Η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων
|
Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία έπαιξε μεγάλο ρόλο στην αρχαία Ελλάδα και
συνεχίζει και σήμερα να είναι σημαντική στην πολιτιστική κληρονομιά των
Ελλήνων καθώς διαμόρφωσε τη μυθολογία τους και τη θέαση και προσέγγιση
του κόσμου τους.
Ο άνθρωπος πάντα ένιωθε την ανάγκη να πιστεύει σε μια ανώτερη, θεϊκή
δύναμη. Ο Δωδεκαθεισμός ήταν η θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων. Μέσω της
θρησκείας αυτής οι άνθρωποι της αρχαίας Ελλάδος μπορούσαν να εκφραστούν
και να δημιουργήσουν. Ο Αρχαίος πολιτισμός αναπτύχθηκε πολύ εξαιτίας της
θρησκείας. Οι άνθρωποι άρχιζαν να χτίζουν ναούς, να φτιάχνουν αγάλματα,
τοιχογραφίες προς τιμή των θεών που μερικές από αυτές σώζονται ως
σήμερα. Όλα αυτά αποτελούν ταυτότητα για τον Έλληνα αφού πολλοί ξένοι
έρχονται στην χώρα μας και δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για την Αρχαία
Ελληνική Θρησκεία και για τα αρχαία αντικείμενα που σχετίζονται με
αυτήν, σώζονται και αποτελούν μεγάλα έργα τέχνης.
Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία βοήθησε όχι μόνο τους αρχαίους Έλληνες
αλλά και τους σημερινούς αφού μεγάλο μέρος του τουρισμού και της
οικονομίας της Ελλάδος στηρίζεται στην αρχαιότητα και στην κληρονομιά
που άφησε σε μας ( μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι ). Βέβαια, έχουν
γραφεί πολλά βιβλία για την Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, φιλοσοφικού και
διδακτικού περιεχομένου. Σε όλη την γη διαβάζονται είτε από ενδιαφέρον
είτε για μάθηση και εμβάθυνση στον αρχαίο πολιτισμό είτε από απλή
περιέργεια. Πολλές ταινίες εξάλλου έχουν παιχθεί στον παγκόσμιο
κινηματογράφο που αφορούν την Αρχαία Ελλάδα, την θρησκεία της και τους
ήρωές της.
Ουρανος-Γη-Κρονος
Οι σχέσεις μεταξύ του Ουρανού και των παιδιών του δεν ήταν πολύ
φιλικές. Η οργή του μεγάλου Θεού έπεσε πάνω στους Τιτάνες τους οποίους
φυλάκισε στα έγκατα της γης. Η μητέρα τους, εξοργισμένη από την αδικία,
ζήτησε από τους γιους της να σκοτώσουν τον πατέρα τους.
Ο Κρόνος ,ο μικρότερος γιος, επειδή ήταν απ’τους πιο θαρραλέους, το
βράδυ κρύφτηκε στο δωμάτιο των γονιών του και έκοψε τα γεννητικά όργανα
του πατέρα του, τα οποία έπεσαν στη θάλασσα. Από αυτά τα όργανα
γεννήθηκε η Αφροδίτη ,οι Ερινύες, οι Νύμφες και οι Γίγαντες.
Κρόνος – Ρέα- Διας
Μετά την πτώση του Ουρανού, αρχηγός του σύμπαντος έγινε ο Κρόνος.
Αμέσως αποφυλάκισε τα αδέλφια του και παντρεύτηκε την Ρέα. Από την ένωσή
τους γεννήθηκαν η Δήμητρα, η Εστία, η Ήρα, ο Άδης και ο Ποσειδώνας. Ο
Κρόνος όμως αποδείχθηκε χειρότερος από τον πατέρα του – φοβούμενος ότι
τα παιδιά του θα τον εκθρόνιζαν, τα κατάπινε όταν γεννιόνταν. Η Ρέα,
πριν γεννήσει τον Δία, το τελευταίο της παιδί, συμβουλεύτηκε τον Ουρανό
και την Γη. Με την βοήθεια τους έκρυψε τον Δία σε μια σπηλιά στην Κρήτη
και έδωσε στον Κρόνο να καταπιεί μια πέτρα αντί για τον γιο της. Όταν
μεγάλωσε, ο Δίας νίκησε τον Πατέρα του και με τα αδέλφια του έγιναν οι
δώδεκα θεοί του Ολύμπου.
Οι Θεοί
Ο πολυθεϊσμός ήταν από τις πιο διαδεδομένες θρησκείες των Αρχαίων
Ελλήνων. Για τους Αρχαίος Έλληνες, οι θεοί σαν σύνολο αντιπροσώπευαν μια
σημαντική έννοια – την φύση σε όλες της τις εκφορές και κάθε θεός η θεά
συσχετιζόταν με μια η περισσότερες δυνάμεις της φύσης.
Για τους Έλληνες, οι θεοί ήταν αθάνατοι, πανταχού παρόντες και
αξιολάτρευτοι. Μπορούσαν να ελέγξουν όλους τους θνητούς σε κάθε στάδιο
της ζωής τους , προκαθορίζοντας την μοίρα τους και τις σχέσεις
τους. Παρόλα αυτά, για τους Έλληνες οι θεοί δεν ήταν απόμακρα, απρόσιτα όντα – οι άνθρωποι μπορούσαν να τους πλησιάσουν, να τους δούνε, να τους ακούσουν και να τους αγγίξουν εύκολα. Ως αντιφατικά και πολύπλευρα όντα, οι θεοί αποτελούσαν παράδειγμα προς μίμηση για έναν τέλειο άνθρωπο – αλλά έναν άνθρωπο ελεύθερο από τις στερήσεις και τις απαγορεύσεις της ζωής, ο οποίος μπορούσε να διασκεδάσει με ο,τιδήποτε, μπορούσε να τραυματιστεί χωρίς να νιώσει πόνο ή να πεθάνει, μπορούσε να ερωτευτεί χωρίς να υποβάλλεται σε όρια παρόμοια με των ανθρώπων, μπορούσε να νιώσει θυμό ή ζήλια χωρίς να καταπιέζει τα συναισθήματά του και τέλος, μπορούσε να γλεντήσει και να μεθύσει απεριόριστα. Οι Αρχαίοι Έλληνες ανέθεταν στους θεούς τους όλες τις ιδιότητες που θα ήθελαν οι ίδιοι να κατέχουν αλλά τις οποίες η ανθρώπινη φύση δεν τους επέτρεπε να αποκτήσουν. Οι ανθρώπινες ιδιότητες των θεών, ωστόσο, δεν μειώνουν την θεϊκή τους υπόσταση. Στην πραγματικότητα, τα χαρακτηριστικά τα οποία οι άνθρωποι απέδιδαν στους θεούς λειτουργούσαν ως παραδείγματα για την ανθρώπινη συμπεριφορά και αποτελούσαν τους στόχους, τους οποίους έθεταν οι θνητοί για τον εαυτό τους.
τους. Παρόλα αυτά, για τους Έλληνες οι θεοί δεν ήταν απόμακρα, απρόσιτα όντα – οι άνθρωποι μπορούσαν να τους πλησιάσουν, να τους δούνε, να τους ακούσουν και να τους αγγίξουν εύκολα. Ως αντιφατικά και πολύπλευρα όντα, οι θεοί αποτελούσαν παράδειγμα προς μίμηση για έναν τέλειο άνθρωπο – αλλά έναν άνθρωπο ελεύθερο από τις στερήσεις και τις απαγορεύσεις της ζωής, ο οποίος μπορούσε να διασκεδάσει με ο,τιδήποτε, μπορούσε να τραυματιστεί χωρίς να νιώσει πόνο ή να πεθάνει, μπορούσε να ερωτευτεί χωρίς να υποβάλλεται σε όρια παρόμοια με των ανθρώπων, μπορούσε να νιώσει θυμό ή ζήλια χωρίς να καταπιέζει τα συναισθήματά του και τέλος, μπορούσε να γλεντήσει και να μεθύσει απεριόριστα. Οι Αρχαίοι Έλληνες ανέθεταν στους θεούς τους όλες τις ιδιότητες που θα ήθελαν οι ίδιοι να κατέχουν αλλά τις οποίες η ανθρώπινη φύση δεν τους επέτρεπε να αποκτήσουν. Οι ανθρώπινες ιδιότητες των θεών, ωστόσο, δεν μειώνουν την θεϊκή τους υπόσταση. Στην πραγματικότητα, τα χαρακτηριστικά τα οποία οι άνθρωποι απέδιδαν στους θεούς λειτουργούσαν ως παραδείγματα για την ανθρώπινη συμπεριφορά και αποτελούσαν τους στόχους, τους οποίους έθεταν οι θνητοί για τον εαυτό τους.
Η σωματική ομοιότητα μεταξύ των θεών και ανθρώπων εξυπηρετούσε έναν
σημαντικό σκοπό. Οι θεϊκές μορφές που γεννήθηκαν από το Αρχαίο Ελληνικό
πνεύμα, δεν ήταν ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο από μια εικόνα την οποία
όφειλαν να προσεγγίσουν οι άνθρωποι. Από την άλλη πλευρά, οι θεοί
υιοθετούσαν ανθρώπινοι μορφή όταν εμφανίζονταν στους θνητούς και έτσι τα
σώματά τους δεν ήταν απαραίτητα εξωπραγματικά – καλύτερα θα μπορούσαν
να περιγράφονται ως πηγές ενέργειας και έμπνευσης από τις οποίες
μπορούσαν να δημιουργηθούν υπερφυσικές δυνάμεις.
Κάθε μια από τις Αρχαίες Ελληνικές πόλεις-κράτη είχε το δικό της
Πάνθεον. Παρόλα αυτά, ολόκληρη η Ελλάδα μοιραζόταν τους ίδιους θεούς που
είχαν δημιουργηθεί από τις κοινές ανάγκες μελών τις ίδιας φυλής. Οι
πρώτες γραπτές αναφορές στους Αρχαίους Έλληνες Θεούς χρονολογούνται από
την Μυκηναϊκή περίοδο. Τα ονόματα του Δία, Ποσειδώνα, Άρη, Ερμή και
Διονύσου ήταν χαραγμένα σε πήλινες πινακίδες στην Γραμμική Β γραφή και
βρέθηκαν σε Μυκηναϊκά παλάτια των πόλεων των Μυκηνών, Πύλου και Κνωσού.
Αυτές χρονολογούνται περίπου από το 1400 – 1200 π.Χ.
Το Ολύμπιο Πάνθεον πήρε την τελική του μορφή τον 10ο αιώνα π.Χ. (
Γεωμετρική Περίοδος ) και καθιερώθηκε στο Ελληνικό πνεύμα χάρη στα έπη
του Ομήρου τα οποία ήταν δημοφιλή και σημαντικά ως υλικό παιδείας και
εκπαίδευσης από τα αρχαία ακόμη χρόνια.
Όταν στις πόλεις-κράτη πέρασαν τον 8ο αιώνα π.Χ. τα καινούρια
στοιχεία του ολοκληρωμένου δωδεκαθέου, οι θρησκευτικές έννοιες των
Ελλήνων ανανεώθηκαν και βελτιώθηκαν με αυτά τα νέα στοιχεία και
εμφανίστηκαν οι πρώτες επίσημες τοποθεσίες για λατρεία των θεών. Το
Αρχαίο Ελληνικό θρησκευτικό σύστημα ολοκληρώθηκε στην Αρχαϊκή και
Κλασσική περίοδο ( 6ος – 5ος αιώνας π.Χ.) που θα αποτελέσει και την
περίοδο της κορύφωσης του Ελληνικού Πολιτισμού.
Οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου
Ανάμεσα σε όλους τους θεούς που λάτρευαν οι Έλληνες, οι δώδεκα θεοί
του όρους Ολύμπου, σχημάτιζαν μια ειδική κατηγορία. Οι θεοί του Ολύμπου
ήταν ο Δίας, η Ήρα, η Αθηνά, ο Ποσειδώνας, ο Απόλλωνας, η Άρτεμις, η
Δήμητρα, ο Ερμής, η Αφροδίτη, ο Άρης, ο Ήφαιστος και η Εστία. Σε μερικές
περιοχές, διάφορες θέσεις των δώδεκα θεών διεκδικούσαν ο Πλούτωνας, ο
Διόνυσος , ο Ηρακλής και άλλοι τοπικοί ήρωες.
Οι θεοί του Ολύμπου ζούσαν κυρίως φιλικά μεταξύ τους, σε ένα
σπίτι-ανάκτορο που ήταν ιδανικό στην χρήση του και ιδιαίτερα μαγευτικό.
Με την απόφαση των θεών να κατοικήσουν στον Όλυμπο, αυτομάτως εισάγεται η
έννοια ότι ζούσαν στο όριο μεταξύ της Γης και του Ουρανού και έτσι
μπορούσαν να επιτηρούνε ό,τι γινόταν στο κόσμο. Το κύριό τους μέλημα
ήταν ο άνθρωπος, τον οποίο μερικές φορές «έλουζαν» με δώρα και μερικές
φορές δίωκαν. Ο αρχηγός των θεών ήταν ο Δίας, ο πανταχού παρών,
ακολουθούμενος από άλλους, μικρότερους σε σημασία θεούς, σε μια
στοιχειώδη ιεραρχία στην οποία κάθε θεότητα είχε την δική της επιρροή.
Όποια δύναμη και αν είχε ο καθένας από τους δώδεκα θεούς, κανείς δεν
είχε το δικαίωμα να «πατήσει» τον ιερό όρκο που είχε δώσει δίπλα στα
νερά της π Στίγας, η οποία βρισκόταν στο κάτω κόσμο. Οι θεοί ορκίστηκαν
πως εάν δεν τηρούσαν την υπόσχεση που είχαν δώσει, η τιμωρία τους θα
ήταν ένας χρόνος σε κατάστασης κόμματος έπειτα από τον οποίο, οι θεοί
απαγορευόταν να συναντηθούν με τους άλλους θεούς για άλλα εννέα χρονιά.
Ο μεγαλύτερος όρκος που μπορούσαν να πάρουν οι θνητοί ήταν προς στους
δώδεκα θεούς. Η ποινή για τους επιόρκους ήταν αυστηρή διότι οι δώδεκα
θεοί ήταν και αμείλικτοι δικαστές για τους ανθρώπους. Οι Αρχαίοι Έλληνες
λάτρευαν κάθε θεό διαφορετικά και επίσης έστηναν προσκυνητάρια για να
τιμήσουν τους δώδεκα θεούς.
Δίας
Ο
«Πατήρ Θεών τε και Ανθρώπων» ο Δίας, ο Βασιλιάς του Ολύμπου και αρχηγός
του δωδεκαθέου, άρχοντας των κεραυνών, τιμωρός και προστάτης, εραστής
και πολέμαρχος, νίκησε τον πατέρα του Κρόνο και έριξε τους Τιτάνες και
τους Γίγαντες στα Τάρταρα. Ήταν ο αδιαμφισβήτητος κυβερνήτης του
σύμπαντος και ήλεγχε τα πάντα. Αλλά η δύναμη του δεν ήταν χωρίς
περιορισμούς. Ο ρόλος του ήταν κυρίως να συντονίζει της δραστηριότητες
των άλλων θεών και να επιβεβαιώνει ότι οι άλλοι θεοί δεν ξεπερνούσαν τις
δυνάμεις τους φτάνοντας στην ύβρη. Αυτός ήταν σε κάθε περίπτωση ο
εγγυητής της τάξης σε θεϊκά και σε ανθρώπινα θέματα. Οι βασιλιάδες της
γης θεωρούνταν απόγονοί του.
Ο Δίας λεγόταν πολιούχος και «πολιεύς» – πατέρας της πόλης. Η άμυνα
των Ελληνικών πόλεων ήταν μια από τις ευθύνες του, η οποία είναι ο λόγος
για τον οποίο λατρευόταν όπως και η Αθηνά ως Πρόμαχος, αρχηγός σε μάχες
και Σωτήρ, σωτήρας. Άλλα επίθετά του ήταν Ελευθέριος, ελευθερωτής,
επειδή έδινε την ελευθερία σε αυτούς που προστάτευε.
Όταν οι Αρχαίοι Έλληνες αναφερόντουσαν στον Ολύμπιο Δία εννοούσαν τον
πατέρα των θεών και των ανθρώπων που κυβερνούσε τον κόσμο από το παλάτι
του στον Όλυμπο. Ο Δίας ήταν η πηγή του παραδεισένιου φωτός και αυτός
ρύθμιζε τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Έστελνε στην γη, τον άνεμο, τα
σύννεφα, την βροχή και τον κεραυνό. Τα σύμβολά του συνδέονταν με αυτές
τις δυνάμεις – όχι μόνο ο κεραυνός αλλά και ο αετός, το ιερό πουλί που
πετάει πιο ψηλά και γρήγορα από όλα τα άλλα πτηνά στο ουρανό υπήρξε
σύμβολο του Δία.
Οι Έλληνες λάτρευαν τον Δία σε κορυφές βουνών οπού η Γη συναντούσε
τον Ουρανό. Τα φυσικά φαινόμενα, ελεγχόμενα από τον Δία, όταν συμβαίνανε
θεωρούνταν ως σημάδια από τους θεούς και ικανά να παρέχουν στους
ανθρώπους πληροφορίες για γεγονότα που θα γίνονταν στο προσεχές μέλλον. Ο
μάντης στην Δωδώνη, ένας από τους πιο σημαντικούς της Ελλάδας, ήταν
αφοσιωμένος στον Δία. Εκτός από την δύναμη του στον Ουρανό και στην Γη, ο
Δίας προστάτευε και τα ανθρώπινα όντα. Σε κάθε σπίτι υπήρχε ένα
Προσκυνητάριο προορισμένο για τη λατρεία στο Δία και ήταν ο προστάτης
της ειρήνης και στην οικία. Επιπλέον, αυτός προφύλασσε την φιλία ανάμεσα
στους ανθρώπους (Δίας Φίλιος) και βοηθούσε αυτούς που τον είχαν ανάγκη,
ιδιαίτερα τους ταπεινούς και τους ξένους (Δίας Ξένιος). Οι δυνάμεις του
Δία ολοκληρώνονται με την επίβλεψη του για τους όρκους των θνητών και η
ευθύνη να αποδίδει δικαιοσύνη εάν κάποιος όρκος δεν τηρούνταν. Οι
τιμωρίες του μπορεί να ήταν σκληρές έως υπερβολικές, αλλά ήταν πάντα
πρόθυμος να συγχωρήσει εάν οι θνητοί έδειχναν την μεταμέλεια τους και
προσεύχονταν σε αυτόν. Για αυτούς τους λόγους, οι Έλληνες δεν παρέλειπαν
να τιμούν τον αρχηγό των θεών με εντυπωσιακές τελετές, γιορτές και
αθλητικούς αγώνες – δυο από τις τέσσερις μεγαλύτερες διοργανώσεις, οι
Ολυμπιακοί αγώνες και τα Νέμεα, ήταν αποκλειστικά αφιερωμένες στον Δία.
Υπάρχουν άπειροι μύθοι που σχετίζονται με τον Δία και πολλοί από
αυτούς είναι ιδιαιτέρως συναρπαστικοί. Συμπεριλαμβάνουν αφηγήσεις για
τις ερωτικές σχέσεις του Δία που προκαλούν αίσθηση και διχάζουν την
κοινή γνώμη για την ηθική των γάμων και των δεσμών των αρχαίων θεών.
Παρόλα αυτά, είναι εύκολο να κατανοήσουμε αυτούς τους μύθους εάν
μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε το συμβολικό τους περιεχόμενο. Με το να
περιγράφουν τις ερωτικές συναντήσεις της κυριότερης θεότητάς τους, οι
Έλληνες απέδιδαν στους θεούς όλα τα στοιχεία της φύσης, των νόμων και
πνευματικών δυνατοτήτων, των κανόνων που «κυβερνούν» την κοινωνία και
ακόμη, την προέλευση της ανθρωπότητας.
Σύμφωνα με τις παραδόσεις, ο Δίας κοιμήθηκε με την Μέτιδα, την
προσωποποίηση της σοφίας και της μάθησης, και έτσι γεννήθηκε η Αθηνά.
Έπειτα κοιμήθηκε με την Θέμιδα, που συμβόλιζε τον νόμο και την ηθική
τάξη, και έτσι γεννήθηκαν οι Ώρες και οι Μοίρες, που κυβερνούσαν την
μοίρα όλων των ανθρώπων. Η ένωσή του με την Μνημοσύνη δημιούργησε τις
εννέα Μούσες, πηγή όλων των ποιητικών εμπνεύσεων, και από την ένωσή του
με την Δήμητρα γεννήθηκε η Περσεφόνη, που συμβολίζει την γονιμότητα της
γης. Ο Δίας και η Λιτώ ήταν οι γονείς του Απόλλωνα και της Άρτεμης και
με την ένωση του Δια με την Ευρυνόμη γεννήθηκαν οι Χάριτες, που έφεραν
έναν άγγιγμα ομορφιάς στον κόσμο. Ο σχηματισμός αυτών των μύθων
ικανοποιούσε την ανάγκη που ένιωθαν οι Αριστοκράτες της Ιστορικής
Περιόδου να ανιχνεύσουν τους προγόνους τους στον μεγαλύτερο θεό που
λάτρευε ο λαός και έτσι, οι ίδιοι ένιωθαν απόγονοι μεγάλων θεών με
εξαιρετικές δυνάμεις.
Το συμβολικό νόημα των μύθων ήταν συχνά κρυμμένο πίσω από ποικίλες
διασκευές στις «περιστάσεις» τους και σε πολλές από αυτές τις ιστορίες
εντοπίζεται περίτρανα η ευφυΐα των Ελλήνων. Στα αποσπάσματα των αρχαίων
συγγραφέων, ο Δίας είναι πάντοτε ζευγάρι με την Ήρα(παρόλο που ήταν
ταυτόχρονα αδελφή του) και η ζωή των θεϊκών συζύγων απεικονίζεται
παρόμοια με αυτή μιας συνηθισμένης πατριαρχικής οικογένειας. Ο Δίας ήταν
συστηματικά άπιστος στην γυναίκα του και σκαρφιζόταν ιστορίες για να
βρεθεί με τις ερωμένες του. Η Ήρα, απελπισμένη από ζήλια έκανε ό,τι ήταν
δυνατόν και ό,τι μπορούσε για να εκνευρίσει τον Δία και τις ερωμένες
του και έπαιρνε εκδίκηση όταν ο Δίας της ήταν άπιστος. Παρόλο που ο
μεγάλος θεός ήταν άρχοντας της δημιουργίας, δεν μπορούσε να αντισταθεί
στην μοίρα του, που ήταν να προικίσει την ανθρωπότητα με τους πλούσιους
καρπούς των περιπετειών του.
Ήρα
Αδελφή
και σύζυγος του Δια, ήταν η Ήρα, η οποία ως κύριο σκοπό της είχε να
προστατεύει τις γυναίκες και το γάμο, αν και συνήθως αρεσκόταν να
κατατρέχει και να τιμωρεί τις πάμπολλες ερωμένες του άντρα της και τα
παιδιά που προέκυπταν από τις ερωτοτροπίες αυτές εκτός του γάμου τους.
Βέβαια, και η Ήρα συχνά κατέφευγε σε ερωτικές περιπλανήσεις, όμως πάντα
ξαναγύριζε στον άντρα της. Η Ήρα ανάμεσα στις θεές του Ολύμπου
απολάμβανε τη θέση της πιστής γυναίκας και επίσημης συζύγου του Δία.
Σύμφωνα με μια παράδοση γεννήθηκε στην Σάμο – οι άνθρωποι του νησιού
πίστευαν ότι η Ήρα είδε για πρώτη φορά το φως της ημέρας κάτω από ένα
δέντρο, δίπλα στις όχθες του ποταμού Ίμπρασσου, όπου αργότερα χτίστηκε ο
φημισμένος ναός της Ήρας στην Σάμο, το Ηραίο.
Υπήρχε και ένας ακόμη ναός της Ήρας στο Άργος. Αυτός ο ναός ήταν το
πιο σημαντικό θρησκευτικό κέντρο της Πελοποννήσου και σχετιζόταν με την
αγάπη της Ήρας και του Δία. Η ιστορία έλεγε πως ο αδελφός και η αδελφή
αγαπιόταν από πολύ παλιά, πριν γίνουν κυβερνήτες του Ολύμπου, ακόμη και
στην παιδική τους ηλικία συναντιόντουσαν κρυφά από τους γονείς τους.
Ο ιερός γάμος μεταξύ αυτών των θεοτήτων έχει ερμηνευτεί ως σύμβολο
της γονιμότητας της γης και αυτό ταιριάζει με την περιγραφή του Ομήρου
στην Ιλιάδα : « καθώς ο Δίας κρατούσε στην αγκαλιά του την γυναίκα, η γη
έβγαλε χορτάρι, καρπούς και ευωδιαστά άνθη, απαλά και ζεστά που
φύτρωναν από το έδαφος». Με την ένωσή της με τον μεγαλύτερο Ολύμπιο θεό,
η Ήρα απέκτησε όλες τις ιδιότητες του Δία, όμως σε μια θηλυκή έκδοση.
Αυτή στα αρχαία χρόνια λατρευόταν ως Ακραία και Γαμήλια, δηλαδή ως
σύμβολο του γάμου και της γαμήλιας ζωής. Αφού για τους Αρχαίους Έλληνες η
καλύτερη μοίρα μιας γυναίκας και η κοινωνική της καταξίωση ήταν να
φέρει νόμιμα παιδιά στον κόσμο, η Ήρα συχνά ονομαζόταν και «Τέλεια»
διότι με το να εκπληρώσει την αποστολή της είχε φτάσει στην τελειότητα.
Ήταν έθιμο για τα νεαρά ζευγάρια, προτού παντρευτούν, να θυσιάσουν
στην Τέλεια Ήρα και στον Τέλειο Δία. Αλλά η Ήρα επίσης αντιπροσώπευε και
όλα τα άλλα στάδια της ζωής των γυναικών – τα μικρά κορίτσια την
τιμούσαν ως Παρθένο, οι παντρεμένες γυναίκες ως Τέλεια και οι χήρες ως
Χήρα – υπήρχε ένας μύθος που έλεγε ότι ο Δίας και η Ήρα χώρισαν και ενώ η
διαμάχη τους κρατούσε, η Ήρα θεωρούνταν χήρα.
Τα νόμιμα παιδιά του Δία και της Ήρας ήταν ο Άρης, η Ήβη και η
Ειλειθυία. Μερικές συγγραφείς προσθέτουν και τον Ήφαιστο στον κατάλογο
ως παιδί τους, ενώ σύμφωνα με άλλους, ο Ήφαιστος γεννήθηκε από την Ήρα
χωρίς αρσενική παρέμβαση, ενώ την ίδια ώρα η Αθηνά γεννήθηκε από το
κεφάλι του Δία. Δεν είναι σύμπτωση παρόλα αυτά ότι και οι δυο θεότητες
ήταν γονείς της Ήβης, της θεάς που συμβόλιζε την παντοτινή νεότητα και
της Ειλειθυίας, της προστάτιδας και βοηθού των γυναικών στην γέννα και
έτσι εγγυήτρια της αναγέννησης της ζωής.
Η Ήρα είχε μεγαλύτερο κύρος από τις άλλες θεές του Ολύμπου. Καθήμενη
στο χρυσό της θρόνο ενέπνεε το σεβασμό των άλλων θεοτήτων που της
φερόντουσαν σαν βασίλισσα. Όπως και με την περίπτωση του Δία, ο Όλυμπος
έτρεμε όταν νευρίαζε η Ήρα. Οι καυγάδες μεταξύ του ζευγαριού πολύ συχνά
κατέληγαν σε υπερβολικά βίαιες συγκρούσεις. Ο θυμός της Ήρας ήταν ικανός
να δημιουργήσει χάος σε όλο το κόσμο, που σύμφωνα με μια ερμηνεία
δηλώνει μια πολεμική διάσταση στην προαίρεσή της. Αυτό μάλλον εξηγεί
γιατί λεγόταν πως ο θεός Άρης ήταν γιος της Ήρας και του Δία. Εκτός από
την επιθυμία της να εκδικηθεί τον σύζυγό της, η Ήρα χωρίς έλεος
καταδίωκε τις ερωμένες του και τα μη νόμιμα παιδιά του. Αλλά η Ήρα
περισσότερο προστάτευε αυτούς που της ήταν πιστοί και αυτούς που είχαν
αδικηθεί. Της άρεσε ιδιαίτερα η πόλη Άργος και κατά τον Τρωικό Πόλεμο
υποστήριζε με όλη της την καρδιά τους Έλληνες, θέτοντας σε κίνδυνο την
ζωή της.
Αθηνά
Η
Αθηνά, η οποία ξεκίνησε ως πάνοπλη Θεά του πολέμου και στη συνέχεια
εξελίχθηκε σε πολιούχο Θεά της Αθήνας και σύμβολο της σοφίας, σύμφωνα με
το μύθο, ξεπετάχτηκε μέσα από το κεφάλι του Δία κρατώντας δόρυ και
ασπίδα και φορώντας περικεφαλαία. Αγαπημένη της πόλη ήταν η Αθήνα, η
οποία πήρε και το όνομα της. Τα σύμβολα της ήταν το δόρυ, η κουκουβάγια
και η ελιά. Για τους Αρχαίους Έλληνες η Αθηνά, μια από τις πιο
σημαντικές Ολύμπιες θεότητες σύμφωνα με την παράδοση, υπήρξε κόρη του
Δία και της Μέτιδας. Κατά την διάρκεια της μάχης των Γιγάντων ο Δίας
κοιμήθηκε με την Μέτιδα, κόρη του Ωκεανού και της Τύφης, που έκρυβε μέσα
της όλη την σοφία του κόσμου. Το γεγονός ότι η Αθηνά γεννήθηκε από το
κεφάλι του Δία και ποτέ δεν είχε μητρική στοργή, σημαίνει ότι οι
δυνάμεις της ήταν περισσότερο αρσενικές παρά θηλυκές. Η Αθηνά ήταν η
μόνη που επιτρεπόταν να μπαίνει στην αίθουσα εξοπλισμού του Δία και να
χρησιμοποιήσει ακόμη και τον κεραυνό του.
Η μαχητική φύση της Αθηνάς εξαιτίας της οποίας λατρευόταν ως Άρια,
διαφοροποιούνταν από τον χαρακτήρα του Άρη, το θεό του πολέμου. Ο Άρης
αντιπροσώπευε αναρχικές διαμάχες, την βία του πολέμου, ενώ η Αθηνά
πιστευόταν ότι είχε διδάξει στην ανθρωπότητα τις τεχνικές και τους
κανόνες του πολέμου. Ως αποτέλεσμα, τα δυο αδέλφια συχνά περιγράφονταν
από αρχαίους συγγραφείς σε μια κατάσταση διαμάχης και αυτό ήταν
ιδιαίτερα αληθινό κατά την διάρκεια του Τρωικού πολέμου. Χάρη στην
βοήθεια της Αθηνάς στην ανθρωπότητα, η Αθηνά λατρευόταν από τους
Αρχαίους Έλληνες ως Σώτειρα. Ένα άλλο από τα επίθετα της Αθηνάς ήταν
Προμάχη, το οποίο προήλθε από την προστασία που πρόσφερε αυτή στις
μάχες. Πράγματι, η Αθηναίοι ήταν πεπεισμένοι ότι καθ’όλη την διάρκεια
των Περσικών Πολέμων του 5ο αιώνα π.Χ. ήταν αυτή που τους χάρισε την
νίκη. Για αυτό το λόγο την ονόμασαν Αθηνά Νίκη και έχτισαν έναν ναό στο
όνομά της πάνω στην Ακρόπολη. Έχτισαν επίσης ένα πελώριο άγαλμα της
Αθηνάς Προμάχου – φτιαγμένο από τον μεγάλο γλύπτη Φειδία – στον ιερό
βράχο. Η παράδοση μας λέει ότι τη «μύτη» του δόρατός της και το λοφίο
της περικεφαλαίας της μπορούσαν να τα δουν από ακτή του Σουνίου και έτσι
το άγαλμα κυριαρχούσε σε όλη την Αθήνα.
Το συχνά χρησιμοποιημένο όνομα Αθηνά Ιππία σχετίζεται επίσης με την
στρατιωτική δύναμη της θεάς. Σύμφωνα με το σχετικό μύθο, αυτή ήταν η
Αθηνά που δίδαξε στην ανθρωπότητα πώς να εξημερώσουν το άλογο και έδωσε
στον Βελλεροφόντη δυο χρυσά χαλινάρια ώστε να μπορεί να ιππεύσει το
φτερωτό άλογο Πήγασος. Εδώ υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ της Αθηνάς και του
Ποσειδώνα, εξίσου σημαντικού θεού του Ολύμπου, που λέγεται επίσης
Ίππιος.
Όταν η Αθηνά Ιππία ημέρεψε το άγριο άλογο, απέκτησε μια «φρέσκια»,
ανανεωμένη διάσταση στο μυαλό των Ελλήνων- έγινε η θεά της εξυπνάδας και
της νοητικής ικανότητας, αντιπροσωπεύοντας την αντίληψη της υπεροχής
του μυαλού πάνω στη φυσική δύναμη και την βία του πολέμου. Ήταν υπεύθυνη
για την ανάπτυξη όλων των τεχνών και τεχνικών που έκαναν την ζωή των
ανθρώπων πιο εύκολη. Για αυτό το λόγο, απέκτησε το επίθετο «Εργάνη» και
αρχιτέκτονες, γλύπτες και ζωγράφοι την τιμούσαν ιδιαιτέρα. Οι μουσικοί
της απέδωσαν την εφεύρεση της φλογέρας και πίστευαν ότι ήταν η πρώτη που
δίδαξε τον πολεμικό χορό με το όνομα «Πυρρίχιο» στους ανθρώπους μετά
την νίκη των θεών στην μάχη των Τιτάνων. Ήταν η Αθηνά επίσης που έφτιαξε
τα πρώτα όπλα και εργαλεία των ανθρώπων, τους δίδαξε την τέχνη των
πλοίων, την καλλιέργεια των χωραφιών με χρήση βοδιού, την τέχνη του
μπρούτζου και το να φτιάχνουν αντικείμενα από χρυσό. Η ανάμιξή της με
τις τέχνες της φωτιάς την έφερε κοντά στο θεό Ήφαιστο με τον οποίο
λατρευόταν στο Ηφαιστείο, στην αγορά της Αθήνας.
Η μεγαλύτερη εφεύρεσή της ήταν, παρόλ΄ αυτά, η τέχνη της
υφαντουργικής. Καθ’όλη την αρχαιότητα πιστευόταν ότι η θεά Αθηνά κατείχε
τις μεγαλύτερες ικανότητες σε αυτόν τον κλάδο και ήταν αυτή που
έφτιαχνε τα ρούχα των θεών.
Η ειρηνική πλευρά του χαρακτήρα της Αθηνάς συμβολίζονταν από την
ελιά, το δέντρο που έδωσε στους Αθηναίος και που τους έμαθε πώς να το
καλλιεργούν. Λεγόταν πως ο Ερεχθέας, ο θρυλικός πρώτος βασιλιάς της
Αθήνας ανατράφηκε από την Αθηνά που είναι και ο λόγος για τον οποίο
λατρευόταν με αυτήν στο Ερεχθείο, έναν από τους μεγαλύτερους και
σημαντικότερους ναός της Ακρόπολης. Ο ναός ήταν, πρώτον και κυριότερον,
αφιερωμένος στην Αθηνά – την πολιούχο της πόλης. Στον ναό υπήρχε το
διάσημο ξύλινο θρησκευτικό άγαλμα ονόματι Παλλάδιο που σύμφωνα με την
παράδοση έπεσε από τον ουρανό.
Η «θρησκεία» και λατρεία της Αθηνάς ήταν μεγάλης σημασίας στην Αθήνα.
Οι κάτοικοι αφιέρωσαν στην Αθηνά το πιο εντυπωσιακό μνημείο, τον
Παρθενώνα που ακόμη κυριαρχεί στην Αθήνα. Αυτός ο εντυπωσιακός ναός,
σχεδιασμένος από τους αρχιτέκτονες Ικτίνο και Καλλικράτη και
διακοσμημένος από το σπουδαίο γλύπτη Φειδία, ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά
Παρθένο. Το επίθετο αυτό το πήρε η Αθηνά επειδή όπως μας λέει ο Όμηρος
απέφευγε το γάμο και ήταν απρόσβλητη από τους πειρασμούς της ζωής και
της σάρκας. Ένας άλλος από τους τρόπους με τους οποίους οι Αθηναίοι
λάτρευαν την θεά ήταν με το να διοργανώνουν την πιο ωραία τελετή, τα
Παναθήναια προς τιμήν της. Την τελετή αυτή σύμφωνα με την παράδοση την
ξεκίνησε ο Εριχθόνιος και το 566 π.Χ ο Τύραννος Πεισίστρατος την ξανα
οργάνωσε και τη χώρισε σε δυο γιορτές, τα Μεγάλα και τα Μικρά
Παναθήναια. Τα Μεγάλα Παναθήναια διοργανώνονταν κάθε τέσσερα χρόνια το
μήνα των Εκατομβών. Οι Αθλητικοί αγώνες γίνονταν τις πρώτες μέρες της
τελετής και περιλάμβαναν ιππασία, αρματοδρομία, πάλη, πυγμαχία, το
παγκράτιο, άλμα εις μήκος, ακοντισμό και δισκοβολία, αγώνες δρόμου και
αγώνες με δαυλούς. Έπειτα εμφανίστηκαν αγώνες μουσικής και χορού
συμπεριλαμβάνοντας τον διάσημο και περίφημο πυρρίχιο τον οποίο η Αθηνά
πρώτα εκτέλεσε. Οι νικητές έπαιρναν βραβεία Παναθηναϊκούς Αμφορείς –
αυτά ήταν τεράστια και όμορφα διακοσμημένα σκεύη γεμάτα με μια ποσότητα
ελαιόλαδου που σήμαινε μεγάλο οικονομικό απόκτημα για κάποιον.
Η τελευταία ημέρα των Παναθηναίων ήταν και η πιο εντυπωσιακή αφού
όλος ο πληθυσμός της Αθήνας έπαιρνε μέρος σε αυτήν τη μεγαλειώδη
Παναθηναϊκή παρέλαση που έφτανε ως την Ακρόπολη για να φορέσει στο
θρησκευτικό άγαλμα της Αθηνάς ένα καινούργιο ρούχο, τον πέπλο. Η
παρέλαση άρχιζε από την περιοχή του Κεραμεικού, από το κτήριο που
ονομαζόταν «Πομπείο» στην αυλή του οποίου είχε στηθεί ένα μεταφερόμενο
πλοίο. Κάθε φορά που γινόταν Παναθήναια, το καινούργιο πέπλο για το
άγαλμα – στολισμένο με σκηνές από την μάχη των Γιγάντων – κρεμιόταν από
το κατάρτι του πλοίου. Μετέπειτα το πέπλο συνοδευμένο από όλους τους
Αθηναίους μεταφερόταν μέσα στην Αγορά κατά μήκος της Παναθηναϊκής οδού
και στην συνέχεια στην Ακρόπολη. Στο τέλος, παρουσία όλων των
αξιωματούχων και διακεκριμένων πολιτών της Αθήνας, ο λαός των Αθηνών θα
μεταφέρει το πέπλο για να καλύψει το άγαλμα της Αθηνάς στο Ερεχθείο. Η
τελετή ολοκληρωνόταν με την θυσία διαφόρων ζώων, ενώ οι Αθηναίοι
γιόρταζαν με διάφορα συμπόσια, δείχνοντας έτσι την αγάπη τους προς την
Θεά. Η Παναθηναϊκή παρέλαση ήταν ένα τόσο σημαντικό γεγονός στην ζωή των
ανθρώπων της Αθήνας που ο γλύπτης Φειδίας αποφάσισε να το απεικονίσει
με ασυναγώνιστη ικανότητα. Ήταν επίσης ο Φειδίας που κατασκεύασε το
μεγαλειώδες, φτιαγμένο από χρυσό και ελεφαντοστό άγαλμα της Αθηνάς που
στόλιζε τον ναό και που ήταν από τα σπουδαιότερα δημιουργήματα της
Αρχαίας Εποχής.
Ποσειδώνας
Ο
Ποσειδώνας ήταν ο θεός της θάλασσας, των ποσίμων υδάτων και πηγών,
κυρίαρχος των θαλασσών και των γεωλογικών φαινομένων. Ήταν, όπως ο Δίας,
γιος του Κρόνου και της Ρέας. Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου, όταν
γεννήθηκε, η Ρέα τον έκρυψε σε ένα στάβλο και έδωσε στον Κρόνο να φάει
ένα μουλάρι αντί για το βρέφος. Όταν μεγάλωσε ο Ποσειδώνας βοήθησε τον
Δία στην μάχη των Τιτάνων και πήρε την διάσημη Τρίαινα ως δώρο από τους
Κύκλωπες. Αφού εξαφανιστήκαν όλα τα εμπόδια, ο Δίας, ο Ποσειδώνας και ο
Άδης – οι γιοι του Κρόνου – μοιράστηκαν την δύναμη στον κόσμο. Ο Δίας
πήρε τον Ουρανό, ο Ποσειδώνας την Θάλασσα και ο Άδης τον Κάτω Κόσμο ενώ
και οι τρεις είχαν κομμάτια της γης. Ο Ποσειδώνας έγινε για τους Έλληνες
ο θεός της θάλασσας που ήταν ικανός να ηρεμήσει τα κύματά της ή να
δημιουργήσει φοβερές θύελλες και έτσι να πάρει την ζωή από αυτούς που
ήταν ασεβείς προς αυτόν. Οι καλλιτέχνες συχνά τον απεικόνιζαν να
ταξιδεύει μέσα στα κύματα ανεβασμένος σε ένα χρυσό άρμα, περικυκλωμένος
από δελφίνια και άλλα πλάσματα του βυθού. Το ίδιο συχνά απεικονιζόταν με
τον πιο επιθετικό χαρακτήρα του χτυπώντας την θάλασσα με την Τρίαινά
του και μη δείχνοντας έλεος σε κανένα πλάσμα της.
Η δύναμη του Ποσειδώνια να ελέγχει ο,τιδήποτε είχε σχέση με τον
θαλάσσιο κόσμο ήταν η αιτία να τον χαρακτηρίζουν ως Θαλάσσιο, Πελάγιο,
Πόντιο, Ποντοκράτωρ, Ίσθμιο και Πορθμείο. Τα πιο σημαντικά του
προσκυνητάρια ήταν παραθαλάσσια όπως αυτό στον Ισθμό της Κορίνθου.
Στα πρώτα στάδια της Ελληνικής Θρησκείας οι δυνάμεις του Ποσειδώνα
ήταν περισσότερες από ότι είχε αργότερα. Ήταν υπεύθυνος για
δραστηριότητες μεταξύ της γης και των δυνάμεων της θάλασσας. Οι Έλληνες
απέδιδαν τους καταστροφικούς σεισμούς στον Ποσειδώνια που ήταν και ο
λόγος για τον οποίο ονομαζόταν Σεισίχθιος. Πολλά σημερινά νησιά
πιστεύεται ότι είχαν δημιουργηθεί από τον Ποσειδώνια όπως η Νίσυρος, η
Κως, η Ρόδος, η Κύπρος, η Σαρδηνία και το μυθολογικό νησί Ατλανίδα.
Σύμφωνα με μια Θεσσαλική παράδοση, ήταν ο Ποσειδώνας που πρώτα έφερε τα
άλογα στον κόσμο. Η σχέση του με τα άλογα ήταν γνωστή στον Ελληνικό
κόσμο κι αυτός είναι και ο λόγος που τον λένε και Ίππειο. Πολλοί
κάτοικοι νησιών έδειχναν την λατρεία τους προς τον Ποσειδώνα κάνοντας
πολλές θρησκευτικές τελετές και στην Τρωική εκστρατεία, πριν κάποιος
ναύτης ξεκινήσει ένα ταξίδι προσευχόταν και θυσίαζε στον Ποσειδώνια.
Απόλλωνας
Ο
Απόλλωνας, γιος του Δίας και της Λητώς ήταν ο Θεός της μουσικής και της
Αρμονίας. Γεννημένος στο ιερό νησί της Δήλου, ανέβηκε από την πρώτη
κιόλας μέρα στον Όλυμπο. Ήταν ο Θεός που περισσότερο από τους άλλους
αντιπροσώπευε τις αξίες του Ελληνικού Πολιτισμού.
Αμέσως μετά την γέννησή του ο Απόλλωνας «ανέβηκε» στον Όλυμπο όπου
τον χαιρέτησαν οι θεοί και του προσέφεραν νέκταρ και αμβροσία που θα τον
έκαναν αθάνατο. Η πρώτη του ανησυχία ήταν να βρει έναν μάντη έτσι ώστε
να μπορεί να μεταφέρει στους ανθρώπους τις αποφάσεις και τις επιθυμίες
του Δία. Έτσι, όταν έφυγε από τον Όλυμπο ταξίδεψε σε πολλά μέρη της
Ελλάδος ώσπου να φτάσει στους Δελφούς. Φτάνοντας εκεί ο θεός Απόλλωνας
πάλεψε και νίκησε το φοβερό δράκοντα Πύθωνα για να ελευθερώσει την
μεγάλη μάντισσα Πυθία. Στους Δελφούς, ο Απόλλωνας έστησε τα όρια του
προσκυνηταριού του, που σύντομα θα εξελσσόταν σε ένα από τα πιο ιερά
μέρη των Ελλήνων. Το Πανελλαδικό θρησκευτικό «φεστιβάλ» που γινόταν
στους Δελφούς προς τιμή του Απόλλωνα λεγόταν «Πύθια». Ολοκληρώνοντας το
έργο του στους Δελφούς ο Απόλλωνας ταξίδεψε έως την Θεσσαλία με σκοπό να
«αγιοποιηθεί». Εις μνήμη του γεγονότος, μια γιορτή ονόματι «Σεπτέρια»
γινόταν στους Δελφούς κάθε οκτώ χρόνια.
Αφού ο Απόλλωνας πήρε τον έλεγχο των Δελφών έψαξε για ανθρώπους
καταλλήλους να διοικήσουν το «Προσκυνητάριό» του. Από ένα ψηλό σημείο
στον Παρνασσό, ο Απόλλωνας παρακολουθούσε ένα πλοίο που έφερνε Κρητικούς
εμπόρους , οι οποίοι είχαν στην κατοχή προϊόντα από το νησί τους.
Αποφάσισε λοιπόν ο Απόλλωνας ότι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι θα ήταν οι
ιεροί μάντεις του.
Από όλους τους Ολύμπιους θεούς, ο Απόλλωνας ήταν ο πιο γνωστός σε
σχέση με μαντείες. Δίδαξε στην ανθρωπότητα την τέχνη της προφητείας και
αυτό φαίνεται σε διάφορους μύθους όπου ο Απόλλωνας είναι πατέρας των πιο
σημαντικών μάντεων και μαντειών. Οι προφητικές του δυνάμεις σχετίζονται
με την αυθεντική εικόνα που οι Έλληνες είχαν γι αυτόν – ο Απόλλωνας
ήταν ο Θεός του φωτός και του ηλίου, η θεότητα που δημιουργούσε ηλιακή
ενέργεια νικώντας έτσι το σκοτάδι. Ήταν ικανός στο φως της ημέρας να
αποκαλύψει στους ανθρώπους το μέλλον τους και να ξεκαθαρίσει σε αυτούς
ασαφή γεγονότα. Πολλές αρχαίες παραδόσεις σχετίζονται με το πρώτο φως
της ημέρας που οι Έλληνες αποκαλούσαν «λυκόφως» και ο Απόλλωνας
λατρευόταν γι αυτό ως λύκειος. Στα μαντεία του, έδινε στους θνητούς
συμβουλές που χρειαζόντουσαν είτε για την προσωπική τους ζωή είτε για
κάποιο πολιτικό θέμα. Οι Ελληνικές πόλεις απέφευγαν να πάρουν αποφάσεις
εάν δεν συμβουλεύονταν το μαντείο των Δελφών. Στην τέχνη, ο Απόλλωνας
συχνά απεικονίζεται με το τόξο και τα βέλη του, όπλα που είχε πάντα στην
κατοχή του. Συχνά με τα βέλη του ο Απόλλωνας είτε προστάτευε τους ήρωες
που αγαπούσε είτε τιμωρούσε αυτούς που του ήταν ασεβείς. Ως αποτέλεσμα,
το αρχαίο Ελληνικό μυαλό απέδιδε ξαφνικούς θανάτους στα «βέλη του
Απόλλωνα» και έτσι απέκτησε το επίθετο Μοιραγέτης, ηγέτης των Μοιρών και
πολλοί τον θεωρούσαν ως την θεότητα που άλλαζε την ανθρώπινη μοίρα.
Παρόλα αυτά ακόμη και όταν ο Θεός του φωτός προκαλούσε ανθρώπινο
θάνατο σιγουρευόταν ότι το θύμα θα πέθαινε ακαριαία και δεν θα υπέφερε
από πόνους. Ο Απόλλωνας ήταν επίσης ικανός να γιατρέψει όλες τις
ανθρώπινες αρρώστιες. Εκτός από αυτό, ο Απόλλωνας ήταν για τους Έλληνες
ένας αιώνιος έφηβος, ο αντιπρόσωπος της αιωνίας νεότητας και για αυτό το
λόγο οι καλλιτέχνες είχαν την τάση να τον απεικονίζουν με νεαρό,
γεροδεμένο σώμα και με μακριές ξανθές μπούκλες που έλαμπαν στο φως του
ηλίου. Για αυτό το λόγο ο Απόλλωνας έγινε ο θεός των εφήβων και
παρακολούθούσε τελετές στις οποίες οι έφηβοι γινόταν άνδρες. Στις
Δωρικές πόλεις, η γιορτή ονόματι Καρνεία γινόταν προς τιμήν του –
αποτελούνταν από ειδικές τελετές στις οποίες οι νεαροί άνδρες
εισέρχονταν στο «σώμα» και στην κατάσταση των ολοκληρωμένων πολιτών.
Άρτεμις
Η
Άρτεμις, δίδυμη αδελφή του Απόλλωνα, ήταν η αειπάρθενος θεά της αγρίας
φύσης και του κυνηγιού, προστάτιδα των λεχώνων γυναικών και της
υπαίθρου. Έτσι οι περιοχές όπου λατρευόταν ήταν πάντα εύφορες ενώ στα
μέρη που δεν την τιμούσαν, αντιμετώπιζαν την οργή της.
Στο προσκυνητάριό της στο Βύρωνα της Αττικής, οι γυναίκες που
επιτυχώς είχαν γεννήσει, έκαναν θυσίες στην Θεά Άρτεμη και τα ρούχα των
γυναικών που πέθαιναν στην γέννα ήταν επίσης αφιερωμένα σε αυτήν.
Η Άρτεμις συχνά λατρευόταν ως Κουροτρόφος επειδή πιστευόταν ότι
παρακολουθούσε και φρόντιζε τα μικρά παιδιά που μεγάλωναν. Αυτή η άποψη
ήταν ιδιαίτερα «δυνατή» στην Έφεσο όπου ο σημαντικός ναός της ήταν ένα
από τα Επτά Θαύματα του Κόσμου.
Η βοήθεια της Αρτέμιδος συνέχισε να είναι σημαντική ακόμη και όταν τα
παιδιά μεγάλωναν ως την εφηβεία. Κατά την περίοδο της δύσκολης
μετάβασης από την εφηβεία στην ενηλικίωση, οι Αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν
να ζητούν την υποστήριξη της Αρτεμις και διοργάνωναν ειδικές τελετές
αφιερωμένες σε αυτήν. Στο ναό της Αρτεμις στο Βύρωνα, τα νεαρά κορίτσια
διδάσκονταν ό,τι χρειαζόταν όσο αφορά στην Μητρότητα. Σε ένα άλλο
σημαντικό προσκυνητάριο, στην Σπάρτη, οι νέοι μαστιγώνονταν μπροστά στην
είσοδο του ναού σε μια τελετή που έχει από πολλούς ερμηνευτεί ως σκληρή
εκπαίδευση πριν την είσοδο τους στο στρατό των ενηλίκων.
Ως θεά του κυνηγιού η Αρτεμις σχετιζόταν με τα ζώα της φύσης και λατρευόταν ως βασίλισσα της φύσης και των ζώων.
Δήμητρα
Η
Δήμητρα, θεά της βλάστησης και της γεωργίας, προστάτευε ιδιαίτερα τις
καλλιέργειες δημητριακών και τους αγρότες. Η Θεά της γης λατρευόταν,
όπως καθένας θα περίμενε, από τις πρώτες φυλές των αγροτών που
κατοίκησαν στην Ελλάδα και τα παλαιότερα προσκυνητάρια της βρίσκονταν σε
απομονωμένες αγροτικές περιοχές. Στα όρη της Αρκαδίας, η Δήμητρα
λεγόταν Δύω και το μπρούτζινο άγαλμά της, φτιαγμένο από τον γλύπτη
Ώνατα, την έδειχνε με γυναικείο σώμα και κεφάλι αλόγου. Η μεγαλύτερη
γιορτή προς τιμήν της Δήμητρας ήταν τα Θεσμοφόρια που γινόταν στην
Ελλάδα το φθινόπωρο όταν σπερνόταν το χειμερινό σιτάρι. Καθ’όλη τη
διάρκεια των θεσμοφορίων, οι γυναίκες έκαναν μυστικές τελετές για να
εγγυηθούν μια καλή σοδιά. Στις αρχές του καλοκαιριού, κατά την περίοδο
της γιορτής ονόματι Συροφόρεια, οι γυναίκες έθαβαν μερικούς χοίρους σε
λάκκους σκαμμένους στη γη.
Πριν αναπαυτεί, η Δήμητρα δίδαξε στους βασιλιάδες πώς να την
λατρεύουν. Οι τελετές που θα γίνονταν προς τιμήν της Δήμητρας, τα
μυστήρια, αρχικά ήταν ανοιχτά σε όλους. Αυτή ήταν η αρχή των Ελευσίνιων
Μυστηρίων που επαινέθηκαν από τους αρχαίους συγγραφείς ως αντιπροσώπευση
μιας μοναδικής στιγμής ευτυχίας. Τα Μεγάλα μυστήρια γινόταν στα τέλη
του Σεπτεμβρίου. Έξι μήνες πριν τα Μεγάλα Μυστήρια, τα Μικρά Μυστήρια
γινόταν στις όχθες του ποταμού Ιλισσού στην Αθήνα ως προκαταρτικό στάδιο
των Μεγάλων Μυστηρίων.
Ερμής
Ο
φτεροπόδαρος Ερμής ήταν ο αγγελιοφόρος που έφερνε μηνύματα σε θεούς και
ανθρώπους, ιδιότητα που τον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή ανάμεσά τους.
Προστάτης των εμπόρων, των οδοιπόρων και των παλαιστών, εξελίχθηκε σε
θεό του πνεύματος. Ο Ερμής ,ο αγαπητός Αγγελιοφόρος των θεών,
απεικονίζονταν από τους καλλιτέχνες κρατώντας το ραβδί του, με φτερωτά
σανδάλια και ένα καπέλο στο κεφάλι. Για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ο
άρχοντας των ανέμων και όλων των άλλων φαινομένων που σχετίζονταν με τον
αέρα.
Ως Θεός των ανέμων, ο Ερμής ταυτιζόταν με τα ταξίδια, γινόμενος έτσι ο
προστάτης των ταξιδευτών και ήταν επίσης υπεύθυνος για την προστασία
των σπιτιών. Οι πλάκες στα σταυροδρόμια των οδών λεγόντουσαν «ερμίδες»
και αποτελούνταν από ορθογώνιες στήλες με προτομές θεών. Ως αγγελιοφόρος
των θεών και μεταφραστής των λέξεων, ο Ερμής παρουσιαζόταν ως κομψός
και πειστικός και γι’αυτό λεγόταν Ερμής Λόγιος, προστάτης των ρητόρων,
των συγγραφέων και των φιλοσόφων. Δεν είναι σύμπτωση ότι η ελληνική λέξη
«ερμηνεύω» παίρνει το όνομά της από τον θεό Ερμή. Επίσης ο Ερμής ήταν
ικανός να βγει έξω από τα όρια της γης, στον κάτω κόσμο. Ήταν ο Ερμής
Ψυχοπομπός και Ψυχαγωγός. Την τελευταία μέρα των Ανθεστηρίων οι Αθηναίοι
τιμούσαν τους νεκρούς θυσιάζοντας στον Έρμή.
Αφροδίτη
Η
Αφροδίτη, η οποία αναδύθηκε από την θάλασσα, ήταν η Θεοποίηση της
γυναικείας ομορφιάς, θεά του έρωτα και της αγάπης. Θεοί και θνητοί, ήταν
όλοι μπλεγμένοι στα ερωτικά της δίχτυα. Χαρακτηριστικότερη των
περιπτώσεων, είναι ο έρωτάς της με τον Άρη και η επ’αυτοφώρω σύλληψή
τους από το σύζυγό της Ήφαιστο με άθραυστες αλυσίδες.
Στα Κύθηρα η Αφροδίτη ήταν πολύ διάσημη και εκεί η θεά λατρευόταν ως
Κυθαιρία. Στην Κύπρο πήρε τον όνομα Κύπρια και έγινε προστάτρια του
νησιού. Η «αίρεσή» της και η συνοδευτική της λατρεία ήταν ιδιαιτέρα
σημαντική στην πόλη Πάφο της Κύπρου όπου οι κάτοικοι λάτρευαν την
Αφροδίτη περισσότερο από όλους τους άλλους Ολύμπιους θεούς. Τα σύμβολα
της Αφροδίτης ήταν το περιστέρι, ο κύκνος, ο λαγός, ο κριός και άλλα
πολλά. Σε μερικά προσκυνητάρια, ιδιαίτερα σε αυτά κοντά στην θάλασσα, η
Αφροδίτη λατρευόταν ως Πελάγια, Πόντια και Λιμένια, προσωνύμια τα οποία
αναφερόντουσαν στη δύναμη της συγκεκριμένης θεάς να ηρεμήσει την θάλασσα
και να σιγουρέψει ότι τα πλοία ταξίδευαν με ασφάλεια. Από τα συνολικά
στοιχεία της λατρείας της φαίνεται ότι οι δραστηριότητες της Αφροδίτης
δεν ήταν περιορισμένες μόνο σε αγάπη και σαρκικά πάθη αλλά επεκτείνονταν
και σε άλλους τομείς που σχετιζόταν με την αναπαραγωγή. Με την Ήρα ήταν
οι προστάτριες του γάμου – συμπεριλαμβανομένου ότι η αγάπη ήταν
στοιχειώδες στοιχείο για την αρμονία μεταξύ των συζύγων.
Άρης
Ο
αιμοδιψής Άρης ήταν πολεμικός θεός, ο οποίος εκπροσωπούσε τη μανία και
το παράλογο του πολέμου. Όπως ήταν φυσικό, καμιά πόλη δεν τον έκανε
πολιούχο της ενώ δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός και στον κύκλο των
υπολοίπων θεών. Για τους αρχαίους Έλληνες ο Άρης ήταν η κυρίαρχη φιγούρα
πίσω από την βία, τις μάχες και τις άλλες διαμάχες μεταξύ των ανδρών. Η
«αίρεση» και η συνακόλουθη λατρεία του θεού μάλλον άρχισε στην Θράκη
όπου σύμφωνα με τον Όμηρο ζούσε ο Άρης. Από εκεί η λατρεία του
εξαπλώθηκε στην Βοιωτία και μετά σε ολόκληρη την Ελλάδα ολοκληρωτικά,
οδηγώντας στην καθιέρωση του Άρη ως ενός από τους δώδεκα θεούς του
Ολύμπου. Οι ιδιότητες του Άρη συνδέονται με τις ρίζες του αφού, για τους
αρχαίους Έλληνες, η Θράκη ήταν ένα μέρος σκληρών ανθρώπων και εθίμων.
Στην ανθρώπινη φαντασίωση αυτός ο πελώριος μαχητής, οπλισμένος από
την κορυφή ως τα νύχια, σκορπούσε τον θάνατο όπου πήγαινε, είτε
σκοτώνοντας με φλόγες είτε πολεμώντας από το άρμα. Σε αντίθεση με την
Αθηνά που επινοούσε μεθοδικούς τρόπους για να κηρύττει και να διεξάγει
πόλεμο, ο Άρης αγαπούσε τις αιματοχυσίες και τις χαοτικές μάχες. Στον
Τρωικό πόλεμο, ο Άρης τραυματίστηκε σοβαρά από την Αθηνά καθώς βοηθούσε
τους Τρώες, αποδεικνύοντας έτσι ότι η τεχνική ήταν ικανή να υπερνικήσει
την ωμή βία.
Ήφαιστος
Ο
Ήφαιστος, ο δύσμορφος θεός, που όμως ήταν πανέξυπνος και
εφευρετικότατος άρχοντας των κατασκευών και της μεταλλουργίας, επιδέξιος
και δυνατός τεχνίτης, για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ο θεός που
προστάτευε την φωτιά σε όλες της τις μορφές. Πιστεύεται ότι όταν ο
Ήφαιστος έπεσε από τον Όλυμπο, προσγειώθηκε στη Λήμνο, ένα ηφαιστειακό
νησί. Κατ’ επέκταση ο θεός σχετίστηκε με τα Ηφαίστεια και την πόλη
Ηφαιστεία και τους έδωσε το όνομά του.
Ο Όμηρος αποκαλεί τον Ήφαιστο «Χαλκέα» επειδή από όλους τους θεούς
ήταν ο πιο ικανός σε αυτήν την τέχνη της μεταλλουργικής. Η μεταλλουργική
ήταν ο αποκλειστικός τομέας του διότι αυτή δεν γινόταν να αναπτυχθεί
χωρίς τη βοήθεια της φωτιάς. Στη φαντασία των Ελλήνων ο Ήφαιστος,
ντυμένος με μανδύα, φορώντας καπέλο και κρατώντας σφυρί, περνούσε όλη
την ώρα του παράγοντας έργα ασύγκριτης ικανότητας και μεταλλουργικής
τέχνης και τεχνικής.
Το εργαστήριο του Ήφαιστο πιστεύονταν ότι ήταν στην Λήμνο. Προς τιμή
του συγκεκριμένο θεού, οι νησιώτες ονόμασαν την μεγαλύτερή τους πόλη,
Ηφαιστεία και έχτισαν έναν ναό στο όνομά του κοντά στον ηφαιστειακό λόφο
«Μόσχιλο» οπού γιόρταζαν ένα ασυνήθιστο θρησκευτικό έθιμο: Μια φορά το
χρόνο έσβηναν τις φωτιές από τα σπίτια τους για εννέα μέρες και τις
ξανάναβαν από μια φλόγα που είχε έρθει από την Δήλο. Χάρη στις μοναδικές
του ικανότητες, ο Ήφαιστος σχετίστηκε με την Αθηνά, θεά της σοφίας και
της ευφυΐας. Στην Αττική πιστευόταν ότι και οι δυο αυτές θεότητες
διδάξαν τους τεχνίτες πώς να κάνουν πράγματα ομορφιάς και αυτός είναι ο
λόγος για τον οποίο λατρεύονταν μαζί σε ένα ναό στην Αγορά των Αθηνών,
το θαυμάσιο «Ηφαιστείο» .
Εστία
Η
Εστία ήταν η μεγαλύτερη κόρη και το πρώτο παιδί του Κρόνου και της
Ρέας, γι’αυτό και τέθηκε επικεφαλής όλων των μεγάλων θεοτήτων.
Προστάτιδα της οικογενειακής ευτυχίας, είχε ως ιερό της το κέντρο του
σπιτιού και δεν της προσφερόταν μόνο η πρώτη, αλλά και η τελευταία θυσία
σε κάθε γιορταστική σύναξη του αρχαίου ανθρώπου. Στο μυαλό των Ελλήνων,
η Εστία ήταν η προσωποποίηση της ασφάλειας του σπιτιού και της
οικογενειακής γαλήνης. Όπως φαίνεται άλλωστε από το όνομά της,
προστάτευε την εστία – την φωτιά που έκαιγε στην «καρδιά κάθε σπιτιού η
οποία ήταν ένα είδος ιερού προσκυνηταριού από τις προϊστορικές εποχές.
Σε αυτό το προσκυνητάριο τα μέλη κάθε ελληνικής οικογένειας θυσίαζαν ζώα
και η φωτιά δεν επιτρεπόταν ποτέ να σβήσει ώστε η θεά να είναι πάντα
παρούσα. Με δεδομένο ότι η πόλη ήταν ανάλογη μιας οικογένειας σε
μεγαλύτερο βαθμό, η Εστία είχε επίσης ναό σε κάθε Ελληνική πόλη. Στο
Πρυτανείο που ήταν το κέντρο της δημόσιας ζωής θα υπήρχε πάντα ένα
προσκυνητάριο αφιερωμένο στην Εστία, όπου η κοινή φλόγα των κατοίκων
έκαιγε ακατάπαυστα. Το προσκυνητάριο θεωρούνταν ως καταφύγιο και ιερό
μέρος όπου γίνονταν θυσίες για τους θεούς, απαραβίαστοι όρκοι δίνονταν
και λαμβάνονταν για φιλοξενία οι ξένοι επισκέπτες. Φωτιά από το
προσκυνητάριο της εστίας δινόταν στους πολεμιστές που πήγαιναν σε
εκστρατείες και σε αποίκους που θα ταξίδευαν για έναν καινούργιο
προορισμό. Επιπλέον, η Εστία λατρευόταν και στο μεγάλο ναό των Δελφών
που ήταν για τους Έλληνες το κέντρο της χώρας τους και όλου του κόσμου.
Άλλοι Θεοί:
Διόνυσος
Παρόλο που ο Διόνυσος δεν ήταν ένας από τους θεούς του Ολύμπου, ήταν
μια από τις πιο σημαντικές θεότητες των Αρχαίων Ελλήνων. Ο Διόνυσος
ανήκε στην σφαίρα των θεών και λατρεύονταν μαζί με τους αθάνατους. Ήταν
φυσικό που ειδικές τιμές είχαν «κρατηθεί» για τον θεό της φύσης, αφού η
ζωή και οι περιπέτειές του ήταν η έμπνευση για την δημιουργία του
διθυράμβου, της σάτιρας, της κωμωδίας και της τραγωδίας – με λίγα λόγια
του θεάτρου. Στο μυαλό των Αρχαίων Ελλήνων ο Διόνυσος ήταν ο προστάτης
του γλεντιού, του κρασιού και γενικότερα της γονιμότητας και της
βλάστησης. Μέσω της μέθης και του εκστατικού χορού πρόσφερε στην
ανθρωπότητα το αίσθημα της απεριόριστης ελευθερίας που απελευθέρωνε τους
ανθρώπους από τις καθημερινές τους ανησυχίες. Για αυτό το λόγο
ονομάστηκε Λύσιος και Καθάρειος. Η «αίρεση» και η λατρεία του Διόνυσου
ξεκίνησε σε αγροτικές περιοχές και μετέπειτα απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα.
Η ευρεία φύση της λατρείας του φαίνεται στο ότι ο θεός είχε ένα δικό
του προσκυνητάριο-βωμό μέσα στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς.
Τα Μεγάλα Διονύσεια ήταν η πιο εξαίρετη γιορτή αφιερωμένη στο
Διόνυσο. Γινόταν το μήνα του Ελαφηβολιου-Ελαφηβολιών [Μάρτιος –
Απρίλιος] και τιμούσε την εισαγωγή της λατρείας του Διονύσου στην Αθήνα.
Δυο μέρες πριν αρχίσει η γιορτή, γινόταν ο προάγων κατά την διάρκεια
του οποίου οι ποιητές ανακοίνωναν δημοσίως τα θεατρικά έργα που θα
παρουσίαζαν. Η επόμενη μέρα ήταν αφιερωμένη στις περιπέτειες του
Διονύσου: ήταν μια αναπαράσταση του ταξιδιού του Διονύσου στην Αθήνα.
Μια άλλη από τις γιορτές του Διονυσίου ήταν τα Κατώτερα Διονύσια όπου οι
πιο αρχαίες παραδόσεις που σχετίζονταν με τη λατρεία του Διονύσου
διατηρούνταν. Τα κατώτερα Διονύσια γίνονταν κατά τον μήνα του Ποσειδώνα
[Δεκέμβριος – Ιανουάριος] και τότε πραγματοποιούνταν θυσίες στους θεούς,
συμπόσια, διαγωνισμοί, χοροί και ανταλλαγές προϊόντων.
Άδης – Χάρων
O Άδης ήταν ο γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και
του Ποσειδώνα. Ήταν ο θεός του κάτω κόσμου και κρατούσε εκεί τις ψυχές
των ανθρώπων. Στους Ελληνικούς μύθους, ο Άδης σχετίζεται περισσότερο με
την έννοια του θανάτου παρά με τα εγκόσμια. Αμέσως μετά τον θάνατο, οι
ψυχές πήγαιναν σε αυτό το σκοτεινό βασίλειο όπου έμειναν για πάντα. Το
έργο του να μεταφέρει τους νεκρούς στον Άδη αναλάμβανε παραδοσιακά ο
Χάρων. Για να μεταφέρει τους νεκρούς από τον ποταμό, ο Χάρων τους χρέωνε
έναν οβολό, ένα κέρμα το οποίο τοποθετούσαν οι συγγενείς του νεκρού στο
στόμα του. Ο Πολύγνωτος, ο μεγάλος ζωγράφος του 5ο αιώνα π.Χ.
απεικόνισε σε ένα από τα έργα του ονόματι νέκυια [κατάβαση στον Κάτω
Κόσμο] τον Χάροντα, ως ηλικιωμένο, να μεταφέρει έναν άνδρα και μια
γυναίκα απέναντι από έναν ποταμό. Παρόλο αυτά, φαίνεται ότι η
προσωπικότητα του Χάροντα διαμορφώθηκε από ένα μεταγενέστερο μύθο, αφού
σε παλαιότερες εποχές, τις ψυχές τις μετέφερε ο Ερμής [Ψυχοπομπός].
Άλλες Θεότητες στην θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων ήταν : ο Πάνας (
κυρίως Αρκάδιος θεός ), οι Νύμφες ( νεαρές γυναίκες των πηγών και των
δασών), ο Έρως, οι Χάρες , η Ήβη, οι Μούσες , οι Μοίρες, η Θέμις ( κόρη
του Ουρανού και της Γης ), οι Ώρες, η Νέμεσις. Θαλάσσιες Θεότητες ήταν :
οι Νεράιδες, ο Πρωτέας, ο Τρίτων, οι Σειρήνες, η Χάρυβδη και η Σκύλλα.
Θρησκευτικά Έθιμα
Η πίστη των Αρχαίων Ελλήνων στους θεούς ήταν συνδεδεμένη με τα
θρησκευτικά τους έργα και τις τελετουργίες τους. Τα θρησκευτικά τους
πιστεύω και οι μυθολογικές τους παραδόσεις που μιλούσαν για τα
κατορθώματα των θεών δεν θα σήμαιναν τίποτα χωρίς τα θρησκευτικά έθιμα
που εκτελούσε κάθε πόλη-κράτος και γενικότερα όλοι οι Έλληνες σαν Έθνος.
Σε αυτές τις θρησκευτικές τελετές, οι πολίτες τιμούσαν τους θεούς που
τους προστάτευαν, ενώ την ίδια στιγμή επιβεβαίωναν την εθνική τους
ταυτότητα και το αίσθημα ότι ανήκαν σε μια πόλη- κράτος ως σημαντικοί
παράγοντες.
Τα κέντρα λατρείας στην Αρχαία Ελλάδα ήταν οι ναοί που βρίσκονταν
στην Ακρόπολη και την Αγορά των πόλεων. Ο ναός περιλάμβανε θρησκευτικά
αγάλματα, προσκυνητάρια όπου γίνονταν τελετές, θυσιαστήρια και στοές
στεγασμένες με κιονοστοιχίες για να προστατεύουν τους προσκυνητές από
αντίξοες καιρικές συνθήκες. Κάθε σημαντικό γεγονός στην ζωή της πόλης
και γιορτές κάθε είδους θα συμπεριελάμβαναν μια ή περισσότερες θυσίες
για τις οποίες έπρεπε πρώτα να εκτελεστεί μια συγκεκριμένη τελετή.
Οι Πανελλαδικοί Αγώνες
Θρησκευτικές τελετές προς τιμή των θεών γενικότερα πραγματοποιούνταν
κατά την διάρκεια θρησκευτικών εορτών. Οι γιορτές της αρχαιότητας
γινόταν για να θυμηθούν οι πολίτες σημαντικούς μύθους και περιελάμβαναν
τελετές, θυσίες και αγώνες σε όλους τους τομείς της τέχνης. Κάθε πόλη
οργάνωνε πολλές γιορτές καθαρά τοπικής φύσεως αλλά υπήρχαν τέσσερεις
αξιοσημείωτοι αγώνες κατά την διάρκεια των οποίων όλοι οι Έλληνες
ενωνόταν για να τιμήσουν τους μεγαλύτερους θεούς. Αυτοί οι αγώνες, πιο
γνωστοί ως Πανελλαδικοί, ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, Τα Πύθια, Τα Ίσθμια
και Τα Νέμεα.
Ολυμπιακοί Αγώνες
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν αφιερωμένοι στον Δία και γινόταν κάθε
τέσσερα χρόνια στο ναό του στην Ολυμπία. Ο Ίφιτος πιστεύεται ότι
αναδιοργάνωσε τους αγώνες και εισήγαγε την εκεχειρία – δηλαδή
απαγορευόταν να γίνονται πόλεμοι ανάμεσα σε Ελληνικές πόλεις για όσο
διαρκούσαν οι αγώνες. Επίσημη καταγραφή των νικητών των Ολυμπιακών
Αγώνων άρχισε το 776 π.Χ. και εκείνη την περίοδο οι αγώνες έγιναν
γνωστοί σε όλη την Πελοπόννησο. Σταδιακά οι αγώνες προσέλκυσαν το
ενδιαφέρον όλων των Ελλήνων. Όλοι οι Έλληνες πολίτες μπορούσαν να
παρακολουθήσουν και να συμμετάσχουν με την αυστηρή εξαίρεση των
γυναικών. Στην αρχή, η εκδήλωση διαρκούσε μόλις μια ημέρα αλλά αργότερα η
διάρκεια των αγώνων έγινε πέντε ημέρες.
Η ευθύνη για την διοργάνωση των αγώνων ήταν στα χέρια των ειδικών
παραγόντων ονόματι «Ελλανοδικών» που επιτηρούσαν την προπόνηση των
αθλητών και διασφάλιζαν ότι οι κανόνες των αγώνων θα τηρούνταν. Την
πρώτη μέρα γινόταν θυσίες στους θεούς και οι αθλητές έπαιρναν όρκους.
Τις επόμενες μέρες οι αθλητές αγωνίζονταν για τιμή και δόξα. Τα πιο
σημαντικά αθλήματα ήταν οι αγώνες δρόμου , ο δίαυλος, ο δόλιχος, το
πένταθλο, το παγκράτιο, η πυγμαχία, η αρματοδρομία και η ιππασία. Την
τελευταία μέρα των αγώνων οι νικητές στεφανωνόντουσαν με κότινο – κλαδί
ελιάς – και έπαιρναν χρήματα. Τα ονόματα των νικητών χαραζόταν σε
πέτρινους στύλους και ποιητές έγραφαν στίχους για να γιορτάσουν την νίκη
τους αφού όταν επέστρεφαν στην πόλη τους οι συμπολίτες τους θα τους
τιμούσαν ως ήρωες.
Τα Πύθια- Τα Ίσθμια- Τα Νέμεα
Εκτός από τους Ολυμπιακούς αγώνες υπήρχαν και τρεις εξίσου σημαντικοί
αγώνες, οι οποίοι ήταν αφιερωμένοι στους θεούς: τα Πύθια, τα Ίσθμια και
τα Νέμεα.
Αρχικά, τα Πύθια γινόταν κάθε οκτώ χρόνια αλλά μετά από τον 6ο αιώνα
π.Χ. άρχισαν να γίνονται κάθε πέντε έτη. Το 582 π.Χ. προστέθηκαν
αθλήματα στο πρόγραμμα και την ευθύνη για την διοργάνωση των αγώνων
πήραν οι Αμφικτιονίες των Δελφών. Όλες οι Ελληνικές πόλεις – κράτη
έστελναν αθλητές στα Πύθια που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή. Τα Πύθια
διαρκούσαν έξι με οκτώ μέρες και άρχιζαν με λατρευτικές τελετές και
θυσίες.
Τα Ίσθμια γινόταν κάθε τρία χρόνια στον ναό του Ποσειδώνα κοντά στην
Κόρινθο προς τιμή του θεού. Οι αγώνες αναδιοργανώθηκαν το 582 π.Χ.
έχοντας πολλά χαρακτηριστικά των Ολυμπιακών αγώνων. Ήταν Πανελλαδικοί
από την αρχή και κατά την διάρκεια των αγώνων επικρατούσε εκεχειρία. Το
έπαθλο για τους νικητές ήταν ένα στεφάνι- κότινος όμως αργότερα
αντικαταστάθηκε από ένα κομμάτι άγριου σέλινου.
Τα Νέμεα ήταν αφιερωμένα στον Δία. Καθιερώθηκαν ως Πανελλαδική εορτή
το 573 π.Χ. και γινόταν κάθε δυο χρόνια. Ακολουθούσαν και αυτά το
«μοντέλο» των Ολυμπιακών αγώνων και ήταν από τους πιο σημαντικούς αγώνες
της αρχαιότητας.
Οι μάντεις
Ο φόβος των ανθρώπων όταν αντιμετώπιζαν μυστήρια και ανεξήγητα
φαινόμενα στη ζωή καθώς και η αδυναμία τους σε σχέση με την φύση,
δημιούργησε σε αυτούς την ανάγκη να επικοινωνήσουν με τις θειικές
δυνάμεις που πίστευαν ότι είχαν χτίσει τον κόσμο και καθόριζαν τις
μοίρες τους. Η γνώση των επιθυμιών των θεών ήταν πάντα ένας σίγουρος
οδηγός για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Στην Αρχαία Ελλάδα, η ακριβής φύση
αυτών των επιθυμιών των θεών αποκωδικοποιήθηκε από την τέχνη της
προφητείας, που ασκούνταν από ειδικούς οι οποίοι είχαν το χάρισμα να
καταλαβαίνουν τα σημάδια των θεών. Οι μάντεις εξηγούσαν τις προφητείες
τους με το να ερμηνεύουν αστραπές ή το πέταγμα ιερών πουλιών.
Διαφορετικά θα παρατηρούσαν την κατεύθυνση της φωτιάς κατά την διάρκεια
μιας θυσίας, θα εξέταζαν τα ίχνη-σημάδια από τα σπλάχνα των ζώων που
είχαν θυσιαστεί ή θα έβγαζαν συμπεράσματα από την προθυμία του
θυσιαζομένου ζώου να πάει στο θυσιαστήριο. Η ερμηνεία των ονείρων ήταν
επίσης δημοφιλής όπως και η ερμηνεία μέσα από τις γραμμές της παλάμης
του χεριού. Οι πιο δημοφιλείς μάντεις ήταν : ο Τειρεσίας, ο Κάλχας, η
Κασσάνδρα και η Πυθία.
Παρόλ’ αυτά, υπήρχαν άπειρα παραδείγματα στα οποία οι θεοί δεν
φανέρωναν τις επιθυμίες τους με σημάδια αλλά μιλούσαν με μεσολαβητή που
για ένα μικρό διάστημα ήταν επηρεασμένος από μια θειική μανία και
αδιαφορούσε για τη γήινη ύπαρξή του. Εδώ οι μάντεις εισέρχονταν σε μια
κατάστασης έκστασης στην οποία μετέφεραν το μήνυμα των θεών. Αυτοί οι
τρόποι πρόβλεψης του μέλλοντος ήταν οι βάσεις στις οποίες «πατούσαν» και
λειτουργούσαν οι αρχαίοι Έλληνες μάντεις. Κάθε μάντης βρισκόταν σε έναν
προκαθορισμένο ναό και σχετιζόταν με έναν ή περισσότερους θεούς.
Στους Δελφούς ήταν αρχικά έθιμο να δίνονται προφητείες μια φορά το
χρόνο αλλά αργότερα οι μάντεις μιλούσαν μια φορά το μήνα. Αυτοί που
ήθελαν να συμβουλευτούν τον μάντη έπρεπε να πληρώσουν ένα ειδικό φόρο,
να εξαγνιστούν, να προσφέρουν όλους τους καρπούς από το κτήμα τους και
να θυσιάσουν μια κατσίκα. Οι απαντήσεις δίνονταν από την Πυθία, αφού
αυτή και οι άλλοι μάντεις έκαναν μια ειδική τελετή. Αυτή περιλάμβανε
καθαρισμό των μαντών στα νερά της Κασταλλίας πηγής κοντά στο ναό και
κατάβαση στο άδυτο του ναού, όπου υπήρχαν ιερά σκεύη με ένα άγαλμα θεού.
Η Πυθία στη συνέχεια καθόταν σε ένα τρίποδο, εισέπνεε ατμούς που
έβγαιναν από τα έγκατα της γης και μασούσε φύλλα δάφνης για να εισέλθει
σε κατάσταση έκστασης. Παρόμοια λειτουργούσε και το μαντείο της Δωδώνης
που ήταν αφιερωμένο στο Δία.
Η
Αμαλία Κ. Ηλιάδη γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας το 1967. Είναι
φιλόλογος-ιστορικός και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Βυζαντινής
Ιστορίας απ' το Α.Π.Θ. Εργάζεται ως καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση απ'
το 1992. Παράλληλα ασχολείται με την ποίηση και τη ζωγραφική.
Ενδιαφέρεται, έμπρακτα και διακαώς, για την επέκταση και διεύρυνση της
πνευματικής καλλιέργειας και της καλλιτεχνικής ευαισθησίας, πρωτίστως
των μαθητών της, και δευτερευόντως όλων των ανθρώπων.
Πηγή: https://www.e-telescope.gr/spirituality/ancient-greek-religion
Πηγή: https://www.e-telescope.gr/spirituality/ancient-greek-religion
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.