|
Πώς γινόταν η Εξομολόγηση τους πρώτους αιώνες |
Από την Εκκλησιαστική Ιστορία
αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου
Α.
«Υπήρχε μόνο δημόσια εξομολόγηση. Σε αυτήν υποβάλλονταν τα
ελαφρά αμαρτήματα, ενώ οι χριστιανοί εύχονταν στο Θεό υπέρ των αμαρτωλών
αυτών. «Να εξομολογείστε λοιπόν ο ένας στον άλλον τις αμαρτίες και να
προσεύχεστε ο ένας για τον άλλον, για να θεραπευτείτε. Έχει μεγάλη δύναμη η
προσευχή δίκαιου ανθρώπου όταν είναι ενεργής (εντατική)» (Επιστολή Ιακώβου,
5,16).
Δεν αναφέρεται ιδιαιτέρως συγχωρητική
ευχή εκκλησιαστικού λειτουργού, αλλά αυτός βεβαίως συμπροσευχόταν μαζί
με τους άλλους χριστιανούς. Η ευχή αυτού θεωρήθηκε η κυριότερη και σιγά σιγά
έπαυσε η ευχή των χριστιανών.
Τα βαριά αμαρτήματα, κατά την επικρατέστερη
γνώμη, απέκλειαν ολοτελώς από την Εκκλησία. Η γνώμη αυτή στηρίζεται στην προς
Εβραίους επιστολή και την πρώτη επιστολή του Ιωάννη. Σύμφωνα με αυτές, τα μετά
το βάπτισμα βαριά αμαρτήματα υπάγονταν στην άμεση κρίση του Θεού, άνθρωποι δεν
μπορούσαν να αναμιχτούν σε αυτά με προσευχές και δεήσεις. Η σχέση αυτών με αυτά
που τελούνταν στη δημόσια εξομολόγηση είναι προφανής. Τα μετά το βάπτισμα βαριά
αμαρτήματα αποκλείονταν από τη δημόσια εξομολόγηση.
Ο αριθμός των βαρέων αμαρτημάτων δεν ήταν
καθορισμένος. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει πάντοτε περισσότερα από τρία, όχι
πάντοτε τον ίδιο αριθμό, και κάθε φορά αναφέρει, όσα από αυτά είχε λόγους για
αυτό, ή όσα θυμόταν (Α Κορινθίους, 5,11. 6,9 και εξής, προς Γαλάτας 5,19 και
εξής, Α΄ προς Τιμόθεον 1,9 και εξής). Έτσι οι χριστιανοί θα πλησίαζαν κατά το
δυνατόν περισσότερο προς το ιδανικό. Ότι αποκλείονταν ολοτελώς από την Εκκλησία
αυτοί που αμάρταναν βαριά και ότι ως βαριά αμαρτήματα θεωρούνταν πολλά, ήταν
εκδήλωση των ενθουσιαστικών τάσεων της εποχής αυτής, της ιδέας, δηλαδή,
ότι πλησίαζε η Δευτέρα παρουσία του Χριστού και η τελική κρίση.
Η ιδέα αυτή έκανε τους χριστιανούς αυστηρότερους
με τους εαυτούς τους και με τους άλλους και καθιστούσε τολμηρό, η Εκκλησία να
λάβει απόφαση για αυτούς που αμαρτάνουν βαριά, αφού μετά από λίγο ο ίδιος ο
Θεός θα αποφάσιζε για αυτούς.
Αυτοί που αμάρταναν βαριά δείχνοντας στο μεταξύ
ανάλογη μεταμέλεια, μπορούσαν να ελπίζουν, ότι θα συγχωρεθούν από το Θεό στη
μέλλουσα κρίση. Έτσι ο Παύλος συμβούλευε τους Κορινθίους «να παραδώσουν αυτόν
τον άνθρωπο (τον αιμομίκτη) στο σατανά για να βασανιστεί η σάρκα, έτσι ώστε το
πνεύμα να σωθεί στην ημέρα του Κυρίου» (Α΄ προς Κορινθ. 5,5).
Ένας λόγος του Χριστού έδινε βεβαίως στους
αποστόλους απεριόριστο δικαίωμα να συγχωρούν αμαρτίες (κατά Ιωάννην
20, 23), αλλά αυτοί, όπως και οι υπόλοιποι χαρισματούχοι, προκειμένου για
χριστιανούς που αμάρτησαν βαριά, εξαιτίας των λόγων που αναφέρθηκαν, έκαναν σε
έκτακτες περιπτώσεις χρήση αυτού του δικαιώματος, και όσες φορές έκαναν χρήση
αυτού, θεωρούνταν ένδειξη, ότι ο Θεός συγχωρούσε αυτόν που αμάρτησε βαριά και
γινόταν αυτός πάλι δεκτός στην Εκκλησία (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία 3,23, 7 και
εξής).
Αν εξαιρέσουμε τις έκτακτες αυτές περιπτώσεις, οι
βαριά αμαρτάνοντες χριστιανοί αποκλείονταν ολοτελώς από την Εκκλησία και δεν
γίνονταν πλέον δεκτοί σε αυτήν. Αυτής της κατάστασης απήχηση υπάρχει σε κάποιο
χωρίο του Ειρηναίου που έγραψε το κατά αιρέσεων σύγγραμμά του
γύρω στο 180.
«Είπε ο πρεσβύτερος εκείνος, ότι φοβάται μήπως
τυχόν μετά τη γνώση του Χριστού, αφού πράξουμε κάτι που δεν αρέσει στο Θεό, δεν
πάρουμε πλέον άφεση των αμαρτιών, αλλά αποκλειστούμε από τη βασιλεία του» (Κατά
αιρέσεων, 4,27,2).
Επίσης στα αρχαιότερα συγγράμματα του Ωριγένη,
ιδίως στο περί ευχής, που γράφτηκε γύρω στο 232. «Δεν γνωρίζω πώς κάποιοι
επέτρεψαν στους εαυτούς τους αυτά που είναι πάνω από την ιερατική αξία, ίσως
χωρίς να είναι ακριβείς στην ιερατική επιστήμη, καυχιούνται ότι μπορούν και
ειδωλολατρείες να συγχωρούν, να δίνουν άφεση σε μοιχείες και πορνείες, επειδή η
προσευχή τους για αυτούς που τόλμησαν αυτά λύνει και την προς θάνατον αμαρτία»
(Περί ευχής, κεφ. 28)…» (Εκκλησιαστική Ιστορία αρχιμ. Βασιλείου
Στεφανίδου, εκδόσεις Παπαδημητρίου σελ. 54-56, το κείμενο
μεταγλωττίστηκε στη δημοτική, υπογραμμίσεις δικές μας)
Β.
«Μεταβολές, που επήλθαν στην εξομολόγηση και τη μετάνοια, όσον αφορά σε δύο
βαριά αμαρτήματα (έκπτωση από το χριστιανισμό και ακολασία), είδαμε αλλού (κεφ.
2 και 3). Σε αυτά