Με τον όρο κοσμογονία, (κόσμος+γίγνομαι)
εννοείται στη φιλοσοφία μια θεωρία προέλευσης του σύμπαντος, είτε
θρησκευτικού, μυθικού, είτε επιστημονικού χαρακτήρα. Στη μυθολογία
ειδικότερα ο όρος γίνεται κατανοητός ως μυθική αφήγηση ή σώμα μύθων που
σχετίζεται με τη δημιουργία του σύμπαντος. Διαφέρει από την επιστήμη της
κοσμολογίας, ως προς το γεγονός ότι η δεύτερη στοχεύει στην κατανόηση
της φυσικής συγκρότησης του σύμπαντος και των νόμων που το κυβερνούν.
Το Νεοελληνικό λεξικό στο λήμα αναφέρει: κοσμογονία η [kozmoγonía]:
1. επιστημονική ή μυθολογική θεωρία με την
οποία γίνεται προσπάθεια να ερμηνευτεί η δημιουργία του σύμπαντος και
των ουράνιων σωμάτων.
2. (μτφ.) πολύ σημαντικές, ριζικές και
συνήθ. δημιουργικές αλλαγές: Tα τελευταία χρόνια έγινε πραγματική ~ στο
χώρο της εκπαίδευσης. [λόγ. < γαλλ. cosmogonie (κυριολ.) < ελνστ.
κοσμογονία δημιουργία του κόσμου΄]
Θεογονίες είναι οι κοσμογονίες που έχουν
σαν θέμα τους την έκθεση της εξέλιξης με την οποία γεννήθηκαν οι θεοί
που κυβερνούν τον κόσμο. Τέτοιες κοσμογονίες θεωρούν τον κόσμο σαν εξ’
ολοκλήρου δημιούργημα ενός ή περισσότερων θεών. Οι θεοί έχουν την δύναμη
να δημιουργούν εκ του μηδενός, γι αυτό αποκαλούνται και δημιουργοί.
Άλλοι
κοσμογονικοί μύθοι δέχονται την προΰπαρξη μιας ύλης την οποία ο θεός ή
οι θεοί διαμορφώνουν και εξουσιάζουν. Πληροφορίες σχετικές με τη
δημιουργία του κόσμου και τη γέννηση των θεών συναντάμε σε λίγους
ποιητές της αρχαιότητας.
Οι πρώτες αναφορές υπάρχουν στον Όμηρο,
αλλά ενώ είναι αποσπασματικές και σκόρπιες, είναι αρκετές ωστόσο για να
σχηματίσουμε μια ικανοποιητική εικόνα για τους θεούς και να αποκτήσουμε
μια πρώτη εντύπωση για τη δημιουργία του κόσμου, αληθή ή μη.
Στον κοσμογονικό μύθο -στην κοσμογονία
γενικότερα- οι μύθοι παρουσιάζουν μια διπλή σχέση αφενός με το ανθρώπινο
σώμα τον μικρόκοσμο, αφετέρου με τον περιβάλλοντα κόσμο τον
μακρόκοσμο.Ανιχνεύοντας τις σωματικές λειτουργίες και παρατηρώντας
αναλογίες στο περιβάλλον του, ο άνθρωπος προσπάθησε να ερμηνεύσει τον
μακρόκοσμο. Το σώμα και η γη ταυτίζονται σε τέτοιους μύθους, ενώ η
ανθρώπινη προέλευση, οι γεωλογικοί σχηματισμοί, το φυτικό και το ζωικό
βασίλειο ερμηνεύονται μεταφορές και εικόνες συνήθως σχετιζόμενες με την
ανθρώπινη αναπαραγωγή και ανάπτυξη.
Κατά τον ίδιο τρόπο οι παρατηρήσιμες
αντιθέσεις και διχοτομίες του κόσμου αναγνωρίζονται ως αγώνας
αντιθετικών δυνάμεων, η έκβαση του οποίου είναι η ποικιλομορφία της
εξέλιξης.
Την πρώτη οργανωμένη απόπειρα θεογονικής –
κοσμογονικής καταγραφής συναντάμε στον Ησίοδο,γύρω στο 740 π.Κ.Ε.. Στο
έργο του υπάρχει αναλυτική περιγραφή για τους προ-ολύμπιους θεούς καθώς
και για τους Ολύμπιους θεούς. Θεογονίες επίσης έγραψαν ο Απολλόδωρος που
ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα με τον Ησίοδο, ο Οβίδιος, και η πιο
ενδιαφέρουσα ίσως κοσμογονική αναφορά υπάρχει στον Ορφέα και στους
ορφικούς.
Οι
αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και στοχαστές, μέσα από τους θεογονικούς
μύθους θέλησαν να εξηγήσουν, αυτό που πραγματεύονται όλες οι
κοσμογονίες, την πρώτη αρχή από την οποία δημιουργήθηκε ο κόσμος, την
εξελικτική πορεία του κόσμου για να φτάσει όπως είναι με τη σημερινή του
μορφή, τις δυνάμεις που συγκρατούν την ενότητα του κοσμικού συνόλου και
τη θέση του ανθρώπου μέσα σε αυτό.
Γενικά περί Κοσμογονία – Θεογονία
Οι αρχαίοι Έλληνες, αυτοί οι μεγάλοι που
τους διέκρινε απεριόριστο χιούμορ και αχαλίνωτη φαντασία, στην
προσπάθειά τους να εξηγήσουν κάποια φαινόμενα έπλεξαν άπειρους μύθους.
Φυσικά, ασχολήθηκαν και με την αρχή του κόσμου και τη γέννηση των
αμέτρητων θεών τους. Με την πλούσια φαντασία τους έφτιαξαν τεράστιες
γενεαλογίες που φανέρωναν τους προγόνους των δώδεκα Ολύμπιων θεών, αλλά
και όλων των μικρότερων που λάτρευαν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.
Επίσης, έπλασαν καταπληκτικούς μύθους που
εξηγούσαν πώς ο Δίας και οι υπόλοιποι Ολύμπιοι κατέλαβαν την απόλυτη
εξουσία στο Ελληνικό Πάνθεο.
Σύμφωνα με την αρχαιότερη παράδοση που μας
αφηγείται ο Όμηρος, πατέρας των θεών ήταν ο Ωκεανός, που περικύκλωνε
ολόκληρο το σύμπαν. Από το σμίξιμό του με τη σύζυγό του Τηθύ προήλθαν
όλοι οι υπόλοιποι θεοί. Ο Ωκεανός παρουσιάζεται από τον Όμηρο σαν ένας
ηλικιωμένος, ασπρομάλλης γέροντας, με γλυκό χαμόγελο, ήσυχος, που ποτέ
δεν παίρνει μέρος στους καβγάδες των θεών και κατοικεί μακριά από τη γη
και τον Όλυμπο. Δυστυχώς όμως ο Όμηρος δε μας απαριθμεί τους απογόνους
του Ωκεανού και της Τηθύος.
Ο Ωκεανός και η κόρη του Τιθύς
Πολύ
πιο ολοκληρωμένος είναι ο μύθος που μας αφηγείται ο Ησίοδος στη
«Θεογονία» του για την αρχή του κόσμου και την καταγωγή των θεών. Στην
αρχή λοιπόν ήταν το Χάος, η Γη και ο Έρωτας. Αυτές οι τρεις πρωταρχικές
θεότητες δεν είχαν συγγενική σχέση μεταξύ τους, απλώς εμφανίστηκαν η μία
μετά την άλλη. Το Χάος ήταν θεοσκότεινο, μαύρο και άραχνο χωρίς κανένα
ίχνος ζωής. Απόλυτη σιωπή βασίλευε παντού.
Αυτό το τρομακτικό, αρχικό ον ήταν
απέραντο• δεν είχε αρχή μήτε τέλος. Ήταν τόσο αχανές, ώστε αν κάποιος
ζούσε εκείνη την εποχή και μπορούσε να πετάξει, θα πετούσε σ’ όλη του τη
ζωή χωρίς να μπορέσει να φτάσει κάποτε σε κάποια κορυφή. Αλλά, και αν
συνέβαινε το αντίθετο, δηλαδή αν κάποιος άρχιζε να πέφτει στο κατάμαυρο
κενό, το Χάος, θα έπεφτε σ’ όλη του τη ζωή χωρίς να φτάσει ποτέ του σε
κάποιο τέλος.
Μέσα στην απεραντοσύνη του κοσμικού χρόνου
προήλθαν κάποτε από το Χάος, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιο ερωτικό
σμίξιμο, δύο παράξενα όντα, το Έρεβος και η Νύχτα. Ήταν και αυτά τα όντα
κατάμαυρα και σκοτεινά με τεράστιες φτερούγες. Θεόρατα και αλλοπρόσαλλα
στέκονταν το ένα απέναντι από το άλλο ανοιγοκλείνοντας τα μαύρα μάτια
τους, χωρίς να ανταλλάσσουν μεταξύ τους ούτε κουβέντα. Η απόλυτη ησυχία
και η μοναξιά συνέχισε να κυριεύει το σύμπαν. Η μόνη διαφορά τους από το
Χάος ήταν ότι είχαν αρχή και τέλος. Ήταν βέβαια πελώρια και θα
χρειάζονταν κάποιος να τρέχει μήνες ολόκληρες για να φτάσει από τη μια
φτερούγα τους στην άλλη, σίγουρα όμως θα έβρισκε κάποιο τέλος.
Όλο αυτό το σκοτάδι και η σιωπή βασίλευαν
μέχρι τη στιγμή που ο Έρωτας, η τελευταία από τις τρεις πρωταρχικές
θεότητες, μπήκε ανάμεσα στα δύο φοβερά όντα. Με την επίδραση του Έρωτα
άρχισε η απόλυτη ψυχρότητα να εγκαταλείπει τις δύο μυστήριες υπάρξεις.
Αντάλλαξαν τις πρώτες τους κουβέντες και κατάφεραν έτσι να διώξουν την
ατέλειωτη μοναξιά που τους κυρίευε τόσους αιώνες.
Και
να σε λίγο που από την παράξενη αυτή σχέση ξεπετάχτηκε ο Αιθέρας.
Αστραφτερός και λαμπερός, με διάφανες φτερούγες, ακτινοβολούσε το θείο
φως του προς όλες τις κατευθύνσεις. Ήταν χαμογελαστός και πανέμορφος με
τεράστιο σώμα, μα με αρμονικά μέλη και κατάλευκο δέρμα. Άπλωσε τα
τεράστια σκέλη του σ’ ολόκληρο το σύμπαν και σκόρπισε τη λάμψη του στο
θεοσκότεινο Χάος.
Αλλά να που εμφανίζεται και μια άλλη
παρόμοια θηλυκή θεότητα, η Ημέρα. Λαμπρή, κατάξανθη, πανώρια κόρη με
κατάλευκες φτερούγες, έριξε αμέσως το αστραποβόλο βλέμμα της στον Αιθέρα
και του χαμογέλασε. Αυτός μόλις αντίκρισε ένα παρόμοιο μ’ αυτόν και
φωτεινό πλάσμα χάρηκε πάρα πολύ.Τα δυο αδέρφια χαρούμενα και
παιχνιδιάρικα έφεραν την ευτυχία μέσα στον κόσμο. Έπαιζαν και
κυνηγιούνταν μέσα στο απέραντο σύμπαν και κρύβονταν πίσω από τους
τεράστιους μετεωρίτες. Συχνά, νευρίαζαν με τις σκανταλιές και τις
φασαρίες τους, τους γερασμένους γονείς τους, που κατά βάθος όμως
καμάρωναν για τα ολόλαμπρα παιδιά τους.
Evelyn De Morgan Νύχτα και Ύπνος (1878)
Ο Αιθέρας συμβόλιζε για τους αρχαίους το
πάνω μέρος της ατμόσφαιρας, που αποτελεί το πιο καθαρό μέρος του αέρα. Η
Ημέρα συμβόλιζε φυσικά τη μέρα, το τμήμα του εικοσιτετραώρου που είναι
λουσμένο