηκε από την αγάπη του Θεού, «ίνα μη αθάνατον ημίν την αρρωστίαν διατηρήση». Έτσι ο άνθρωπος και μετά την υποταγή του στο θάνατο δεν μένει έξω από την αγάπη του Θεού. Το μεγαλείο όμως του ανθρώπου και της ζωής του δεν έγκεινται στη φθαρτή και θνητή ύπαρξή του, αλλά στην κλήση του να γίνει μέτοχος της αφθαρσίας και της αθανασίας του Θεού. Γι’ αυτό και η αξία της ανθρώπινης ζωής δεν αναζητείται από τους Πατέρες της Εκκλησίας στην προσκαιρότητα, αλλά στην αιωνιότητα. Οποιοσδήποτε περιορισμός της ανθρώπινης ζωής στα πλαίσια της βιολογικής διατηρήσεώς της περιορίζει αφάνταστα την αξία της και καταλύει ουσιαστικά το νόημα της.

Μέσα σ’ αυτή την προοπτική αντιλαμβάνεται κανείς, γιατί και η ανάκληση του ανθρώπου στην αιώνια ζωή είναι καρπός της αγάπης: «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, άλλ’ έχη ζωήν αιώνιον». Όπως επίσης και η εμπειρία της νίκης εναντίον του θανάτου και της μετοχής στη ζωή είναι εμπειρία αγάπης: «Ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς».

Όταν περιορίζουμε τη ζωή μας και την αλήθεια για τη ζωή μας στα φαινόμενα, παραμένουμε στην πλάνη και την ανωριμότητα. «Ουδέν φαινόμενον αγαθόν», λέει ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος. «Ο γαρ Θεός ημών Ιησούς Χριστός εν Πατρί ων μάλλον φαίνεται». Η ζωή και η αλήθεια για τη ζωή υπερβάλλει τα φαινόμενα. Η προοπτική αυτή, που ξεπερνάει τον κόσμο και δίνει νόημα στη ζωή μέσα στον κόσμο, είναι η προοπτική του Χριστιανισμού. Είναι η προοπτική που είχαν στη ζωή τους και που προβάλλουν για τη ζωή του καθένα μας οι Πατέρες της Εκκλησίας.

Η προοπτική όμως αυτή άρχισε να φαίνεται κάπως παράδοξη στον άνθρωπο της εποχής μας. Η πίστη στην αλήθεια που ξεπερνάει τα φαινόμενα και η προσδοκία μιας άλλης ζωής, πιο αληθινής, πιο πραγματικής από αυτήν αμφισβητήθηκαν.

Άραγε υπάρχει άλλη ζωή; διερωτούνται πολλοί. Υπάρχει άλλος κόσμος, και μάλιστα πιο αληθινός και πιο πραγματικός από αυτόν, όπως διδάσκει η Εκκλησία;

Σχετικά με την ερώτηση ή την αμφισβήτηση αυτή, που παρατηρούμε ιδιαίτερα στην εποχή μας, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε και τα εξής:

Συχνά γίνεται λόγος για εμπειρίες από την άλλη ζωή. Το θέμα δεν είναι εντελώς καινούριο. Η τελευταία όμως ανακίνησή του έγινε το 1975 με τη δημοσίευση του βιβλίου του καθηγητού Raymond Moody, Life After Life, που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, απασχόλησε πολλούς ακαδημαϊκούς κύκλους και κυκλοφόρησε σε ελληνική μετάφραση το 1977 με τον τίτλο: «Τι είδα στον άλλο κόσμο». Το βιβλίο αυτό στηρίζεται σε συστηματική μελέτη 100 και πλέον περιπτώσεων ανθρώπων, που πέρασαν για ορισμένο χρόνο σε κατάσταση κλινικού θανάτου και επαναφέρθηκαν στη ζωή. Θα μπορούσε βέβαια να υποστηριχθεί ότι οι μεταθανάτιες εμπειρίες είναι όνειρα, φαντασιώσεις ή παραισθήσεις που δημιουργούνται από διάφορες αιτίες (ναρκωτικά, έλλειψη οξυγονώσεως του εγκεφάλου, μοναξιά κ.τ.λ.). Η μεγάλη όμως ομοιότητα που υπάρχει στις περιγραφές εμπειριών θανάτου και η ασυμφωνία τους με τις ιδέες που επικρατούν στην κοινωνία μας σχετικά με την τύχη των ανθρώπων που πεθαίνουν είναι, κατά το συγγραφέα του βιβλίου, δύο στοιχεία που δεν συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι οι εμπειρίες αυτές είναι φαντασιώσεις. Ακόμα, παρατηρεί ο συγγραφέας, «οι περιγραφές αυτών των εμπειριών συμφωνούν στα περισσότερα σημεία με παλαιότατα απόκρυφα κείμενα, τα οποία φυσικά δεν είναι γνωστά στα άτομα που έζησαν τις μεταθανάτιες εμπειρίες που περιγράφουν».

Πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησε στα ελληνικά ένα μικρό βιβλίο με τον τίτλο, «Επιστροφή από την άλλη ζωή». Στο κείμενο αυτό, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό της Μόσχας» κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα, περιγράφονται οι εμπειρίες ενός Ρώσου από την κατάσταση του «κλινικού θανάτου» του. Ο Ρώσος αυτός, όπως δηλώνει ο ίδιος, ήταν μεγαλωμένος σε Ορθόδοξη Χριστιανική οικογένεια, αλλά με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να θεωρήσει τον εαυτό του θρησκευόμενο. Στη συνέχεια έγινε μοναχός, και στην περιγραφή αυτή βρίσκουμε στοιχεία ανάλογα μ’ εκείνα που αναφέρονται στο προηγούμενο βιβλίο.

Θα κλείσουμε την σύντομη αναφορά μας στις εμπειρίες αυτές με μια αφήγηση που βρίσκουμε στην «Κλίμακα» του οσίου Ιωάννου του Σιναΐτη. Συνδέεται με κάποιον Ησύχιο Χωρηβίτη. Αυτός ήταν ένας μοναχός, που ζούσε αμελή βίο και δεν φρόντιζε καθόλου για την ψυχή του. Κάποτε αρρώστησε βαριά, πέθανε κι έμεινε για μια ακριβώς ώρα νεκρός. Όταν επανήλθε στη ζωή, προσθέτει ο αφηγητής, μας παρακάλεσε όλους να φύγουμε αμέσως από κοντά του. Στη συνέχεια έκτισε την πόρτα του κελιού του και έμεινε έγκλειστος δώδεκα χρόνια, χωρίς να μιλάει με κανένα και χωρίς να τρώει τίποτε, έκτος από ξερό ψωμί και νερό. Καθόταν μόνο συλλογισμένος και συνεπαρμένος από αυτά που είδε στην έκστασή του έτσι, ώστε ποτέ πια δεν άλλαξε η στάση του απέναντι στον Κύριο, αλλά παρέμενε εκστατικός και σιωπηλά έχυνε διαρκώς θερμά δάκρυα. Όταν τέλος πλησίασε ο καιρός του θανάτου του, αποφράξαμε τη θύρα του κελίου του και μπήκαμε μέσα. Τον παρακαλέσαμε πολύ να μας μιλήσει, αλλ’ αυτός μας είπε μόνο τα εξής: «Συγχωρήσατε· ουδείς μνήμην θανάτου εγνωκώς, δυνήσεται αμαρτήσαι ποτέ».

Πέρα όμως από τις εμπειρίες αυτές, που αποτελούν σκληρό προνόμιο μερικών μόνο ανθρώπων, υπάρχουν και ορισμένες άλλες εμπειρίες, που μπορούν κάλλιστα να βοηθήσουν τη σκέψη μας να μεταφερθεί σ’ ένα άλλο επίπεδο ζωής.

Μια μορφή ζωής για μας τους ανθρώπους είναι και το όνειρο. Στη μισοσυνειδητή κατάσταση του ονείρου μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μπορεί κανείς να ζήσει μια ολόκληρη ζωή. Και τα πράγματα που βλέπει και ζει στο όνειρο του φαίνονται πολλές φορές τόσο αληθινά, ώστε αργότερα αμφιβάλλει και δεν μπορεί εύκολα να ξεχωρίσει, αν τα είδε στον ύπνο του ή αν τα έζησε στην πραγματικότητα.

Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι όλοι μας ζούμε βλέποντες ένα όνειρο. Κι ενώ βλέπουμε το όνειρο αυτό, παρουσιάζεται κάποιος και μας λέει: Άνθρωποί μου αυτά που βλέπετε τώρα είναι ψεύτικα. Η πραγματική σας ζωή θ’ αρχίσει μετά από αυτά· θ’ αρχίσει, όταν ακριβώς παύσετε να ονειρεύεστε. Όσο ζείτε το όνειρο αυτό, δεν είναι δυνατό να γνωρίσετε την πραγματικότητα. Τι νομίζετε; θα πιστεύαμε στην παράδοξη αυτή άποψη τη στιγμή που η εμπειρία μας θα περιοριζόταν στη ζωή του ονείρου; Θα χρειαζόταν ασφαλώς μεγάλη δύναμη πίστεως, για να παραδεχθούμε και μια άλλη ζωή, πέρα από τη ζωή του ονείρου μας. Έχοντας όμως υπόψη την κανονική ζωή, τη ζωή της εγρηγόρσεως, τη συγκρίνουμε με τη ζωή του ονείρου και λέμε ότι αυτή είναι πραγματική κι εκείνη ψεύτικη. Το όνειρο λοιπόν είναι οπωσδήποτε μια μορφή ζωής. Όταν όμως συγκριθεί με την πραγματική ζωή, παίρνει την κανονική του θέση. Γιατί λοιπόν να φαίνεται παράξενο το ότι και πέρα από τη ζωή αύτη, που την ζούμε ως πραγματική, υπάρχει και μια άλλη σταθερότερη καί πραγματικότερη ζωή; Μια ζωή στην οποία μπαίνει ο άνθρωπος, όταν εγκαταλείψει τη ζωή αυτή;

Ο παραλληλισμός της παρούσας ζωής με το όνειρο και η αντιδιαστολή της προς την αλήθεια της μέλλουσας ζωής είναι ιδιαίτερα προσφιλής στους Πατέρες της Εκκλησίας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει: «Μεταβώμεν εντεύθεν, άνδρες γενώμεθα, ρίψωμεν τα ονείρατα, παραδράμωμεν τας σκιάς». Ας ξεπεράσουμε τον κόσμο, ας ανδρωθούμε, ας αποτινάξουμε τα όνειρα, ας παραμερίσουμε τις σκιές. Και ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί: Ό,τι είναι το όνειρο μιας μέρας μπροστά σε ολόκληρη τη ζωή, αυτό είναι και η απόλαυση της ζωής αυτής μπροστά στη ζωή που μας αναμένει. Και ρωτάει στη συνέχεια: Ποιός άραγε θα προτιμούσε να ταλαιπωρείται αιώνια, προκειμένου να δει ένα καλό όνειρο; Ποιός θα ήταν τόσο ανόητος, ώστε να κάνει μια τέτοια ανταλλαγή; Ασφαλώς κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα έκανε κάτι τέτοιο.

Η αναζήτηση μιας άλλης ζωής υπήρχε και στον προχριστιανικό εθνικό κόσμο. Ο Σωκράτης τελειώνοντας την απολογία του είπε στους δικαστές του τα εξής; «Αλλά ήδη ώρα απιέναι, εμοί μεν αποθανουμένω υμίν δε βιωσομένοις· οπότεροι δε ημών έρχονται επί άμεινον πράγμα, άδηλον παντί πλην ή τω Θεώ». Και λίγο νωρίτερα ο Ευριπίδης διατύπωσε την εξής συγκλονιστική ερώτηση: «Τις δ’ οίδεν, ει το ζην μεν εστί κατθανείν, το κατθανείν δε ζην;». Ποιός γνωρίζει δηλαδή αν η ζωή είναι θάνατος, και ο θάνατος είναι ζωή;

Χωρίς την προοπτική μιας άλλης ζωής ο άνθρωπος και η ζωή του στον κόσμο χάνουν την αξία τους και γίνονται παράλογα. «Όλος ο κόσμος ξέρει», λέει ο Αλμπέρ Καμύ με το στόμα του Μερσώ, «πως τη ζωή δεν αξίζει τον κόπο να τη ζει κανείς» (Ξένος). Και ο Σαρτρ γράφει: «Όλα είναι αδικαιολόγητα… κι εγώ ο ίδιος» (Ναυτία).

Για τους Πατέρες όμως της Εκκλησίας αποτελεί μεγάλη φιλανθρωπία του Θεού «το είναι ημάς εις τούτον τον κόσμον». Η παρούσα ζωή δεν είναι άχρηστη ούτε παράλογη αλλά καλή. Και θέλεις να μάθεις, ρωτάει ο Ιερός Χρυσόστομος, γιατί είναι καλή η παρούσα ζωή; «Ότι της μελλούσης ζωής ημίν υπόθεσις γίνεται και αφορμή».

Στη ζωή αυτή, παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος, ο άνθρωπος είναι «πάροικος», δηλαδή περαστικός. Γι’ αυτό πρέπει και να ζει ως πάροικος. «Ζώντα μεν εν τη σαρκί πάροικον είναι προσήκει τον άνθρωπον». Αλλού βρίσκεται ο προορισμός του. Η απληστία και η πλεονεξία, που παρουσιάζει ο άνθρωπος προσκολλώμενος στη ζωή αυτή και αδιαφορώντας για τον τελικό προορισμό του, είναι πραγματική παραφροσύνη. Η ζωή είναι φευγαλέα και σύντομη. Αρκεί να φέρει κανείς στη μνήμη του γεγονότα που έζησε στο παρελθόν. Άσχετα αν αυτά έγιναν πριν από 2 ή πριν από 20 ή πριν από 50 χρόνια, παρουσιάζονται στη μνήμη μέσα στο ίδιο πλαίσιο, στο πλαίσιο ενός ιδεατού χθες. Ολόκληρη η ζωή, όσα χρόνια και αν διαρκεί, είναι τόσο φευγαλέα και σύντομη, που τελικά δεν καταλαβαίνουμε πως περνάει. Το μόνιμο και το σταθερό δεν υπάρχει στη ζωή αυτή, αλλά στη ζωή που έρχεται. Και όπως παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «τούτο σοι μόνον της ενταύθα ζωής το κέρδος, οδηγηθήναι δια της ταραχής των δρωμένων και σαλευομένων επί τα εστώτα και μη κινούμενα».

Η ταραχή των δρωμένων και σαλευομένων είναι υπόμνηση θανάτου, αλλά και προανάκρουσμα ζωής. Η ταραχή αυτή κεντρίζει τη νωθρότητα και προκαλεί την αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Βγάζει τον άνθρωπο από τη συμβατική ασφάλεια και αβεβαιότητα του και τον τοποθετεί μπροστά στο πρόβλημα της υπάρξεώς του. Γι’ αυτό και έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα στη χριστιανική ζωή· «η γαρ προς Θεόν αγάπη δια της των πειρασμών θλίψεως μάλιστα κομίζεται το δοκίμιον».

Ο Θεός δεν είναι «Θεός νεκρών, αλλά ζώντων», Και ο άνθρωπος μόνο ζωντανός μπορεί να αγαπάει το Θεό και να τον ευχαριστεί για το δώρο της ζωής. Το αποκορύφωμα της αγάπης του άνθρωπου εκδηλώνεται με τη λατρεία. Και καρδιά της Λατρείας είναι η θεία Ευχαριστία. Με αυτήν ευχαριστεί ο άνθρωπος το Θεό. Αλλά και με αυτήν δέχεται το δώρο της αγάπης του Θεού, τη ζωή που δεν καταλύεται από το θάνατο: «Εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς».

Συνήθως βλέπουμε και εκτιμούμε τα πράγματα καθεαυτά. Φοβούμαστε, μήπως συνδέοντας τα με κάτι πέρα από αυτά τα μειώσουμε, τα παραμερίσουμε. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε και όταν μιλάμε για την αξία της ανθρώπινης ζωής. Και είναι φυσικό, γιατί είναι το πολυτιμότερο που έχουμε. Θέλουμε να την εκτιμήσουμε καθεαυτή. Αποφεύγουμε να την συνδέσουμε με κάτι πέρα από αυτήν. Φοβούμαστε, μήπως την αδικήσουμε, μήπως την αναθεωρήσουμε, μήπως τη χάσουμε. Και συχνά την αδικούμε, την παραθεωρούμε, την χάνουμε. Όχι όμως γιατί την συνδέουμε με κάτι πέρα από αυτή, αλλά ακριβώς γιατί αρνούμαστε να κάνουμε αυτό το πράγμα. Αδικούμε τη ζωή, γιατί τη μετρούμε με την ηλικία μας. Την παραθεωρούμε, γιατί την περιορίζουμε στη βιογραφία μας. Και τελικά τη χάνουμε, γιατί την αποχωρίζουμε από την κυρίως ζωή: «Ζωή δε κυρίως εστίν ο ειπών εγώ ειμί η ζωή». Και η άξια της ζωής ανάγεται τελικά στην αξία αυτού του ίδιου που είπε «εγώ ειμί η ζωή».

Αναδημοσίευση από: https://fdathanasiou.wordpress.com/2011/01/27/




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...