Latinitas Nostra | «...αφού σε λίγο θα πλαγιάζω μες στο
χώμα...»
(Η παράστασή δόθηκε τον Απρίλιο του 2015 στη Μουσική στη Στέγη)
Της Χρύσας Στρογγύλη
Ποιος θα το φανταζόταν ότι το
χάσμα ανάμεσα στην αυλική μουσική της εποχής του Λουδοβίκου του 14ου και
σε ένα ρεμπέτικο τραγούδι θα μπορούσε να γεφυρωθεί με έναν τόσο αριστοτεχνικό
τρόπο; Πόσο πιθανό είναι να δει κανείς στο πρόγραμμα μιας και μόνο συναυλίας,
μπαρόκ όργανα (μπαρόκ βιολοντσέλο, βιολόνε, μπαρόκ βιόλα, θεόρβη, τσέμπαλο,
εκκλησιαστικό όργανο) να συνυπάρχουν με παραδοσιακά όργανα (κανονάκι,
μπουζούκι, παραδοσιακό βιολί και γυαϊλί ταμπούρ); Ένα χρόνο μετά την
παράσταση Ένας Άγγλος ταξιδευτής στο Λεβάντε, οι Latinitas Nostra, πιστοί
στην αγάπη τους για τη μπαρόκ μουσική, διεισδύουν στα άδυτά της
προσπαθώντας να εντοπίσουν κοινούς ήχους ή κοινά στοιχεία με άλλες μουσικές
παραδόσεις. Από ό,τι φαίνεται το καταφέρνουν περίφημα, μιας και το κοινό
ανταποκρίνεται στα καλέσματά τους και πιστεύει στο έργο τους.
Ακούγοντας τη συναυλία που φέρει
ως υπότιτλο ένα στίχο από τα απομνημονεύματα του Ιώβ («αφού σε λίγο θα πλαγιάζω
μες στο χώμα…») αντιλαμβάνεται κανείς ότι στη μουσική των λαών και των
εποχών δεν υπάρχουν στεγανά. Πρόκειται για ανθρώπινα δημιουργήματα που έτυχε να
προκύψουν σε διαφορετικές εποχές. Ποια εποχή δεν έχει πόνο, απώλεια, θρήνο; Η
διαφορά ίσως είναι ότι στη γαλλική μπαρόκ μουσική η έκφραση των παθών γίνεται
μέσα από έναν αριστοκρατικό αλαζονικό τρόπο, ενώ στο ρεμπέτικο μέσα από έναν
λαϊκό και λιγότερο αυστηρό.
Από τις Βερσαλλίες στην Πόλη
Οι Latinitas Nostra κατάφεραν να
δώσουν μια ιδιαίτερα πειστική εξήγηση στο πώς συνδυάζεται η μπαρόκ μουσική με
τους ανατολίτικους αμανέδες και το ρεμπέτικο, ως διαδοχή κομματιών που
γράφτηκαν σε χρονική απόσταση δύο αιώνων αλλά συνδέονταν μεταξύ τους αβίαστα.
Οι Latinitas Nostra κατάφεραν να
δώσουν μια ιδιαίτερα πειστική εξήγηση στο πώς συνδυάζεται η μπαρόκ μουσική με
τους ανατολίτικους αμανέδες και το ρεμπέτικο, ως διαδοχή κομματιών που
γράφτηκαν σε χρονική απόσταση δύο αιώνων περίπου αλλά συνδέονταν μεταξύ τους
εντελώς αβίαστα. Μάλιστα, στο πρόγραμμα της ίδιας συναυλίας… δεν υπήρχε
πρόγραμμα, παρά μόνο τα ονόματα των συνθετών. Παρά την εύλογη έκπληξη της
αρχής, η εξήγηση προέκυψε στην πορεία της συναυλίας η οποία κύλησε από την αρχή
έως το τέλος χωρίς διάλειμμα, χωρίς ενδιάμεσα χειροκροτήματα και χωρίς κενά.
Η «ψυχή» του μουσικού συνόλου, ο
τσεμπαλίστας Μάρκελλος Χρυσικόπουλος, έδωσε πνοή στο εγχείρημά του διευθύνοντας
και παίζοντας ταυτόχρονα, είτε το τσέμπαλο είτε το εκκλησιαστικό όργανο. Το
μαύρο φόντο της σκηνής και οι υποτονικοί προβολείς που αχνοφώτιζαν τα πρόσωπα
των εκτελεστών δημιουργούσαν ατμόσφαιρα κατάνυξης, ενώ ιδιαίτερα ταιριαστό ήταν
και το στήσιμο των οργάνων πάνω στη σκηνή: σε σχήμα Π πάνω σε βάθρο ήταν
τοποθετημένα από τα αριστερά τα παραδοσιακά όργανα, από τη δεξιά τα μπαρόκ,
στην πάνω μεριά οι τρεις τραγουδίστριες και στο κέντρο, κάτω από το βάθρο, το
τσέμπαλο και το εκκλησιαστικό όργανο.
Η συναυλία ξεκίνησε με ένα
απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Σκότους όπου περιγράφεται η
οδύνη της Παναγίας για τον θάνατο του Θεανθρώπου. Η εκφραστική φωνή της
Θεοδώρας Μπάκα αποτύπωσε εντυπωσιακά το θρήνο και συνοδεύτηκε από το μπαρόκ
βιολοντσέλο του Ιάσωνα Ιωάννου, τη μπάσο βιόλα του Ανδρέα Λινού, το βιολόνε του
Δημήτρη Τίγκα και τη θεόρβη του Θοδωρή Κίτσου. Μέχρι αυτό το σημείο της
συναυλίας, όλα έμοιαζαν προβλεπόμενα, μέχρι που η σοπράνο άρχισε να τραγουδάει
το «Αμήν». Σε αυτό το σημείο, μπήκε ο Ευγένιος Βούλγαρης με το γυαϊλί ταμπούρ,
ένα πολίτικο όργανο που δεν συναντάμε συχνά και το οποίο ο εξαιρετικός
καλλιτέχνης κατάφερε να μετατρέψει σταδιακά το θρησκευτικό «Αμήν» σε «Αμάν» (αμανέ).
Η Θεοδώρα Μπάκα έδωσε τη σκυτάλη στην Αυγερινή Γάτση, που ερμήνευσε τα
περισσότερα παραδοσιακά τραγούδια της συναυλίας με την κρυστάλλινη, δωρική,
ρεμπέτικη φωνή της. Τη συνόδευσαν το παραδοσιακό βιολί του Μιχάλη Κουλουμή, το
κανονάκι του Βασίλη Ζιγκερίδη, το ούτι του Θύμιου Ατζακά και φυσικά το γυαϊλί
ταμπούρ του Ευγένιου Βούλγαρη. Μάλιστα, εκτός από τις ηχοχρωματικές ομοιότητες,
υπήρχαν ομοιότητες και στα κείμενα τόσο των μπαρόκ έργων όσο και των
ρεμπέτικων, τα οποία μιλούσαν για δυστυχία, πόνο, απώλεια, απογοήτευση. Εκτός
από τη Θεοδώρα Μπάκα και την Αυγερινή Γάτση, εντυπωσίασε με τη γλυκιά λυρική
φωνή της και η Έλενα Κρασάκη, ενώ το ντουέτο των δύο σοπράνο που ακούστηκε λίγο
αργότερα ήταν από πιο όμορφες στιγμές της συναυλίας.
Με μια μουσική μονομαχία ανάμεσα
σε δυο εποχές, οι Latinitas Nostra αιφνιδίασαν με τη σύμπραξη μπουζουκιού και
μπαρόκ οργάνων. Όσο αδιανόητο κι αν ακούγεται αυτό, έδεσε απόλυτα αρμονικά το
ταξίμι του μπουζουκιού με το μπάσο κοντίνουο του βιολόνε, της βιόλας ντα γκάμπα
και της θεόρβης. Σε πολλά σημεία συνέπραξαν τα δυο σύνολα, το μπαρόκ και το παραδοσιακό,
με αποκορύφωμα έναν έντονο μουσικό διάλογο που παρέπεμπε πράγματι σε μουσική
μονομαχία κι έδινε την ψευδαίσθηση της ταυτοχρονίας. Τα μπαρόκ όργανα δεν ήταν
τίποτε άλλο από τα παραδοσιακά και ιδιαίτερα δημοφιλή και φιλολαϊκά όργανα της
εποχής του 17ου αιώναμ ενώ το κανονάκι, το ούτι, το βιολί και το γυαϊλί ταμπούρ
είναι τα παραδοσιακά όργανα της ρεμπέτικης και λαϊκής μουσικής του 19ο αιώνα
στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Άρα, ταξικά τουλάχιστον, τα δύο σύνολα δεν
διαφέρουν και πολύ και συμπράττουν με έναν τρόπο ιδιαίτερα ταιριαστό,
ασυνήθιστο ίσως, αλλά καθόλου εξεζητημένο.
Σπάνια μουσική γέφυρα
Αναζητώντας το βαθύτερο νόημα της
προσπάθειας ν’ αναδειχθούν οι «υπόγειες» διασυνδέσεις της μπαρόκ μουσικής και
του ρεμπέτικου, αναλογίζεται κανείς την οικουμενικότητα της μουσικής, τον
πανανθρώπινο χαρακτήρα της, τις άμεσες ή έμμεσες επιρροές στη διαμόρφωση της
μουσικής δημιουργίας των λαών και την αδιαμφισβήτητη δύναμή της στο να ενώνει
παραδόσεις, συνήθειες, ήθη. Στη συζήτηση που ακολούθησε έπειτα από τη συναυλία
οι καλλιτέχνες μίλησαν για το «φλερτ» που αναπτύχθηκε ανάμεσα στο γυαϊλί
ταμπούρ και τη βιόλα ντα γκάμπα κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μουσικών
συναντήσεων στον Άγιο Λαυρέντιο του Πηλίου. Οι μουσικοί της παραδοσιακής και
της κλασικής μουσικής, πάνω στους αυθόρμητους πειραματισμούς τους, ανακάλυψαν
ότι μπορεί μεν τα όργανα να διαφέρουν ή να ανήκουν σε διαφορετικές εποχές, όμως
τα χαρακτηρίζει μια αισθητική συνάφεια που δεν περνά απαρατήρητη. Η περιέργειά
τους να δοκιμάσουν συνδυασμούς ηχοχρωμάτων, οι πειραματισμοί τους μέσα από την
ανταλλαγή ρεπερτορίων τους έφεραν πιο κοντά μουσικά, επιτρέποντάς τους ν’
ανακαλύψουν κοινά στοιχεία (χειρονομίες, αναπνοές, αντίληψη του χρόνου),
κοινούς κώδικες και τρόπους γεφύρωσης ρεπερτορίων που εκ πρώτης όψεως έμοιαζαν
εντελώς ασύμβατα.
Αναζητώντας το βαθύτερο νόημα της
προσπάθειας ν’ αναδειχθούν οι «υπόγειες» διασυνδέσεις της μπαρόκ μουσικής και
του ρεμπέτικου, αναλογίζεται κανείς την οικουμενικότητα της μουσικής και την
αδιαμφισβήτητη δύναμή της στο να ενώνει παραδόσεις, συνήθειες, ήθη.
Έκπληξη της βραδιάς ήταν η
εκτέλεση του ρεμπέτικου τραγουδιού «Ο κοκαϊνοπότης» από τη Θεοδώρα Μπάκα η
οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή μας είχε συνηθίσει στην εκτέλεση των λυρικών
μπαρόκ έργων. Όπως και η ίδια ομολόγησε στη συζήτηση που ακολούθησε μετά τη
συναυλία, ήταν για εκείνη πρόκληση να καταφέρει να το τραγουδήσει πειστικά,
χωρίς να πέσει στην παγίδα της επιτηδευμένης εκτέλεσης. Κατάφερε με επιτυχία να
βγάλει από πάνω της το μανδύα της λυρικής τραγουδίστριας και να εμποτίσει την εκτέλεσή
της με γνήσια ελληνικότητα.
Προκειμένου να ενισχυθεί η
ατμόσφαιρα κατάνυξης, οι τραγουδίστριες, κάθε φορά που τελείωναν ένα τραγούδι,
έσβηναν ένα από τα κεριά που ήταν παραταγμένα στο πίσω μέρος της σκηνής. Καθώς
έσβησαν τα περισσότερα, έκλεισαν και οι προβολείς που φώτιζαν τους μουσικούς,
αφήνοντας μόνο τα φωτάκια από τα αναλόγιά τους. Όταν έσβησε και το τελευταίο
κερί, σκοτείνιασε όλη η σκηνή κι έμεινε μόνο ένα αχνό φως πάνω από τον Ευγένιο
Βούλγαρη ο οποίος έκλεισε τη συναυλία παίζοντας ένα σπαρακτικό ταξίμι στο
γυαϊλί ταμπούρ. Ενθουσιώδη χειροκροτήματα, όπως και ο ασυνήθιστα μεγάλος
αριθμός θεατών που έμεινε στο τέλος της συναυλίας για να παρακολουθήσει τη
συζήτηση, έδωσαν βάσιμες ελπίδες ότι μπορούμε να περιμένουμε πολλά στο μέλλον.
Συνέντευξη με τον Ευγένιο
Βούλγαρη
|
Με αυτή την αφορμή,
η Pοpaganda είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με τον Ευγένιο
Βούλγαρη, ένα συναρπαστικό μουσικό με ασυνήθιστη προσωπική πορεία.
Στη συναυλία της Παρασκευής η
καθ’ ημάς Δύση, όπως έχει επιλέξει να λέγεται το σύνολο, συναντά την καθ’ ημάς
Ανατολή. Πώς ακριβώς γίνεται αυτό; Είχε ξαναγίνει πριν δύο χρόνια, με
τον Άγγλο Ταξιδευτή, κι εκείνος με τη σειρά του ήταν η εξέλιξη ενός πιο
πρωτόλειου πρότζεκτ, που είχε να κάνει με τη σύμπραξη τη δική μου με
το yaylı tambur με το αντίστοιχο όργανο της δύσης, που είναι η βιόλα
ντα γκάμπα. Και μάλιστα είχαμε παίξει Γκουρτζίεφ, που στη σκέψη του
συνδέει την Ανατολή και τη Δύση. Και μετά από αυτό, κάναμε αυτή τη σύμπραξη
κομματιών της λόγιας μουσικής της Κωνσταντινούπολης με τη μουσική του μπαρόκ,
κι αυτή στηρίχτηκε πάνω σε αυτό τον αισθητικό κοινό τόπο, το ηχόχρωμα που έχουν
τα δύο όργανα, αλλά και στην κοινή αίσθηση, γιατί κι αυτός που παίζει βιόλα ντα
γκάμπα νιώθει πως είναι ο παραδοσιακός της Δυτικής μουσικής. Εξέλιξη αυτής της
δουλειάς υπήρξε ο Άγγλος Ταξιδευτής, το κείμενο του οποίου έδεσε και με
έναν άλλο τρόπο το όλο πράγμα, και πήγε πολύ καλά, νιώσαμε όλοι πολύ καλά με
αυτό. Κι αυτό ήταν που μας έδωσε την αίσθηση ότι μπορούμε να τολμήσουμε και
κάτι ακόμα πιο προκλητικό. Και το τωρινό πρότζεκτ τι ακριβώς περιλαμβάνει; Κατ’
αρχήν, έχει να κάνει με τη Μεγάλη Εβδομάδα, με τα Πάθη, έτσι όπως τα συναντάμε
κατ’ αρχήν στη μπαρόκ μουσική, σε αυτά τα Αναγνώσματα του Σκότους, που
ουσιαστικά είναι μελοποιημένες Προφητείες του Ιώβ που μιλούν για πολύ τραγικά
πράγματα, και που έρχονται να συναντηθούν με τα πάθη του ρεμπέτικου, με μια
εντελώς διαφορετική μουσική κουλτούρα. Αυτό που τα ενώνει είναι η έννοια του
ανθρώπινου Πάθους, όπως συμβολίζεται από τα Πάθη του Χριστού τη Μεγάλη
Εβδομάδα. Εμείς προσπαθούμε να προσεγγίσουμε αυτές τις δύο μουσικές
αναδεικνύοντας τη διαφορετικότητά τους, δεν προσπαθούμε να την αποφύγουμε, την
απολαμβάνουμε. Όσο όμως και να τα περιγράψω όλα αυτά, δεν θα γίνουνε ήχος.
Καλύτερα να τα ακούσεις!
Εσύ, Ευγένιε, πώς βρέθηκες στη
μουσική, και μάλιστα σε αυτή τη συγκεκριμένη; Το πρώτο έναυσμα ήταν πως
πήγαινα συχνά στην εκκλησία επειδή ο παππούς μου ήταν παπάς κι ο πατέρας μου
θεολόγος, κι εκεί επειδή βαριόμουνα πάρα πολύ, πήγαινα στο ψαλτήρι κι έλεγα το
Πάτερ Ημών, και κοίταγα πότε θα τελειώσει! Ο πατέρας μου θεώρησε πως έχω κλίση
στη βυζαντινή μουσική, οπότε ξεκίνησα μαθήματα. Βεβαίως ο άνθρωπος δεν λάθεψε
τελικά, μια κλίση την είχα, απλώς το σημάδι δεν κατάλαβε σωστά! Τελικά η
βυζαντινή μουσική λειτούργησε σαν υπόβαθρο κι εκπαίδευση για τα αυτιά μου, προς
περαιτέρω αξιοποίηση. Μετά, στα όργανα ξεκίνησα αυτοδίδακτος να παίζω
μπουζούκι, λαϊκή μουσική. Και πάλι, σαν υπνωτισμένος, αντιδρώντας θετικά σε
οποιοδήποτε μουσικό ερέθισμα μου έκανε κάτι, κάποια στιγμή άκουσα ένα ούτι, και
είπα πως αυτό το όργανο πρέπει οπωσδήποτε να το μάθω. Έτσι ξεκίνησε η επαφή μου
με τη μουσική της Πόλης. Και μέσα από το οργανολόγιο αυτής της μουσικής τελικώς
ανακάλυψα το yaylı tambur. Η πρώτη μου επαφή μαζί του ήταν σοκ!
Από την πρώτη στιγμή που το άκουσα, προσπάθησα αμέσως να βρω ένα όργανο, κι
αμέσως μετά άρχισα να προσπαθώ να παίξω. Άρχισα να έχω επαφές με την
Κωνσταντινούπολη, και πηγαίνοντας εκεί βρήκα κάποιους δασκάλους. Αξιοποιήθηκε
όλο το background της βυζαντινής μουσικής που είχα, παρόλο που είναι μια άλλη
προσέγγιση, κι αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον μου και γι αυτήν. Πιο πριν,
παίζοντας μαντολίνο στην Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων της Πάτρας, κάποια στιγμή
ξεκίνησα μια συνεργασία με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, με το Γιώργο Κουρουπό, κι
έτσι ανακάλυψα και το μαντολίνο στην κλασική του έκφραση. Είχα ήδη δουλέψει επί
χρόνια παίζοντας
μπουζούκι σε μαγαζιά, είχα και
την εμπειρία της Δυτικής κλασικής μουσικής χωρίς όμως ποτέ να τη σπουδάσω, κι
έτσι, χωρίς να το επιδιώξω, βρέθηκα μέσα στη μουσική της Πόλης, κι από εκεί στο
προπολεμικό ρεμπέτικο, που έχει τις ρίζες του εκεί, στη μουσική της Σμύρνης και
της Πόλης. Σταδιακά, με ένα μαγικό τρόπο, ήταν σαν να είδα το συνολικό πεδίο
του τι σημαίνει Ελληνική μουσική. Μέσα από μια σχέση ερωτική και καθόλου
καθοδηγούμενη. Νομίζω πως λόγω αυτής της συνολικής εμπειρίας είναι που μπορώ
και να λειτουργήσω μέσα στο συγκεκριμένο πρότζεκτ και να ανταποκριθώ στις
απαιτήσεις του.
Η τελευταία μας, τυχαία,
συνάντηση, ήταν μέσα σε ένα βαγόνι του μετρό στο Παρίσι. Άρα υποθέτω πως κι
εκεί υπάρχει ενδιαφέρον γι αυτή τη μουσική. Βεβαίως. Αν και ο λόγος που
ήμουν τότε εκεί ήταν το ρεμπέτικο, το οποίο έχει απίστευτους fans στην Ευρώπη.
Όταν παίζουμε εκεί με την Ουρανία Λαμπροπούλου, κάνουμε και σεμινάρια. Έτσι
ανακάλυψα πως υπάρχουν εκεί άνθρωποι που όχι μόνο ακούν, αλλά και παίζουν
ρεμπέτικο, και κάποιοι από αυτούς μαθαίνουν ελληνικά για να μπορέσουν να το
τραγουδήσουν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.