Η εργασία κατά το Χριστιανισμό
|
Του Π. Α. Σινόπουλου
1. Η εργασία ως εντολή και μίμηση του Δημιουργού
Πριν παρουσιασθεί ό άνθρωπος επάνω στη γη, αναμένεται ήδη, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ως φορέας εργασίας, με την οποία θα αρχίσει να επιδρά στον φυσικό χώρο (1). Και όταν παρουσιάσθηκε στο προσκήνιο της ζωής, έλαβε εντολή να υποτάξει τον φυσικό κόσμο: «...πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς καί ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καί τῶν πετεινών τοῦ οὐρανοῦ καί πάντων τῶν κτηνῶών καί πάσης τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπί τῆς γῆς» (2).
Πριν παρουσιασθεί ό άνθρωπος επάνω στη γη, αναμένεται ήδη, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ως φορέας εργασίας, με την οποία θα αρχίσει να επιδρά στον φυσικό χώρο (1). Και όταν παρουσιάσθηκε στο προσκήνιο της ζωής, έλαβε εντολή να υποτάξει τον φυσικό κόσμο: «...πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς καί ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καί τῶν πετεινών τοῦ οὐρανοῦ καί πάντων τῶν κτηνῶών καί πάσης τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπί τῆς γῆς» (2).
Έτσι, ο αρχαίος Ισραηλίτης πληροφορείται πως ο άνθρωπος δεν
είναι μόνο το μοναδικό δημιούργημα, για το οποίο ο Θεός χρησιμοποίησε και την
πνοή του (3) αλλά και κύριος της υλικής Δημιουργίας. Επί πλέον, βλέπει ότι η
σχέση του ανθρώπου με τον υλικό κόσμο δεν μπορεί να είναι στατική, αλλά
δυναμική. Ο φυσικός κόσμος είναι στη διάθεση του ανθρώπου, ο οποίος πρέπει να
τον δαμάσει. Έχει επομένως καθήκον, αλλά και δικαίωμα, να εργάζεται μέσα στον
κόσμο, δεδομένου ότι η εργασία του αποτελεί μέρος των σχέσεών του με τη φύση
(4) Πραγματικά, δεν μπορεί να υπάρξει «κατακυρίευσις» της γης χωρίς σκόπιμη
δραστηριότητα του ανθρώπου, δηλαδή χωρίς εργασία (5). Το να είναι κανείς
άνθρωπος και το να εργάζεται, παρουσιάζονται σαν δύο έννοιες αξεχώριστα
περιπλεγμένες. Εργασία σημαίνει να τροποποιείς τον κόσμο που υπάρχει γύρω σου.
Μόνο με αυτή την τροποποίηση ο κόσμος μπορεί να γίνει χώρος για ανθρώπινη
συμπεριφορά, ανθρώπινη διανόηση, ανθρώπινη κοινωνία και, γενικώς, ανθρώπινη
ύπαρξη (6).
Η εντολή για εργασία συνοδεύει τον άνθρωπο τόσο κατά το
χρόνο της υπέρτατης ευδαιμονίας, όσο και μετά την πτώση του. Μετά τη γενική
εντολή περί εργασίας, που έλαβε ο άνθρωπος κατά την εμφάνιση του στη γη,
τοποθετείται στην Παράδεισο, για να τον απολαμβάνει μέσω της εργασίας. Στις
πρώτες σελίδες της Γενέσεως, ένα κεφαλαιώδες χωρίο προσδιορίζει την κατάσταση
του άνθρωπου: «Καί ἔλαβεν κύριος ὁ θεός τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασεν, καί ἔθετο αὐτόν
ἐν τῷ παραδείσῳ ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν» (7).
«Καθένα από τα δύο αυτά ρήματα έχει τη δική του σπουδαιότητα»,
γράφει ό Pierre Jaccard (8). Και