Τέσσερα «εσχατολογικά στοιχεία» αναφέρονται στην
ιερή Παράδοση: ο Θάνατος, η Κρίσις, ο Ουρανός και η Κόλασις. Αυτά είναι τα
«έσχατα του ανθρώπου». Και αυτά είναι τα «Έσχατα» της ανθρωπότητας : Η
Έσχατη Ημέρα, η Ανάσταση της Σαρκός, η Τελική Κρίσις, και το Τέλος του
Κόσμου. Το ουσιαστικότερο, βέβαια, στοιχείο παραλείπεται σε τούτη την καταγραφή,
«ό έσχατος Αδάμ», δηλ. αυτός ο Χριστός, και το Σώμα Του η Εκκλησία. Γιατί,
πράγματι, η Εσχατολογία δεν είναι μόνο ιδιαίτερο κεφάλαιο μέσα σ’ ολόκληρο το
χριστιανικό θεολογικό σύστημα, αλλά μάλλον ή βάσις του και το θεμέλιο του, η
άγουσα και εμπνέουσα αρχή του, η τρόπον τινά, ο χώρος του συνόλου της
χριστιανικής σκέψεως. Ο Χριστιανισμός είναι ουσιαστικά εσχατολογικός, και ή
Εκκλησία είναι «εσχατολογική κοινότητα», εφόσον σύγκειται στην Καινή Διαθήκη,
τελική, και οριστική, και, συνεπώς, «έσχατη».
Αυτός ο Χριστός είναι ο «έσχατος Αδάμ», επειδή,
ακριβώς, είναι «ό Καινός Ανθρωπος» (Ιγνατίου, Έφεσίους 20, 1). Ή χριστιανική
προοπτική είναι από τη φύσι ή την ουσία της εσχατολογική . «Τα αρχαία
παρήλθεν, ιδού Καινά τα πάντα γέγονεν». Όντως συνέβη «έπ’ εσχάτων των ήμερών»
κι ο «Θεός των Πατέρων» ενήργησε κατά τρόπο έσχατο, άπαξ δια παντός. Το
«τέλος» ήλθε και το σχέδιο του Θεού για την ανθρώπινη σωτηρία «τετέλεσται»
(Ίωάν. 19, 23 - 30). Η εσχάτη, όμως, αυτή πραξις απετέλεσε ένα νέο ξεκίνημα.
Τα μεγαλύτερα και λαμπρότερα αναμένονται στο μέλλον. «Και ο άκούων είπάτω
ερχου». Ο «Έσχατος Αδάμ» πρόκειται να επανέλθει. Η Βασιλεία έχει εγκαινιασθή,
αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη σε όλη της τη δόξα και τη δύναμι. Η μάλλον, η
Βασιλεία πρόκειται, να έλθη – ο Βασιλεύς έχει ήδη φθάσει. Η Εκκλησία ευρίσκεται,
ακόμη, καθ’ οδόν και οι χριστιανοί εξακολουθούν να είναι πάροικοι και
«παρεπίδημοι» «του κόσμου τούτου».
Αυτή η εντασις ανάμεσα στο «παρελθόν» και στο
«έρχόμενον» υπήρξε θεμελιακή για το χριστιανικό μήνυμα από την πρώτη κι’ όλας
στιγμή. Υπήρχαν πάντοτε αυτά τα δύο όρια
αναφοράς, το Ευαγγέλιο και η Δευτέρα
Παρουσία. Η λυτρωτική ιστορία εξακολουθεί να ανελίσσεται. Στην Εκκλησία έχει
δοθή κάτι περισσότερο από μια υπόσχεση. Η μάλλον η Υπόσχεσις του Πατρός
ήταν το Πνεύμα το Άγιο, που ήλθε και ενοίκησε μέσα στην Εκκλησία δια παντός.
Η Βασιλεία του Πνεύματος έχει ήδη έγκαινιασθή. Κατά συνέπεια η Εκκλησία ζή
συγχρόνως σε δύο διαστάσεις. Ο Άγιος Αυγουστίνος περιγράφει τη βασική αύτη
δυαδικότητα της χριστιανικής καταστάσεως σε κάποιο αξιοσημείωτο χωρίο του
«Υπομνήματος» του στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, ερμηνεύοντας το 17ο κεφάλαιο. Η
Εκκλησία γνωρίζει και κηρύττει δύο καταστάσεις ζωής ουρανόπεμπτες, την της
πίστεως και την της θέας. Η πρώτη είναι η κατάστασις της προσωρινής παραμονής
σε μια ξένη χώρα Η δεύτερη είναι η κατάστασις του αιωνίου (ουρανίου)
σκηνώματος. Η πρώτη είναι «καθ’ οδόν», η δεύτερη στη γη των Πατέρων, στην
πατρίδα. Η πρώτη είναι ενεργός, η δεύτερη στης θεωρίας την επίβασι... Η πρώτη
αγωνιά από τη φροντίδα της κατακτήσεως, η δεύτερη επαναπαύεται στην ειρήνη
της νίκης... Σύνολη η πρώτη διαρκεί μέχρι συντέλειας του κόσμου τούτου, όπου
και τερματίζεται. Η δεύτερη παραπέμπεται δια της «θεωρίας» της μετά το πέρας
του κόσμου τούτου, και είναι ατέρμων στον ερχόμενο αιώνα» (Υπόμν. στα κατά
Ίωάν. 15, 12, 45). Παρά ταύτα, είναι η αυτή Εκκλησία πού έχει τη δυαδική αυτή
ζωή, duas vitas. Τούτη η δυαδικότητα σημαίνεται μέσα στην αφήγηση του
Ευαγγελίου με δύο ονόματα: Πέτρος και Ιωάννης.
Ο Χριστιανισμός, εσχάτως, έχει περιγραφή ως
«εμπειρία του καινού», ως «(Neuheitserlebnis)». Και τούτο το «καινόν» ήταν
έσχατο και απόλυτο. Ήταν το Μυστήριο της Ενσαρκώσεως. Η Ενσάρκωση ερμηνεύθηκε
από τους Πατέρες όχι σαν μεταφυσικό θαύμα, αλλά, πρωταρχικά, σαν, η λύσις του
υπαρξιακού αδιεξόδου, μέσα στο όποιο η ανθρωπότητα είχε, απεγνωσμένα, εγκλωβισθή,
σαν η Λυτρωτική δηλ, πραξις του Θεού. «Δι ημάς τους ανθρώπους και δια την
ημετέραν σωτηρίαν» κατέβηκε (ο Υιός του Θεού) και έγινε άνθρωπος. Η λύτρωσις
πραγματώθηκε «έφ' άπαξ». Η ένωσις ή η «κοινωνία» με το Θεό αποκαταστάθηκε,
και δόθηκε στους ανθρώπους η εξουσία να γίνουν δια της πίστεως τέκνα του
Θεού. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος Μεσίτης και Παράκλητος, κι’ η
σταυρική Του θυσία στο βωμό του Σταυρού – in ara crucis - υπήρξε «μια πλήρης,
τετελεσμένη, και επαρκής θυσία, προσφορά και ικανοποίησις». Η ανθρώπινη
κατάστασις ριζικά άλλαξε, όπως και η όλη θέσις του ανθρώπου. Ο άνθρωπος
υιοθετήθηκε πάλι σαν υιός του Θεού εν Χριστώ Ιησού, του Μονογενούς Υιού του
Θεού, του Σαρκωθέντος, Σταυρωθέντος και Αναστάντος.
Η διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας, περί της
Ενσαρκώσεως, δημιούργημα των Πατέρων, από τον Άγιο Ειρηναίο πως τον Άγιο
Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τονίζει, πρωταρχικά, αυτή την όψη του τέλους και της
μοναδικότητας, του πληρώματος και του τελικού επιτεύγματος. Ο Υιός του Θεού
«ενηνθρώπησε» άπαξ δια παντός. Ο Υιός του Θεού, «εις ων τις Αγίας Τριάδος»,
είναι άνθρωπος, δια τις ενσαρκώσεως, για πάντα και εις τους αιώνας μόνιμο
επίτευγμα. Και η νίκη επάνω στο Σταυρό είναι έσχατη νίκη. Η δε Ανάστασις του
Κυρίου είναι η απαρχή της γενικής αναστάσεως. Αλλά για τους λόγους αυτούς
ακριβώς η ιστορία της Σωτηρίας πρέπει να ανελίσσεται, και ανελίσσεται. Το
περί Χριστού Δόγμα βρίσκει την ολοκλήρωση και πληρότητά του στο περί
Εκκλησίας Δόγμα, δηλ. «του όλου Χρίστου» - totus Christus, caput et corpus,
(όλος Χριστός, κεφαλή και σώμα) — για να χρησιμοποιήσουμε την περίφημη φράση
του Αγίου Αυγουστίνου. Και τούτο, αυτομάτως, εισάγει την ιστορική διάρκεια.
Η Εκκλησία είναι ένα «εν αναπτύξει» σώμα, μέχρις
ότου φθάση «είς άνδρα τέλειον». Στην Εκκλησία ο Ένσαρκος Λόγος είναι, ασφαλώς,
«παρών». Αυτή η γνώσις της διηνεκούς παρουσίας Του είναι εκείνη, πού
επιβάλλει τον προς το μέλλον
Στην Εκκλησία και δια της Εκκλησίας ο Θεός
εξακολουθεί την πραγμάτωσι του λυτρωτικού Του σκοπού, δια Ιησού Χριστού, του
Κυρίου. Η Εκκλησία, εξ άλλου, είναι ιεραποστολικό, σταλέν στον κόσμο για να
διακηρύσσει και να διαδίδει τη Βασιλεία, και «σύνολος ή δημιουργία) αναμένει
να γευθεί ή να μετάσχει σ’ αυτή την έσχατη «ανακαίνιση», πού έχει ήδη
έγκαινιασθή από τον Ένσαρκωθέντα Λόγο, και «εν Αυτώ». Η ιστορία δικαιώνεται,
θεολογικά, από αυτό, ακριβώς, το Ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας. Από την
άλλη πλευρά, η Ιστορία, η «Λυτρωτική Ιστορία» δηλ., δεν είναι δυνατό να
θεωρείται ως ατέρμων πορεία. Το «τέλος των χρόνων» και το «πλήρωμα»
προγεύεται κανείς δια της πίστεως. «Το Τέλος» σαφώς προλέγεται μέσα στις
Γραφές, όπως οι Πρώτοι Χριστιανοί τις κατανοούν. Το τέλος υπάρχει
όντως.«πέραν της ιστορίας», αλλά η ιστορία, στη βαθύτερη φύσι η ουσία της,
οντολογικά, προσδιορίζεται και διοργανώνεται από τούτο, ακριβώς, το ύπερίστορικό
και υπερβατικό τέλος, από μια «εν έγρηγόρσει» προσδοκία του Ερχομένου
Κυρίου. Μόνο μια Έσχατη και τελική «πλήρωσις», μόνο μια έσχατη
και τελική ανασυγκρότησις η «άνα - κεφαλαίωσις» δίνει νόημα στη ροή των
συμβάντων και των γεγονότων, στη διάρκεια δηλ. του χρόνου καθ’ εαυτόν. Η
έντονος αίσθησις του γεγονότος ότι η Εκκλησία είναι Σώμα ώθησε τους πρώτους
Χριστιανούς στην προσμονή μιάς έσχατης και τελικής ολοκληρώσεως της
Λυτρωτικής πορείας, στην ερχόμενη δηλ. Βασιλεία. Τούτο, έξοχα, παρατηρήθηκε
ήδη από τον Ώριγένη: «Omme ergo corpus Ecclesiae redimendum sperat Apostolus,
nec putat posse quae perfecta sunt dari singulis quibusdam membris, nisi
universum corpus in unum fuerit congrefatum» (εν Ρωμ. VII, 5).
«Η πληρότητα του Σώματος» υπονοεί και προϋποθέτει
μια ανακεφαλαίωση της ιστορίας, που περιλαμβάνει και την Παλαιά Οικονομία,
δηλ. «το τέλος». Η, κατά τη φράσι του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, «Τότε
πληρούται η κεφαλή, τότε τέλειο σώμα γίνεται, όταν ομού πάντες ώμεν συνημμένοι
και συγκεκολλημένοι» (Προς Έφεσίους Όμιλία Γ', Ι, Migne PG 62, στ. 26). Erit
unus Cristus, amans seipsum (Αγίου Αυγουστίνου, 2ο κήρυγμα στον 26ο Ψαλμό 8,
23). Ο άλλος λόγος υπάρξεως της προοπτικής προς την μελλοντική πλήρωσι είναι η
σταθερή και διακαής πίστις στην Ανάσταση των νεκρών. Με άλλα λόγια, πρόκειται
και εδώ για την «ανακεφαλαίωση» της ιστορίας. Ο Χριστός ανέστη, όντως, και το
κέντρο του θανάτου εξαφανίσθηκε. Η δύναμις του θανάτου καταλύθηκε ριζικά και
η Αιώνια Ζωή φανερώθηκε και αποκαλύφθηκε εν Χριστω. Ο «έσχατος εχθρός»,
βέβαια, εξακολουθεί ακόμη να δρα εντός του κόσμου, αν και ο θάνατος έπαυσε
πλέον «να βασιλεύει» στον κόσμο. Η νίκη δεν έχει ακόμη πλήρως
αποκαλυφθή. Μόνο κατά τη Γενική Ανάστασι ο λυτρωτικός θρίαμβος του
Χρίστου πρόκειται, πλήρως, να πραγματωθεί. «Expectandum
nobis etiam et corporis ver est»**** (Minucius Felix, Octavius 34). Αυτή υπήρξε ή κοινή πεποίθησης των
Πατέρων από τον Αθηναγόρα και τον Άγιο Ειρηναίο μέχρι τον Άγιο Ιωάννη το
Δαμασκηνό. O Άγιος Αθανάσιος, καθώς επίσης και o Άγιος Γρηγόριος o Νύσσης,
τονίζουν με ιδιαίτερη έμφαση το σημείο αυτό. Ο Χριστός ώφειλε να υποστεί το
θάνατο ούτως ώστε δια του θανάτου Του να κατάλυση το θάνατο και τη φθορά.
Πράγματι, ο θάνατος υπήρξε «ο έσχατος εκείνος εχθρός», τον όποιο Αυτός έπρεπε
να καταστρέψει, για να λυτρώσει τον άνθρωπο από τη φθορά.
Πράγματι, ο θάνατος υπήρξε «ο έσχατος εκείνος
εχθρός», τον οποίο Αυτός έπρεπε να καταστρέψει, για να λυτρώσει τον άθρωπο
από τη φθορά. Τούτο υπήρξε ένα από τα πιο βασικά επιχειρήματα του Αγίου
Αθανασίου στο έργο Του «Περί της Ενανθρωπήσεως». «Δια τι ουν και
τον θάνατον ώσπερ και το νοσείν ουκ εκώλυσεν; Ότι δια τούτο εσχε το
σώμα» (Περί της Ένανθρ.21). Και ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης το ίδιο λέγει:
«τάχα δι'αν τις δια ακριβείας καταμαθών το μυστήριον, ευλογώτερον είποι, μη
δια την γένεσιν συμβεβηκέναι τον θάνατον άλλα το έμπαλιν του θανάτου χάριν
παραληφθήναι την γένεσιν» (Κατηχ. Λογ. , κεφ. 32). Η, επίσης, κατά την
έντονη έκφραση του Τερτυλλιανού: Christus mori missus, nasci quoque
necessario havuit, ut mori posset (De Carne Christi 6).* Η σωματική ανάσταση
του ανθρώπου υπήρξε από τους θεμελιώδεις σκοπούς της Λυτρωτικής
Οικονομίας. Η ερχόμενη γενική ανάσταση δεν πρόκειται να είναι μια
«επανασύστασις» μιας προηγηθείσης καταστάσεως. Τούτο θα εσήμαινε, μάλλον, την
«αθανασία του θανάτου», όπως εμφαντικά ετόνισε ο Άγιος Μάξιμος (Έπιστ. 7). Η
ερχόμενη Ανάστασις κατανοείται μάλλον σαν νέα δημιουργική πράξις του Θεού,
σαν ολοκληρωτική και περιεκτική «ανακαίνισις» της όλης Δημιουργίας. «Ιδού
καινά ποιώ τα πάντα». Κατά την έκφραση του Αγίου Γρηγορίου του
Ναζιανζηνού, πρόκειται να συμβεί μια τρίτη και τελική «μετάστασις»
(=μεταμόρφωσις), πληρούσα και υπερβαίνουσα τις δύο προηγούμενες, την Παλαιά
δηλ. και την Καινή Διαθήκη, ένας τελειωτικός έσχατο-λογικός «σεισμός» (5ος
Θεολογ. Λόγος 25).
Ή νέα θέα του ανθρώπινου προορισμού, κάτω από
το φως του Χριστού, δεν ήταν δυνατό να εκφραστεί ακριβώς και επαρκώς με
τους φιλοσοφικούς όρους της εποχής εκείνης. Ήταν επιτακτική ανάγκη να
δημιουργηθεί ένα νέο σύνολο εννοιών, πριν η χριστιανική πίστις εκφρασθή
και αναπτυχθή μέσα σ’ ένα σύστημα θεολογικών προτάσεων «εν αλληλουχία».
Το πρόβλημα δεν ήταν εκείνο της προσαρμογής, άλλα μάλλον μιας ριζικής
αλλαγής των θεμελιακών τρόπων «του σκέπτεσθαι».
Κανείς δεν μπορεί να παραβλέψη την Αριστοτελική προέλευση των θεμελιωδών
ανθρωπολογικών ιδεών στην πρωτοχριστιανική θεολογία. Ένα τέτοιο
εκχριστιανισμό του αριστοτελισμού βρίσκουμε ήδη στον Ωριγένη, σε κάποιο βαθμό
επίσης στον Άγιο Μεθόδιο Ολύμπου, καθώς επίσης αργότερα και στον Άγιο
Γρηγόριο Νύσσης, ο οποίος στο εντυπωσιακό έργο του, «Περί ψυχής και
Αναστάσεως», επιχειρεί μια τολμηρή σύνθεσι Ωριγένους και Μεθοδίου. Το χάσμα
ανάμεσα στο «Νου», απρόσωπο και «αιώνιο», και στην ψυχή, ατομική άλλα θνητή,
υπερπηδήθηκε και γεφυρώθηκε από τη νέα αυτοσυνειδησία μιας πνευματικής
προσωπικότητος.
Ή έννοια του προσώπου καθ' εαυτήν υπήρξε πιθανώς η
μεγαλύτερη χριστιανική συμβολή στη φιλοσοφία. Έτσι η τραγωδία του θανάτου
μπορούσε να θεωρηθεί στην πραγματική της διάσταση. Για τον Πλάτωνα και τους
Πλατωνικούς ό θάνατος ήταν απλώς μια ευπρόσδεκτη απελευθέρωσις από τα
σωματικά δεσμά, «μια πτήση προς την πατρίδα». Για τον Αριστοτέλη και τους
οπαδούς του ήταν το φυσικό τέλος της επιγείου υπάρξεως, ένα λυπηρό άλλα
αναπόδραστο τέλος, «και τίποτα, ούτε καλό ούτε κακό, δεν μπορούσε να σκεφθεί
κανείς για τους νεκρούς, πάρα πέρα» (Ηθικά Νικομ. ΠΙ 6, ΠΙ 5α.). Για
τους Χριστιανούς ήταν μια καταστροφή, Ένας όλεθρος της ανθρώπινης υπάρξεως,
μια έκπτωσις σε μια ύπάνθρωπη κατάστασι, ανώμαλη και ριζωμένη στην πτωτική
κατάστασι του ανθρωπίνου γένους, απ’ την οποία ελευθερώθηκε τώρα με τη νίκη
τού Χριστού. Η εσχατολογική ελπίδα είναι ριζωμένη στην πίστι, και είναι
ακατανόητη έξω από αυτή τη συνάφεια. Οι πατέρες ουδέποτε επεχείρησαν μία
συστηματική έκθεσι της Εσχατολογίας, με τη στενή και τεχνική έννοια του όρου.
Αλλά ήταν ενήμεροι αυτής της βαθύτερης λογικής, που αναγκαστικά οδηγεί από
την πίστι στο Λυτρωτή Χριστό, προς την ελπίδα του ερχομένου αιώνος: το τέλος
του κόσμου, την έσχατη πλήρωσι, την ανάστασι των νεκρών, και ζωή την αιώνιον.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.