Η χριστιανική διδασκαλία περί πλούτου |
Ρένος Κωνσταντίνου, θεολόγος
Αναμφίβολα η μικρή μας πατρίδα διέρχεται μια μεγάλη οικονομική κρίση. Από οικονομικής απόψεως, κατά τα τις εκτιμήσεις πολλών, βρισκόμαστε σε χειρότερη θέση από την κατάσταση μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Άνθρωποι έχασαν την δουλειά τους, άλλοι είδαν το εισόδημα τους να συρρικνώνεται, ενώ οι τιμές των αγαθών και οι φόροι αυξήθηκαν. Δύσκολες συνθήκες για να επιβιώσει άνθρωπος. Εκείνοι που βρίσκονται στη χειρότερη θέση, είναι όσοι δεν έχουν καθόλου ή σχεδόν καθόλου εισοδήματα και συνεπώς τα βασικά για την επιβίωσή τους. Από την άλλη παρατηρούμε ότι αρκετοί συνάνθρωποί μας, παρά την κρίση, έχουν αρκετό πλούτο και περισσότερα ίσως αγαθά από ότι πραγματικά χρειάζονται. Αυτό αποτελεί και το μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα: η άνιση κατανομή του πλούτου. Ποια είναι εν προκειμένω η θέση της Εκκλησίας επί του θέματος;
Η Εκκλησία ουδέποτε υπήρξε αρνητική απέναντι στα υλικά αγαθά. Τα αγαθά αυτά δημιουργήθηκαν από τον Θεό και προσφέρονται στον άνθρωπο για χρήση και ευχαριστία. Αν υπήρξαν κάποιοι που το αμφισβήτησαν αυτό, σίγουρα δεν είναι άλλοι από τους διαρχικούς Γνωστικούς που η Εκκλησία καταδίκασε ως αιρετικούς. Τα υλικά αγαθά δόθηκαν στον άνθρωπο για να καλύπτει τις ανάγκες του και να ζει ευχάριστα τη ζωή του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει και ευνοϊκή αντιμετώπιση του πλούτου. Όλα πρέπει να γίνονται με μέτρο. Η υπέρμετρη συσσώρευση πλούτου καθηλώνει τον άνθρωπο στα επίγεια και τον απομακρύνει από τον σκοπό της ζωής μας, που δεν είναι άλλος από την θέωση, την ένωση μας δηλαδή κατά χάρη με τον Θεό.
Ο Χριστός πέρασε την επίγεια του ζωή απλά και φτωχικά. Η λιτότητα και η εκούσια φτώχεια ήταν αυτή που διέκρινε τον Κύριο. Δεν είχε «που την κεφαλήν κλίνη» (Ματθ. 8, 20). Αυτό τον τρόπο ζωής δίδαξε στους μαθητές του. Αλλά και ο απόστολος των εθνών Παύλος μιμούμενος τον Χριστό, έμαθε να ζεί με αυτάρκεια: «Οίδα και ταπεινουσθαι οιδα και περισσεύειν έν παντί και έν πασιν μεμύημαι και χορτάζεσθαι και πεινάν και περισσεύειν και ύστερεισθαι· πάντα ισχύω εν τω ένδυναμούντι με Χριστώ» (Φιληπ. 4, 12-13). Ο Απόστολος των εθνών έζησε λοιπόν με ολιγάρκεια, έχοντας μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Αυτό ισχύει και τους υπόλοιπους Αποστόλους και Αγίους της Εκκλησίας μας. Υπήρξαν και Άγιοι που ήταν πλούσιοι. Ωστόσο πρόσφεραν τον πλούτο που είχαν στους φτωχούς και εμπερίστατους, αφήνοντας για τον εαυτό τους τα απαραίτητα. Για παράδειγμα ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος πρόσφερε την περιουσία του για να κτίσει την γνωστή Βασιλειάδα, μια πόλη με ευαγή ιδρύματα.
Κάποτε κάποιος νέος ρώτησε τον Κύριο τι να κάνει για να κερδίσει την αιώνια ζωή, ο Χριστός του απάντησε: «Ει θέλεις τέλειος είναι υπάγε πώλησόν σου τά υπάρχοντα και δός πτωχοίς και εξεις
Αναμφίβολα η μικρή μας πατρίδα διέρχεται μια μεγάλη οικονομική κρίση. Από οικονομικής απόψεως, κατά τα τις εκτιμήσεις πολλών, βρισκόμαστε σε χειρότερη θέση από την κατάσταση μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Άνθρωποι έχασαν την δουλειά τους, άλλοι είδαν το εισόδημα τους να συρρικνώνεται, ενώ οι τιμές των αγαθών και οι φόροι αυξήθηκαν. Δύσκολες συνθήκες για να επιβιώσει άνθρωπος. Εκείνοι που βρίσκονται στη χειρότερη θέση, είναι όσοι δεν έχουν καθόλου ή σχεδόν καθόλου εισοδήματα και συνεπώς τα βασικά για την επιβίωσή τους. Από την άλλη παρατηρούμε ότι αρκετοί συνάνθρωποί μας, παρά την κρίση, έχουν αρκετό πλούτο και περισσότερα ίσως αγαθά από ότι πραγματικά χρειάζονται. Αυτό αποτελεί και το μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα: η άνιση κατανομή του πλούτου. Ποια είναι εν προκειμένω η θέση της Εκκλησίας επί του θέματος;
Η Εκκλησία ουδέποτε υπήρξε αρνητική απέναντι στα υλικά αγαθά. Τα αγαθά αυτά δημιουργήθηκαν από τον Θεό και προσφέρονται στον άνθρωπο για χρήση και ευχαριστία. Αν υπήρξαν κάποιοι που το αμφισβήτησαν αυτό, σίγουρα δεν είναι άλλοι από τους διαρχικούς Γνωστικούς που η Εκκλησία καταδίκασε ως αιρετικούς. Τα υλικά αγαθά δόθηκαν στον άνθρωπο για να καλύπτει τις ανάγκες του και να ζει ευχάριστα τη ζωή του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει και ευνοϊκή αντιμετώπιση του πλούτου. Όλα πρέπει να γίνονται με μέτρο. Η υπέρμετρη συσσώρευση πλούτου καθηλώνει τον άνθρωπο στα επίγεια και τον απομακρύνει από τον σκοπό της ζωής μας, που δεν είναι άλλος από την θέωση, την ένωση μας δηλαδή κατά χάρη με τον Θεό.
Ο Χριστός πέρασε την επίγεια του ζωή απλά και φτωχικά. Η λιτότητα και η εκούσια φτώχεια ήταν αυτή που διέκρινε τον Κύριο. Δεν είχε «που την κεφαλήν κλίνη» (Ματθ. 8, 20). Αυτό τον τρόπο ζωής δίδαξε στους μαθητές του. Αλλά και ο απόστολος των εθνών Παύλος μιμούμενος τον Χριστό, έμαθε να ζεί με αυτάρκεια: «Οίδα και ταπεινουσθαι οιδα και περισσεύειν έν παντί και έν πασιν μεμύημαι και χορτάζεσθαι και πεινάν και περισσεύειν και ύστερεισθαι· πάντα ισχύω εν τω ένδυναμούντι με Χριστώ» (Φιληπ. 4, 12-13). Ο Απόστολος των εθνών έζησε λοιπόν με ολιγάρκεια, έχοντας μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Αυτό ισχύει και τους υπόλοιπους Αποστόλους και Αγίους της Εκκλησίας μας. Υπήρξαν και Άγιοι που ήταν πλούσιοι. Ωστόσο πρόσφεραν τον πλούτο που είχαν στους φτωχούς και εμπερίστατους, αφήνοντας για τον εαυτό τους τα απαραίτητα. Για παράδειγμα ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος πρόσφερε την περιουσία του για να κτίσει την γνωστή Βασιλειάδα, μια πόλη με ευαγή ιδρύματα.
Κάποτε κάποιος νέος ρώτησε τον Κύριο τι να κάνει για να κερδίσει την αιώνια ζωή, ο Χριστός του απάντησε: «Ει θέλεις τέλειος είναι υπάγε πώλησόν σου τά υπάρχοντα και δός πτωχοίς και εξεις
θησαυρόν έν ούρανω και δεύρο ακολουθεί μοι». Η
αντίδραση του πλουσίου ήταν η εξής: « άκουσας δε ό νεανίσκος τον λόγον άπήλθεν
λυπούμενος· ήν γαρ εχων κτήματα πολλά». Τότε ο Κύριος είπε προς του μαθητές Του
τη γνωστή παροιμιώδη φράση: «Αμήν λέγω υμίν ότι δυσκόλως πλούσιος εισελεύσεται
εις τήν βασιλείαν των ουρανών, πάλιν δε λέγω υμίν εύκοπώτερόν εστίν κάμηλον δια
τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις τήν βασιλείαν του Θεού
εισελθείν. Ακουσαντες δε oι μαθηταί αυτού έξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες:
Τίς άρα δύναται σωθήναι; έμβλέψας δε ό Ίησους είπεν αυτοίς: Παρά ανθρώποις
τούτο αδύνατον εστίν παρά δε Θεώ πάντα δυνατά εστίν» (Μτθ. 19, 21-26). Ο Κύριος
εδώ μας λέει ότι είναι πολύ δύσκολο να εισέλθει πλούσιος στη Βασιλεία του Θεού.
Μάλιστα, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα από την
τρύπα του βελονιού, παρά πλούσιος στη Βασιλεία του Θεού. Οι μαθητές του Κυρίου
μένουν έκπληκτοι με αυτά τα λόγια. «Και τότε ποιος είναι δυνατόν να σωθεί;»,
ρωτούν οι μαθητές. Ρώτησαν αυτό, διότι είτε πολλοί ήταν και είναι οι πλούσιοι,
αφετέρου δε και πολλοί φτωχοί επιθυμούν τον πλούτο και επιδίδονται σε κυνήγι
απόκτησης υλικών αγαθών. Ο Χριστός όμως λέει κάτι βαρυσήμαντο: ότι αυτά που
είναι αδύνατα για τους ανθρώπους, είναι δυνατά για τον Θεό. Συνεπώς και ο Θεός
μπορεί να σώσει κάποιο πλούσιο, εφόσον και αυτός έχει καλή διάθεση και βοηθά
τον πλησίον του. Αναμφίβολα όμως η κατοχή πλούτου αιχμαλωτίζει τον άνθρωπο και
τον κράτα δέσμιο των πράγματα του κόσμου τούτου: «όπου γάρ εστίν ό θησαυρός
υμών, εκεί έσται και ή καρδία ύμων» (Μτθ. 6,21). Έτσι ο πλούτος καθίσταται
εμπόδιο για την είσοδο του ανθρώπου στην Βασιλεία του Θεού, εκτός και αν
αξιοποιηθεί ορθά και ορθόδοξα.
Χαρακτηριστική για το θέμα μας είναι η γνωστή παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου. Η παραβολή αυτή αποτελεί μια διδασκαλία του Κυρίου μας για την ορθή χρήση των επίγειων αγαθών, ώστε να μην αποβούν αυτά εμπόδιο για τη σωτηρία μας. Ο πλούσιος της παραβολής καταδικάζεται από τον Χριστό, όχι απλά επειδή ήταν πλούσιος, αλλά διότι δεν πρόσφερε το παραμικρό στον πεινασμένο και ασθενή Λάζαρο. Καταδικάστηκε γιατί δεν διαχειρίστηκε σωστά τον πλούτο που είχε. Ο Θεός και ο πλησίον δεν υπήρχαν για τον πλούσιο της παραβολής. Από την άλλη ο Λάζαρος δεν σώθηκε γιατί ήταν φτωχός και ασθενής. Σώθηκε επειδή δεν παραπονέθηκε, δεν γόγγυσε ούτε στιγμή κατά του Θεού, αλλά ούτε και κατά του πλουσίου (βλ. Λκ. 16, 19-31).
Ο Κύριος προτρέπει τους μαθητές του, αλλά και κάθε γνήσιο μαθητή του να είναι ολιγαρκής και να αποφεύγει την σπατάλη: «ώς δε ένεπλήσθησαν λεγει τοις μαθηταί αυτού: Συναγάγετε τα περισσεύσαντα κλάσματα ίνα μή τι άπόληται» (Ιωαν. 6,12). Ο Ιησούς, αφού έφαγαν, καλεί τους μαθητές να μαζέψουν ότι απέμεινε, ώστε να μην χαθεί τίποτα. Εμείς οι χριστιανοί λοιπόν καλούμαστε να είμαστε ολιγαρκείς και απλοί. Ο πλεονασμός χρειάζεται μόνο στα πνευματικά. Η αποφυγή της σπατάλης είναι σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, επίκαιρη και επιτακτική. Στις μέρες που η οικονομική κρίση μαστίζει πολλούς αδελφούς μας, καλούμαστε να είμαστε αυτάρκεις και ολιγαρκείς, ώστε να προσφέρουμε και προς αυτούς που έχουν πραγματικά ανάγκη.
Για τους λόγους αυτούς οι πρώτοι χριστιανοί είχαν τα πάντα κοινά. Είναι η γνωστή χριστιανική κοινοκτημοσύνη. Αυτή αποτέλεσε αρχικά αυθόρμητη εκδήλωση των χριστιανών της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Δεν υπήρχε το φαινόμενο της ατομικής ιδιοκτησίας, την οποία πολλοί Πατέρες χαρακτηρίζουν ως πλεονεξία. Μπορεί αυτό στις μέρες μας να φαίνεται ακραίο, όμως κανείς δεν αμφιβάλει ότι η κοινοκτημοσύνη ήταν ένας γνήσιος χριστιανικός τρόπος ζωής, που έχει επιζήσει ως τις μέρες μας στον κοινοβιακό μοναχισμό.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας κινούμενοι μέσα στα πλαίσια αυτά, άλλωτε επισημαίνουν τον τεράστιο κίνδυνο που έχει για την ψυχή του ανθρώπου η συγκέντρωση πλούτου, ενώ άλλοτε τονίζουν την ανάγκη για καλή διαχείριση του πλούτου. Το πρώτο αναφερόταν από τους Πατέρες κυρίως στην πρώτη Εκκλησία, όταν οι χριστιανοί προέρχονταν από φτωχά κοινωνικά στρώματα. Το δεύτερο το συναντούμε περισσότερο στην πατερική γραμματεία μετά την είσοδο εύπορων ανθρώπων στην Εκκλησία και αποτελεί κεντρική θέση ως σήμερα. Χρειάζεται λοιπόν ορθή διαχείριση του πλούτου. Πρωτίστως επιβάλλεται η προσφορά του πλούτου για το κοινωνικό καλό, για στήριξη των εμπερίστατων αδελφών μας. Ο άνθρωπος άλλωστε είναι διαχειριστής των αγαθών που ο Κύριος απλόχερα προσφέρει ως δωρεά. Βασική θέση των Πατέρων είναι ότι μας περισσεύει ανήκει στους φτωχούς (βλέπε Μ. Βασιλείου: «Εις το καθελώ μου τας αποθήκας»). Η συσσώρευση πλούτου, η αγάπη προς τον πλούτο και η αδιαφορία για τον συνάνθρωπο μας, είναι κάτι το κατακριτέο λοιπόν.
Ο Κύριος, όπως και οι Πατέρες της Εκκλησίας, γενικά θα λέγαμε, καταδικάζουν τον πλούτο, διότι κρατά τον άνθρωπο δέσμιο των φθαρτών και γήινων. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος που είναι πλούσιος δεν θα σωθεί. Ας θυμηθούμε εδώ τον Ζακχαίο. Αυτός ήταν αρχιτελώνης και πολύ πλούσιος. Ο πλούτος που συσσώρευσε, ήταν μάλιστα προϊόν των αδικιών που έκανε ως τελώνης. Ωστόσο μετανοεί και το αποδεικνύει έμπρακτα: δίνει τα μισά του υπάρχοντα στους φτωχούς και όποιον αδίκησε του το ανταποδίδει στο τετραπλό. Γι’ αυτό ο Κύριος αναφέρει ότι ο Ζακχαίος και η οικογένεια του σώθηκαν (βλ. Λκ. 19, 1-10). Ως εκ τούτου δεν πρέπει να είμαστε απόλυτοι. Εδώ έχουμε μια περίπτωση κάποιου πλουσίου, ο οποίος σώθηκε. Σώθηκε όμως, διότι αποκατάστησε όσους αδίκησε και έδωσε μεγάλο μερίδιο από την περιουσία του στους φτωχούς. Η επίσκεψη και η αγάπη του Χριστού, αλλά και η αγάπη του Ζακχαίου για τον Χριστό, αλλοίωσαν θετικά την καρδιά του. Για τον Θεό τίποτα δεν είναι αδύνατο. Μπορεί να είπε ο Κύριος ότι είναι δύσκολο να εισέλθει πλούσιος στη Βασιλεία του Θεού, ωστόσο ας μην ξεχνούμε πως τα αδύνατα για τους ανθρώπους, είναι δυνατά για τον Θεό. Φτάνει να υπάρχει καλή διάθεση, αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον και τα υπόλοιπα τα φροντίζει ο Κύριος.
Όλα
αυτά λοιπόν πρέπει να μας προβληματίσουν. Αν είμαστε πλούσιοι, να μην κρατάμε
τα πάντα για τον εαυτό μας. Πολλοί είναι αυτοί που χρειάζονται τη βοήθεια μας.
Ασθενείς, φτωχοί, άνεργοι, άστεγοι. Αν πάλι είμαστε φτωχοί, να μην κατακρίνουμε
τους πλουσίους, ούτε να γογγύζουμε κατά του Θεού, αλλά να υπομείνουμε τη
δοκιμασία αυτή, έχοντας τη βεβαιότητα ότι ο Θεός που φροντίζει για τα πετεινά
του ουρανού, θα φροντίσει και για εμάς.
Στις μέρες πολλοί είναι οι πλούσιοι, ή έστω αυτοί που έχουν περισσότερα υλικά αγαθά, που προσφέρουν απλόχερα για την ανακούφιση των εμπερίστατων αδελφών τους. Πολλά είναι τα ποσά, αλλά και τα είδη πρώτης ανάγκης, που προσφέρονται από πολλούς, επώνυμους και ανώνυμους, σε κοινωνικά παντοπωλεία, γηροκομεία, νοσοκομεία και γενικά για την ανακούφιση άπορων και ασθενών συνανθρώπων μας. Μάλιστα είναι και πολλοί που προσφέρουν για την ανέγερση ή ανακαίνιση ή τον εξοπλισμό ευαγών ιδρυμάτων. Κάποιοι άλλοι πάλι προσφέρουν, μεταξύ άλλων, για την ανέγερση ή συντήρηση των Ναών μας ή Μονών, καθώς και άλλων εκκλησιαστικών μνημείων. Κάποιοι άλλοι πάλι ίδρυσαν Συλλόγους ή Ιδρύματα με κοινωνικό χαρακτήρα.
Ο Κύριος θέλει «πάντας ανθρώπους σωθήναι» (Α΄ Τιμοθ. 2, 4). Πρέπει να θέλουμε και εμείς όμως, ώστε να μας σώσει ο Θεός. Είτε πλούσιοι είτε φτωχοί είμαστε, πρέπει να πράττουμε το σωστό και χριστιανικό. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει τα υλικά αγαθά να είναι το κέντρο της ύπαρξης μας, αλλά κέντρο της ζωής μας πρέπει να είναι ο Θεός και ο συνάνθρωπος μας.
Στις μέρες πολλοί είναι οι πλούσιοι, ή έστω αυτοί που έχουν περισσότερα υλικά αγαθά, που προσφέρουν απλόχερα για την ανακούφιση των εμπερίστατων αδελφών τους. Πολλά είναι τα ποσά, αλλά και τα είδη πρώτης ανάγκης, που προσφέρονται από πολλούς, επώνυμους και ανώνυμους, σε κοινωνικά παντοπωλεία, γηροκομεία, νοσοκομεία και γενικά για την ανακούφιση άπορων και ασθενών συνανθρώπων μας. Μάλιστα είναι και πολλοί που προσφέρουν για την ανέγερση ή ανακαίνιση ή τον εξοπλισμό ευαγών ιδρυμάτων. Κάποιοι άλλοι πάλι προσφέρουν, μεταξύ άλλων, για την ανέγερση ή συντήρηση των Ναών μας ή Μονών, καθώς και άλλων εκκλησιαστικών μνημείων. Κάποιοι άλλοι πάλι ίδρυσαν Συλλόγους ή Ιδρύματα με κοινωνικό χαρακτήρα.
Ο Κύριος θέλει «πάντας ανθρώπους σωθήναι» (Α΄ Τιμοθ. 2, 4). Πρέπει να θέλουμε και εμείς όμως, ώστε να μας σώσει ο Θεός. Είτε πλούσιοι είτε φτωχοί είμαστε, πρέπει να πράττουμε το σωστό και χριστιανικό. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει τα υλικά αγαθά να είναι το κέντρο της ύπαρξης μας, αλλά κέντρο της ζωής μας πρέπει να είναι ο Θεός και ο συνάνθρωπος μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.